Βρισκόταν στο Ιράκ ως ανταποκρίτρια μεγάλης τούρκικης εφημερίδας. Όταν την

απήγαγαν αντάρτες, απείλησαν να την αποκεφαλίσουν. H Ζεϊνέπ άντεξε όμως και

απελευθερώθηκε. Από τις εφιαλτικές στιγμές εκείνων των ημερών, η Ζεϊνέπ

θυμάται με μεγαλύτερη φρίκη, όχι τους συχνούς ξυλοδαρμούς, αλλά το ότι οι

αντάρτες της φόρεσαν φαρδύ παλτό και ισλαμική μαντίλα.

Ζεϊνέπ Τουγκρούλ. H νεαρή Τουρκάλα περιέγραψε πώς οι τρομοκράτες της φόρεσαν

φαρδύ παλτό και ισλαμική μαντίλα

Ίσως τα λόγια είχαν σκοπό τους να την καθησυχάσουν, παρότι τα μάτια της

παρέμεναν δεμένα και στην πλάτη της ένιωθε τις κάννες των προτεταμένων όπλων

που την απειλούσαν. Αλλά τη Ζεϊνέπ Τουγκρούλ, μία νεαρή Τουρκάλα δημοσιογράφο

που μόλις είχε πιαστεί όμηρος από αντάρτες στο Βόρειο Ιράκ, τα λόγια αυτά την

πάγωσαν: «Παρακαλώ πρέπει να καταλάβετε, γιατί πρέπει να σιγουρέψουμε ποια

είστε», είπε ο άνδρας που της είχε φανεί τόσο φιλικός στην αρχή, ο άνδρας που

όλοι αποκαλούσαν «εμίρης». «Υπήρχαν πολλοί κατάσκοποι εδώ, και αναγκαστήκαμε

να τους κόψουμε τα κεφάλια».

H Τουγκρούλ, ανταποκρίτρια της ημερήσιας τουρκικής «Σαμπάχ», απελευθερώθηκε

την περασμένη εβδομάδα από Ιρακινούς αντάρτες, αφού πέρασε τέσσερις ημέρες

τρόμου και ελπίδας στα χέρια των απαγωγέων της. Κατά τη διάρκεια αυτών των

τεσσάρων ημερών, η Τουγκρούλ προσπαθούσε να πείσει τους απαγωγείς της να

απελευθερώσουν την ίδια, αλλά και έναν συνάδελφό της που επίσης είχε συλληφθεί

από τους αντάρτες, τον Σκοτ Τέιλορ, εκδότη ενός καναδέζικου περιοδικού

στρατιωτικών θεμάτων.

Τους χώρισαν

H 28χρονη Τουγκρούλ και ο Τέιλορ πέρασαν μαζί το μεγαλύτερο μέρος της

αιχμαλωσίας τους, στις πόλεις του Βόρειου Ιράκ, Ταλ Αφάρ και Μοσούλη, και σε

έρημες παραγκούπολεις ανάμεσα στις δύο αυτές πόλεις. Αφού οι δύο όμηροι

παραδόθηκαν από μία ομάδα ανταρτών σε μία άλλη, χωρίστηκαν στις 11 Σεπτεμβρίου

– ημέρα της ξαφνικής και ανεξήγητης απελευθέρωσης της Ζεϊνέπ. Ο Τέιλορ

απελευθερώθηκε την επόμενη ημέρα.

Από την πρώτη στιγμή της αιχμαλωσίας της, οι αντάρτες ανάγκασαν τη Ζεϊνέπ να

ντυθεί με ένα μακρύ φαρδύ παλτό και έδεσαν μία μαντίλα σφιχτά πάνω από τα

μαλλιά της. Δεν ήθελαν καν να την κοιτάνε με το μακό μπλουζάκι και το

παντελόνι που φορούσε πριν απαχθεί. «Κοίτα πόσο όμορφη είσαι έτσι», της έλεγαν

γλυκά, δείχνοντάς της το μαντιλοφορεμένο είδωλό της στον καθρέφτη. Εκείνη

έκλαιγε. «Δεν ήμουν εγώ», λέει, «έχανα τον εαυτό μου».

