Ο Γιάσερ Αραφάτ θα προτιμούσε να μείνει στην Ιστορία ως ο ηγέτης που

οδήγησε τον λαό του στην ανεξαρτησία και την ειρήνη. Αλλά η Ιστορία τα θέλησε

διαφορετικά. Φεύγει με την απογοήτευση ότι δεν είδε να γεννιέται το

παλαιστινιακό κράτος, για το οποίο τόσο μόχθησε.

Δεκαετία του 1970. Στον Λίβανο, σε στρατόπεδο μαχητών της Οργάνωσης για την

Απελευθέρωση της Παλαιστίνης

Ένδεκα χρόνια νωρίτερα, είχε τη βεβαιότητα πως ακουμπούσε το όνειρο, πως

αρκούσαν έξι χρόνια διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ για να γίνει το όνειρο

πραγματικότητα. Αλλά με το πέρασμα των χρόνων, η ελπίδα χάθηκε. Σήμερα μοιάζει

να ανήκει στην προϊστορία εκείνη η 13η Σεπτεμβρίου του 1993 όταν, στο γρασίδι

του Λευκού Οίκου, μπροστά σε διεθνείς προσωπικότητες, ένας Γιάσερ Αραφάτ όλο

χαμόγελα έσφιγγε το χέρι ενός από τους χειρότερους εχθρούς του, τού τότε

Ισραηλινού πρωθυπουργού Ιτζχάκ Ράμπιν. Οι Συμφωνίες του Όσλο, που είχαν μόλις

υπογραφεί, έβαζαν σε τροχιά λύσης μία από τις παλαιότερες συγκρούσεις του

κόσμου. Για τον Αραφάτ, η ώρα αυτή ήταν ιστορική, η κατάληξη ενός μακρού

αγώνα, η πρώτη πράξη της υλοποίησης του εικονικού κράτους που την ίδρυσή του

είχε ανακοινώσει στις 15 Νοεμβρίου 1988 στο Αλγέρι ενώπιον ενός εξόριστου

παλαιστινιακού Κοινοβουλίου που παραληρούσε από ενθουσιασμό.

«Τρομοκράτες»

Τίποτε ωστόσο την εποχή εκείνη δεν επέτρεπε να πιστεύει κανείς πως το όνειρο

θα γινόταν πραγματικότητα. H Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης

(ΟΑΠ) είχε εκδιωχθεί πριν από έξι χρόνια από τον Λίβανο. Το Ισραήλ, οι ΗΠΑ και

άλλα κράτη τη θεωρούσαν «τρομοκρατική οργάνωση». Το Ισραήλ σκότωνε τους ηγέτες

της. Ο Χαλίλ αλ-Ουαζίρ (Αμπού Τζιχάντ), σύντροφος του Αραφάτ από την πρώτη

στιγμή του αγώνα, είχε δολοφονηθεί λίγους μήνες νωρίτερα στην Τύνιδα. Οι

Παλαιστίνιοι συγκρούονταν μεταξύ τους και η υποστήριξη των Αράβων «αδελφών»

δεν ήταν ούτε ομόφωνη ούτε άνευ όρων.

«Μην ξεχνάτε την Παλαιστίνη», έγραφε με αίμα…

Προσκύνημα στη Μέκκα. Ο Αραφάτ στους ιερούς τόπους της Σαουδικής Αραβίας στις

28 Ιανουαρίου του 1994

Ο ΓΙΑΣΕΡ ΑΡΑΦΑΤ γεννήθηκε στην Αίγυπτο στις 4 Αυγούστου 1929 και μπήκε

στην πολιτική μετά την ίδρυση του Ισραήλ, το 1948. Ανέκαθεν έλεγε πως ήρθε

στον κόσμο στην Ιερουσαλήμ. Μερικοί από τους βιογράφους του δεν αποκλείουν το

ενδεχόμενο αυτό, εκτιμώντας πως ο πατέρας του, ο οποίος καταγόταν από τη Γάζα

αλλά ήταν από το 1927 εγκατεστημένος στο Κάιρο, μπορεί να τον έγραψε στα

μητρώα της αιγυπτιακής πρωτεύουσας για να έχει δωρεάν παιδεία. Εξάλλου η

μητέρα του, η Ζάχουα Αμπού Σαούντ, καταγόταν από την Ιερουσαλήμ. Έκτος από

επτά αδέλφια, ο Μοχάμαντ Αμπντέλ Ραούφ Αραφάτ αλ-Κούντουα αλ-Χουσεϊνί, ο

οποίος σύντομα θα γινόταν γνωστότερος με το όνομα Γιάσερ (ανέμελος), έζησε με

την οικογένειά του στην Αίγυπτο έως τον θάνατο της μητέρας του, το 1933. Στη

συνέχεια έμεινε τέσσερα χρόνια σ’ έναν θείο του στην Ιερουσαλήμ και επέστρεψε

για να σπουδάσει στο Κάιρο.

