Ο θάνατος της Εϊμι Γουάινχαουζ και της πριγκίπισσας Νταϊάνα τού χάρισαν μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Ως δημοσιογράφος του BBC επί 18 χρόνια με ειδίκευση σε νεκρολογίες έπρεπε να είναι πάντα έτοιμος – ακόμη και χρόνια πριν από τον θάνατο του ανθρώπου για τον οποίο έγραφε. Φαντάζει μακάβριο, αλλά επιμένει ότι η δουλειά του σφύζει από ζωή

Στις 23 Ιουλίου 2011, η Εϊμι Γουάινχαουζ βρίσκεται νεκρή στο διαμέρισμά της στο Λονδίνο. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα ανάμεσα στους θαυμαστές της, έστω και αν ήταν κοινό μυστικό ότι το αλκοόλ ήταν η αχίλλειος πτέρνα της. Η Εϊμι Γουάινχαουζ όμως ήταν μόνο 27 ετών. Κανείς δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να πιστέψει ότι θα έφευγε τόσο νωρίς. Ή μάλλον σχεδόν κανείς. Λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση του θανάτου της, τo BBC έπαιζε πρώτο τη νεκρολογία της. Πίσω από αυτήν την «πρωτιά» βρισκόταν ο Μπομπ Σόντι. Εγκριτος δημοσιογράφος με πείρα 18 ετών στις νεκρολογίες, ο Σόντι ήταν από καιρό προετοιμασμένος. Ισως ακούγεται μακάβριο –το παραδέχεται και ο ίδιος άλλωστε –όμως ο αιφνίδιος θάνατος της Γουάινχαουζ τού χάρισε μία από τις μεγαλύτερες δημοσιογραφικές επιτυχίες του.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΙΔΟΣ. Μακάβρια, αποκρουστική, ακόμη και νοσηρή μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τη δουλειά του Σόντι και του κάθε δημοσιογράφου που κάνει τη νεκρολογία επάγγελμα –ο βρετανικός Τύπος δημοσιεύει νεκρολογίες καθημερινά. Ο Σόντι ωστόσο επιμένει ότι τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί και αντιδράσεις υποτιμούν την τέχνη του δημοσιογράφου. «Μπορεί ο θάνατος να είναι το σημείο εκκίνησης για να γράψεις μια νεκρολογία», παραδέχθηκε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Ιντιπέντεντ», αλλά τελικά «οι νεκρολογίες καθεαυτές σφύζουν από ζωή». Ως επί χρόνια επικεφαλής του αρμόδιου τμήματος στο BBC, έπειτα από ατελείωτες ώρες παρακολουθώντας βίντεο και «ψαρεύοντας» τις καλύτερες στιγμές του θανόντος (ή μέλλοντα θανόντος), ο Σόντι έχει να παρουσιάσει μια μακρά λίστα νεκρολογιών «που μόνο μακάβριες δεν ήταν».

Σε κάθε περίπτωση, αντιλαμβάνεται την απορία του κοινού γιατί οι νεκρολογίες πρέπει να γράφονται πριν επέλθει το «μοιραίο». Δεν είναι δύσκολο ωστόσο να φανταστεί κανείς την απάντηση: στην εποχή της 24ωρης ενημέρωσης, τηλεθεατές και αναγνώστες περιμένουν να ενημερωθούν για τη ζωή και το έργο κάποιου διασήμου την ίδια στιγμή που θα πληροφορηθούν την είδηση του θανάτου του. Για να συμβεί όμως αυτό απαιτείται δουλειά και βέβαια χρόνος –ένα σύντομο βιογραφικό, κάποιες δηλώσεις συγγενών, φίλων ή συνεργατών, αποσπάσματα παλαιότερων συνεντεύξεων και αποσπάσματα από τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε ταινίες, αν πρόκειται για ηθοποιό. Αυτή η διαδικασία, σύμφωνα με τον Σόντι, μπορεί να διαρκέσει ακόμη και τρεις ημέρες. «Διαφορετικά μιλάμε για μια δουλειά στο πόδι και ένα ευτελές αποτέλεσμα», προσθέτει.

Και καλά ο Ούγκο Τσάβες, ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος. Και καλά, η βασιλομήτωρ της Αγγλίας Ελισάβετ, η οποία απεβίωσε σε ηλικία 101 ετών. Η Εϊμι Γουάινχαουζ όμως; Με ποιο κριτήριο επιλέγεται ο διάσημος ή η διάσημη για τον οποίο θα ετοιμαστεί η νεκρολογία προτού αποβιώσει; Αναμφισβήτητα, εξηγεί ο Σόντι, τα βαθιά γεράματα είναι το πρώτο κριτήριο και η σοβαρή νόσος το δεύτερο. Υπάρχει ωστόσο και μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων, οι λεγόμενοι «ευάλωτοι». Σε αυτήν συγκαταλέγονται όσοι ασχολούνται με επικίνδυνα σπορ (ορειβασία, ράλι κ.λπ.) καθώς και εκείνοι που ζουν μια άσωτη και επικίνδυνη ζωή –όπως η Γουάινχαουζ. Σε αυτό το σημείο, ο Σόντι ομολογεί ότι – όπως κάθε δημοσιογράφος που ασχολείται με αυτό το αντικείμενο –αισθάνεται ένα είδος ικανοποίησης όταν πληροφορείται τον θάνατο ενός προσώπου για τη νεκρολογία του οποίου έχει δουλέψει σκληρά. Στην ακόμη πιο αιφνίδια περίπτωση της πριγκίπισσας Νταϊάνα, ο Σόντι τολμάει να πει ότι αισθάνθηκε ευφορία, καθώς είχε ανανεώσει τη νεκρολογία της μόλις έξι εβδομάδες πριν από το δυστύχημα στη σήραγγα Πον ντ’ Αλμά του Παρισιού.

