Οι συγγραφείς που αρέσκονται να ολοκληρώνουν τα μυθιστορήματά τους ευχαριστώντας τους γονείς τους για την εμπιστοσύνη τους, την ή τον σύζυγό τους για την ενθάρρυνσή τους, τα παιδιά τους για την υπομονή τους, τους φίλους τους για τις συμβουλές τους, τους εκδότες τους για την υποστήριξή τους, ανέρχονται σε χιλιάδες. Πλέον όμως οι ευχαριστίες φαίνεται πως υπερβαίνουν τον κύκλο των φίλων και των συγγενών και επεκτείνονται στη σφαίρα της τεχνολογίας.

Η διάσημη βρετανίδα συγγραφέας Ζέιντι Σμιθ ολοκλήρωσε το τελευταίο της βιβλίο «NW» με μια ιδιότυπη αφιέρωση: αντί για ανθρώπους ευχαρίστησε το Freedom (ελευθερία) και το Selfcontrol (αυτοέλεγχος) ή αλλιώς δύο εφαρμογές που μπλοκάρουν την πρόσβαση στο Internet ή σε επιλεγμένους ιστοτόπους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. «Για τη δημιουργία του χρόνου», έγραψε η συγγραφέας, «που ήταν απαραίτητος για τη συγγραφή του βιβλίου μου», κατανοούμε εμείς. Με απλά λόγια, η Σμιθ επέλεξε να ευχαριστεί αυτές τις δύο εφαρμογές γιατί τη βοήθησαν – ενόσω εκείνη ήταν απασχολημένη με τη συγγραφή του έργου της – να μη χαθεί μέσα στο πλήθος περισπασμών που υπάρχουν στο Διαδίκτυο. Και το παράδοξο που αναδεικνύεται είναι το εξής: οι άνθρωποι καταφεύγουν στο Διαδίκτυο για να μπορέσουν να απαλλαγούν από «τοξικά» αγαθά και υπηρεσίες που αυτό προσφέρει, με αποτέλεσμα η προσπάθεια απεξάρτησης να δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση.

Ομως περισσότερο παράδοξο είναι το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν τη συγκεκριμένη εξάρτησή τους, απλά απέχοντας από το Internet ή έστω διακόπτοντας τη σύνδεση για όσο διάστημα επιθυμούν – όπως ακριβώς κλείνουν την πόρτα του δωματίου τους για να εργαστούν. Και καθώς δεν υπάρχουν (ακόμη) συγγραφείς που να έχουν ευχαριστήσει την πόρτα του γραφείου τους επειδή τους επέτρεψε να εργαστούν απερίσπαστοι, οι αντιδράσεις των συναδέλφων της Ζέιντι Σμιθ υπήρξαν ποικίλες. Κάποιος της πρότεινε να ξεχάσει το Internet και να γράψει το επόμενο μυθιστόρημά της χρησιμοποιώντας μονάχα μια γραφομηχανή και ένα καλό λεξικό. Κάποιος άλλος τη συμβούλεψε να αρχίσει να γράφει τα έργα της στο χέρι, ενώ ένας τρίτος τής θύμισε την περίπτωση του Τζόναθαν Φρέιζεν. Ο αμερικανός συγγραφέας κατά τη διάρκεια της συγγραφής των έργων του, όχι μόνο δεν χανόταν στους ψηφιακούς λαβυρίνθους του Διαδικτύου, αλλά κατέφευγε πολύ συχνά στη χρήση ωτοασπίδων και μιας μαύρης μάσκας με την οποία κάλυπτε τα μάτια του. Ο σκοπός ήταν η επανάκτηση της χαμένης έμπνευσής του. Ποτέ όμως – αναφερόταν σε άρθρο της κυριακάτικης «Κοριέρε ντέλα Σέρα» – δεν ευχαρίστησε ούτε τις ωτοασπίδες του ούτε τη μαύρη μάσκα του.