Στη φυλακή

Πρώτος μέντοράς του στην πολιτική ήταν η οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων,

που κήρυττε τότε τον αγώνα για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Το «φλερτ»

του αυτό τον έκανε να γνωρίσει τις φυλακές του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και να

κερδίσει αργότερα την εύνοια της Σαουδικής Αραβίας, η οποία έδινε στη Φατάχ,

και όχι στην ΟΑΠ, τα κεφάλαια που διέθετε για τον αγώνα κατά του Ισραήλ.

Το 1952, μαζί με τον Σαλάχ Χαλάφ (Αμπού Ιγιάντ), ο Αραφάτ τέθηκε επικεφαλής

της Ένωσης Παλαιστίνων Φοιτητών. Με το αξίωμα αυτό, έναν χρόνο αργότερα,

παρουσίασε στον στρατηγό Νεγκίμπ, τον ισχυρό άνδρα της Αιγύπτου, μία προκήρυξη

πάνω στην οποία ήταν γραμμένες με αίμα οι λέξεις: «Μην ξεχνάτε την

Παλαιστίνη». Αλλά οι αξιωματικοί που πήραν την εξουσία στην Αίγυπτο είχαν

άλλες προτεραιότητες. Το 1957 ο Αραφάτ έφυγε για το Κουβέιτ όπου, ως

διπλωματούχος μηχανικός, προσελήφθη από το υπουργείο Δημοσίων Έργων. Αργότερα

ίδρυσε τη δική του εταιρεία και έγινε, όπως ο ίδιος λέει, «σχεδόν

εκατομμυριούχος». Στο Κουβέιτ γνώρισε επίσης τον πιο στενό σύντροφό του, τον

Αμπού Τζιχάντ, με τον οποίο ίδρυσε τον Οκτώβριο του 1959 μια μικρή παράνομη

στρατιωτική οργάνωση, τη Φατάχ.

H ανεξάρτητη Αλγερία ήταν η πρώτη που αναγνώρισε επίσημα, το 1963, τη Φατάχ.

Τον Ιανουάριο του 1964 ο Νάσερ πρότεινε την ίδρυση μιας επίσημης

παλαιστινιακής οργάνωσης, της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης,

για να πολεμήσει το εβραϊκό κράτος. Ο Άχμαντ Σουκέιρι ορίστηκε αρχηγός της

ΟΑΠ. Ο Αραφάτ χρειάστηκε να περιμένει τέσσερα χρόνια για να αναλάβει την

αρχηγία. Το 1974, η αραβική διάσκεψη κορυφής της Καζαμπλάνκα αναγνώρισε την

ΟΑΠ ως τον μοναδικό εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού. Λίγους μήνες αργότερα,

ο Αραφάτ έπαιρνε τον λόγο ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.

Ο εφιάλτης

H δεκαετία του 1980 ήταν εφιαλτική για τον Αραφάτ: εκδίωξη της ΟΑΠ από τη

Βηρυτό το 1982· σφαγές στα παλαιστινιακά προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και

Σατίλα· έξωση και από την Τρίπολη του Λιβάνου τον επόμενο χρόνο, και μάλιστα

από αδελφούς-εχθρούς, Παλαιστινίους και Σύριους· εξορία στην Τύνιδα, με τους

φενταγίν να διασκορπίζονται στην Τυνησία, την Αλγερία, την Υεμένη, το Σουδάν

και το Ιράκ· εντατικοποίηση της ισραηλινής καταστολής στη Δυτική Όχθη και τη

Γάζα. Μια αχτίνα φωτός πρόβαλε τον Δεκέμβριο του 1987: η παλαιστινιακή

εξέγερση, με τα παιδιά της ιντιφάντα να έχουν για έμβλημα τον Γιάσερ Αραφάτ.