Αν και πάντα θα λέει ότι οι νεκρολογίες είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, ο Σόντι βρέθηκε αμέτρητες φορές στην καριέρα του αντιμέτωπος με την αμηχανία των ανθρώπων μπροστά στον θάνατο. Εμαθε πολύ γρήγορα, για παράδειγμα, ότι είναι χάσιμο χρόνου να προσπαθεί να εκμαιεύσει πληροφορίες από συγγενείς και φίλους όταν ο περί ου ο λόγος δεν έχει ακόμη φύγει από τη ζωή. Τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος αισθάνονται άβολα με μια τέτοια συνέντευξη είτε γιατί δεν το θεωρούν «κομψό» είτε γιατί δεν θέλουν να προκαλούν τη μοίρα. Ο Σόντι θυμάται πολύ χαρακτηριστικά την αντίδραση του βρετανού πρώην πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ όταν ένας κοινός γνωστός τους έφερε σε επαφή. «Τόνι, αυτός είναι ο Μπομπ Σόντι. Εχει γράψει τη νεκρολογία σου», είπε κάνοντας τις συστάσεις. «Καλύτερα να μην το γνώριζα αυτό», απάντησε ο Μπλερ. Και δεν αστειευόταν. Πράγματι, είχε ενοχληθεί. Υπήρξαν επίσης ακόμη δύο περιπτώσεις ανθρώπων στους οποίους ο Σόντι είχε ζητήσει να κινηματογραφήσουν ολιγόλεπτα βίντεο με την πρόφαση ότι τα χρειάζεται για τη βιβλιοθήκη του BBC. Αν και υπήρχε μια δόση αλήθειας, ο βρετανός δημοσιογράφος πάντα αισθανόταν ανασφαλής μήπως «είχαν μπει στο νόημα». Αυτός, υπογραμμίζει, ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν έγραψε ποτέ τη νεκρολογία κάποιου γνωστού του προτού αυτός πεθάνει.

Απεναντίας, μετά θάνατον, άπαντες είναι όχι απλώς πιο συνεργάσιμοι, αλλά ίσως και ευγνώμονες που ο δικός τους άνθρωπος απολαμβάνει δημόσια αναγνώριση. Ενίοτε, σχολιάζει ο Σόντι, η όλη διαδικασία μπορεί να είναι ακόμη και θεραπευτική για τους πενθούντες, καθώς βρίσκουν έναν άνθρωπο να τους ακούσει με ενδιαφέρον να μιλούν για τον αγαπημένο ή την αγαπημένη που δεν είναι πια μαζί τους.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ. Οχι ότι δεν υπάρχουν και κακοτοπιές. Ενα ηθικό δίλημμα που μοιράζονται όλοι όσοι ασχολούνται με νεκρολογίες είναι εάν η δουλειά τους απευθύνεται στο κοινό ή στην οικογένεια∙ και κατά συνέπεια εάν άκρως προσωπικές λεπτομέρειες, τις οποίες ο πρωταγωνιστής της νεκρολογίας φρόντισε να κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας όσο ήταν εν ζωή, είναι σωστό να δημοσιεύονται μετά θάνατον. Ο Σόντι περιγράφει μια περίπτωση στην οποία ήρθε σε πραγματικά δύσκολη θέση όταν η σύζυγος του θανόντα τον εκλιπαρούσε να αποσιωπήσει την ύπαρξη της ερωμένης του, καθώς και των δύο παιδιών που είχε αποκτήσει μαζί της. Δεν μπόρεσε να της κάνει τη χάρη. Στη συνείδησή του βάρυνε το γεγονός ότι υπήρχε μια δεύτερη οικογένεια που θρηνούσε τον αγαπημένο της.

Σήμερα ο Σόντι δεν ανήκει στο δυναμικό του BBC. Εξακολουθεί όμως από τη θέση τού εξωτερικού συνεργάτη να κάνει αυτό που γνωρίζει καλά, να γράφει για ανθρώπους που έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους στην κοινωνία. «Οι νεκρολογίες μπορεί να είναι υπέροχες ιστορίες, αλλά και σπουδαία μαθήματα ζωής».