Έχει γίνει της μόδας να ξανακοιτάζουμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν σαν τα

δίδυμα τέρατα της Ιστορίας του εικοστού αιώνα. Για την Γιουνγκ Τσανγκ και τον

Τζον Χαλιντέι, ο Μάο ήταν μεγαλύτερος τύραννος ακόμη και από αυτούς, όπως

εξηγούν στο βιβλίο που έγραψαν για τον «Μεγάλο Τιμονιέρη» της Κίνας.

Άλλοι συγγραφείς έχουν καταγράψει στο παρελθόν τις ωμότητες που διέπραξε ο

Μάο, αλλά δεν παρέλειψαν να του αναγνωρίσουν πολιτικές και στρατιωτικές

ικανότητες, καθώς και τον ρόλο που έπαιξε οδηγώντας την πιο πολυάνθρωπη χώρα

του κόσμου στον δρόμο του εκσυγχρονισμού. Με την Τσανγκ και τον Χαλιντέι δεν

έχει τέτοια. Αποδίδουν τις περισσότερες στρατιωτικές και πολιτικές νίκες του

Μάο στην τύχη, στην επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης, της Ιαπωνίας και της

Αμερικής στις κινεζικές υποθέσεις την κατάλληλη στιγμή και στην αχαλίνωτη

τρομοκρατία που ασκούσε ο Μάο για να καταπνίγει κάθε αντίθετη φωνή.

Συντρίβει τον μύθο. «Ο Μάο Τσετούνγκ, που για δεκαετίες ασκούσε απόλυτη

εξουσία στη ζωή του ενός τετάρτου του πληθυσμού της Γης, υπήρξε υπεύθυνος για

τον θάνατο 70 εκατομμυρίων ανθρώπων -περισσότερων από όσους έχει σκοτώσει κάθε

άλλος ηγέτης του εικοστού αιώνα». Έτσι αρχίζει το βιβλίο «H άγνωστη ιστορία

του Μάο», μια μνημειώδης βιογραφία που συντρίβει τον μύθο του ηγέτη της

κινεζικής επανάστασης, παρουσιάζοντάς τον χειρότερο τύραννο ακόμη και από τον

Χίτλερ και τον Στάλιν. H Κινέζα συγγραφέας Γιουνγκ Τσανγκ -πρώην ερυθροφρουρός

και εργάτρια μεταλλουργίας που έφυγε στη Βρετανία το 1978 -και ο σύζυγός της,

ο Βρετανός καθηγητής Τζον Χαλιντέι, επί δέκα χρόνια συνέλεγαν μαρτυρίες και

ντοκουμέντα ανέκδοτα που γλίτωσαν από την κινεζική λογοκρισία για να στηρίξουν

τις αποκαλύψεις τους.

Πράκτορες της Μόσχας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, λένε, δεν ιδρύθηκε το

1921, όπως πιστεύεται γενικά, αλλά ένα χρόνο νωρίτερα και δεν ιδρύθηκε από τον

Μάο, αλλά από δύο πράκτορες των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών: έναν Ρώσο

ονόματι Νικόλσκι και τον Ολλανδό Μάρινγκ. Στην πρώτη συνεδρίαση έλαβαν μέρος

δεκατρία άτομα. Κανένα από αυτά δεν ήταν αγρότης και την κεντρική ομιλία την

έβγαλε ο μυστακοφόρος Μάρινγκ, που μίλησε κάμποσες ώρες στα αγγλικά. Εκείνα τα

πρώτα χρόνια, το 94% των οικονομικών πόρων του Κομμουνιστικού Κόμματος της

Κίνας προερχόταν από τη Μόσχα.

«Σκοτώστε – σκοτώστε…». Σε ανέκδοτες επιστολές, η δεύτερη σύζυγος του

Μάο Γιανγκ Καϊχούι -η οποία σκοτώθηκε σε μια πολιτική σύγκρουση το 1930

-θρηνεί για τη βιαιότητα του συζύγου της: «Κουράστηκα πια να τον ακούω να λέει

«σκοτώστε, σκοτώστε, σκοτώστε»». Ακόμη περισσότερο τον φοβούνταν οι στρατιώτες

του λαϊκού στρατού. Το ένα τέταρτο από αυτούς, σύμφωνα με τα ντοκουμέντα,

εσφάγησαν στη διάρκεια της μαοϊκής περιόδου (συνήθως εξοντώνονταν με την

εισαγωγή ενός πυρακτωμένου σίδερου στον πρωκτό). Στη διάρκεια της «μεγάλης

πορείας», ο Μάο δεν πάτησε σχεδόν καθόλου τα πόδια του στο χώμα. Τον

κουβαλούσαν αγρότες πάνω σε ένα φορείο. «Ήμουν ξαπλωμένος σε ένα φορείο και

διάβαζα, διάβαζα πολύ», διηγείται ο ίδιος.

Βόρεια κατά Νότιας Κορέας. Στραμμένος στη Μόσχα, ο Μάο είδε με καλό

μάτι το σύμφωνο μη επίθεσης του 1939 ανάμεσα στους ναζί και τους σοβιετικούς.

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, υποστηρίζουν οι δυο συγγραφείς,

ο Μάο έβαλε τη Βόρεια Κορέα να επιτεθεί στη Νότια. Και ο λόγος που έστειλε

δικά του στρατεύματα στο μέτωπο το 1952 ήταν, από τη μια μεριά για να

ξεμπερδέψει με τους στρατιώτες που ήταν ακόμη πιστοί στον εθνικισμό και από

την άλλη γιατί είχε κάνει συμφωνία με τη Μόσχα: σε αντάλλαγμα για τους

Κινέζους στρατιώτες που θα έπεφταν νεκροί πολεμώντας τους Αμερικανούς, η Ρωσία

θα έδινε στην Κίνα τεχνολογική βοήθεια.

Το 1958 ο Μάο παραδέχτηκε ότι «ο μισός πληθυσμός μπορεί να πεθάνει» εξαιτίας

των έργων που επιβλήθηκαν με το «μεγάλο άλμα προς τα εμπρός». Τα τέσσερα

χρόνια που ακολούθησαν 100 εκατομμύρια αγρότες υποχρεώθηκαν να κατασκευάσουν

φράγματα και κανάλια σε μια έκταση χίλιες φορές όση η διώρυγα του Σουέζ, με

μοναδικά τους εργαλεία την αξίνα και το σφυρί.

Ο επίλογος του βιβλίου καταλήγει: «Το σημερινό κομμουνιστικό καθεστώς

διακηρύσσει πως είναι κληρονόμος του Μάο και διαιωνίζει με υπερηφάνεια τον

μύθο του».