Στηριγμένος σ’ αυτή την εξέγερση, ο Αραφάτ κήρυξε το 1988 την ίδρυση ενός

εικονικού παλαιστινιακού κράτους στη βάση των αποφάσεων 242 και 338 του

Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι οποίες περιλαμβάνουν και την αναγνώριση του

Ισραήλ.

Όταν όμως τον Αύγουστο του 1990 ο Σαντάμ Χουσεΐν κατέλαβε και προσάρτησε το

Κουβέιτ, ο Γιάσερ Αραφάτ δεν τον καταδίκασε και οι συνέπειες ήταν

καταστροφικές για τον ίδιο και την ΟΑΠ. Οι – κυρίως – Άραβες χρηματοδότες τού

έκοψαν τη ροή των κεφαλαίων. Οι ΗΠΑ του γύρισαν την πλάτη. Άρχισε η καραντίνα.

Και μετά την απελευθέρωση του Κουβέιτ, ο Αραφάτ και οι δικοί του αποκλείστηκαν

από την αναζήτηση μιας λύσης στην αραβο-ισραηλινή διένεξη.

Ήξερε να χειραγωγεί φίλους και αντιπάλους

Ο ΓΙΑΣΕΡ ΑΡΑΦΑΤ εμπνέεται από μια ασάλευτη πίστη στο δίκαιο της

υπόθεσης που υπηρετεί και στα δικαιώματα του λαού που εκπροσωπεί. Ήξερε να

εκμεταλλεύεται θαυμάσια κάθε εκδήλωση συμπάθειας, να συνδυάζει ή να εναλλάσσει

τη στρατιωτική δράση με τη διπλωματία, να χειραγωγεί φίλους και αντίπαλους, να

κολακεύει εγωισμούς, να γίνεται οικείος και απόμακρος, να φέρεται ταπεινά ή

αλαζονικά, να μη θεωρεί ποτέ αμελητέα και την παραμικρή εκδήλωση υποστήριξης,

όσο ταπεινή κι αν είναι, να μην κόβει ποτέ οριστικά τις γέφυρες με κανέναν,

γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ύβρις προς το μέλλον.

Το θάρρος του δεν είναι το μικρότερο από τα προσόντα του. Ουδέποτε εγκατέλειψε

δικούς του που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Περιφρονούσε την πολυτέλεια, αλλά

υπολόγιζε τις τιμές, κυρίως αυτές από ξένους αξιωματούχους, γιατί ήταν

ενδείξεις σεβασμού και υποστήριξης στον αγώνα του. Άνθρωπος με απλά γούστα,

ουδέποτε επεδίωξε τον πλουτισμό, αντίθετα από πολλά πρόσωπα του περιβάλλοντός

του, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της Παλαιστινιακής Αρχής το 1994. Όχι πως

περιφρονούσε το χρήμα, αλλά ήταν γι’ αυτόν το μέσο για τον πόλεμο, για να

χρηματοδοτεί τον ένοπλο αγώνα και για να συντηρεί μια πελατεία. Χειραγωγούσε

σχεδόν από ανάγκη, μέσα στη ζούγκλα των αντιστασιακών οργανώσεων, οι οποίες

μερικές φορές συνδέονταν με περισσότερο ή λιγότερο φιλικά ή εχθρικά καθεστώτα.

Ήταν επίσης απολυταρχικός, απαιτώντας να ελέγχει ακόμη και τα μικρότερα

πράγματα. Εργασιομανής, αρκούνταν σε πολύ λίγες ώρες ύπνου. Για λόγους

ασφαλείας μετακινούνταν διαρκώς, χωρίς να νοιάζεται για ανέσεις. Αλλά οφείλει

τη μακροβιότητά του και στην καλή του τύχη, αφού πολλές φορές πέρασε ξυστά από

το θάνατο: το 1982 βγήκε από μια πολυκατοικία της δυτικής Βηρυτού στιγμές πριν

την ισοπεδώσει μια ισραηλινή βόμβα· το 1992 το αεροπλάνο του συνετρίβη στην

έρημο της Λιβύης κι εκείνος γλίτωσε με μερικούς μώλωπες.

Επιμέλεια: Γιώργος Αγγελόπουλος