Οπουδήποτε κι αν τους πήγαιναν οι αντάρτες, όπως λέει η Ζεϊνέπ, οι άνθρωποι

ήταν γεμάτοι προθυμία να βοηθήσουν οποιονδήποτε θεωρούσαν ότι συμμετείχε στο

αντάρτικο εναντίον των Αμερικανών. Οι απαγωγείς της νεαρής κοπέλας της είπαν

ότι ήταν μέλη της ισλαμικής οργάνωσης Ανσάρ αλ Ισλάμ – οργάνωση που, σύμφωνα

με τις αμερικανικές αρχές, συνδέεται με την Αλ Κάιντα. Οι ίδιοι οι αντάρτες

πάντως, λέει η Ζεϊνέπ, αποκαλούσαν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν και τον Αλ Ζαρκάουι,

«αδέλφια». Μιλούσαν τουρκικά, αλλά ισχυρίστηκαν ότι είναι σουνίτες Άραβες και

όχι Τουρκμάνοι σιίτες του Ιράκ, που αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων στο

Ταλ Αφάρ.

Ο τρόμος

H Ζεϊνέπ ευτυχώς μπορούσε να επικοινωνήσει με τους απαγωγείς της. Και είχε την

ίδια θρησκεία με αυτούς, παρότι οι αντάρτες τη θεωρούσαν υπερβολικά ανεξάρτητη

ώστε να είναι σωστή μουσουλμάνα. Κανένας απ’ αυτούς τους παράγοντες δεν την

έσωσαν από τους επανειλημμένους ξυλοδαρμούς και τις απειλές για αποκεφαλισμό

που έκαναν οι απαγωγείς της.

Όταν κατάλαβε ο ηγέτης των ανταρτών – ο εμίρης -, ότι οι δύο δημοσιογράφοι δεν

ήταν κατάσκοποι, υποσχέθηκε ότι θα τους απελευθερώσει. Πέθανε όμως εκείνη τη

νύχτα κατά τη διάρκεια του αμερικανικού βομβαρδισμού του Ταλ Αφάρ. Ως

αποτέλεσμα, οι όμηροι πέρασαν στα χέρια άλλης ομάδας ανταρτών, Αράβων που δεν

ήξεραν τουρκικά.

Τότε οι δύο δημοσιογράφοι φοβήθηκαν πραγματικά ότι είχε έρθει το τέλος. H

Τουγκρούλ προσπάθησε απελπισμένα να θυμηθεί το σωστό τελετουργικό για τις

ισλαμικές προσευχές – κάτι που είχε μάθει στο Δημοτικό. Ένας Τούρκος οδηγός

φορτηγού που είχε πιαστεί όμηρος από Ιρακινούς αντάρτες και μετά είχε

απελευθερωθεί, αυτό της είχε πει, σε συνέντευξη που της είχε δώσει.

«Προσευχήθηκα. Τουλάχιστον έτσι κέρδιζα χρόνο». Έτσι έκανε και η Ζεϊνέπ.

Άγνωστο εάν αυτό τη βοήθησε. Γεγονός είναι πάντως, ότι, την επόμενη ημέρα, οι

αντάρτες απελευθέρωσαν τη Ζεϊνέπ. Προηγουμένως την είχαν ξυλοκοπήσει άγρια,

κατηγορώντας την ότι ήταν κατάσκοπος των Αμερικανών. Εκείνη το αρνούνταν

οργισμένα. Επιστρέφοντας σπίτι της στην Άγκυρα, η Ζεϊνέπ έμαθε ότι μία ομάδα

ανταρτών που συνδεόταν με τον Ζαρκάουι είχε μόλις αποκεφαλίσει έναν Τούρκο

όμηρο, οδηγό φορτηγού.