Σε σχέση με τον Γουστάβο του Μπουρούντι, ο κροκόδειλος που κατασπάραξε τις

προάλλες έναν 22χρονο νεαρό σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Βόρειας

Αυστραλίας, μοιάζει με άκακο ζωάκι. Ο Γουστάβος δεν είναι κροκόδειλος. Είναι

ένας θρύλος αντάξιος εκείνου που «κατοικεί» στα βάθη της λίμνης Λοχ Νες.

Πολύ μεγαλύτερος από ένα κροκοδειλάκι, ο Γουστάβος έχει γίνει θρύλος. Κάτω ο

Πατρίς Φε προσπαθεί εδώ και χρόνια να τον αιχμαλωτίσει

Στις όχθες του ποταμού Ρουζίζι, στο Μπουρούντι, υπάρχει ένας τεράστιος

περιφραγμένος χώρος. Στο κέντρο, βρίσκεται μια επίσης πελώρια πισίνα. Είναι

άδεια, όμως. Οι αρχές της χώρας θέλουν να μεταφέρουν κάποια στιγμή εκεί τον

Γουστάβο και να προσελκύσουν έτσι επισκέπτες, τουρίστες, από κάθε σημείο της

Γης. Πρώτα, όμως, πρέπει να τον πιάσουν. Και αυτό δεν είναι απλή υπόθεση.

Πέντε χρόνια προσπαθεί ο Γάλλος περιβαλλοντολόγος Πατρίς Φε. Μάταια. Εκτός από

μοχθηρός, ο Γουστάβος είναι και πανούργος. Επιπλέον, και σε αντίθεση με το

τέρας του Λοχ Νες, είναι αληθινός.

Οι ιστορίες. Παρ’ όλο που οι μεγαλύτεροι κροκόδειλοι του Νείλου – είδος

στο οποίο ανήκει κατά πάσα πιθανότητα και ο εν λόγω κροκόδειλος – μόλις που

ξεπερνούν σε μήκος τα έξι μέτρα, ο Γουστάβος φθάνει, σύμφωνα με ανθρώπους που

τον έχουν δει και έζησαν για να αφηγηθούν την ιστορία, τα δώδεκα μέτρα. Λένε

πως καταβροχθίζει τον έναν ψαρά μετά τον άλλον, τον έναν κολυμβητή μετά τον

άλλον. Ουδείς σώφρων άνθρωπος τολμά πλέον να πλησιάσει τις όχθες του Ρουζίζι,

ούτε και τις βόρειες όχθες της λίμνης Ταγκανίκα, όπου εκβάλλει ο ποταμός. Λένε

πως στη διάρκεια μιας και μοναδικής επιδρομής του, ο Γουστάβος έφαγε

περισσότερους από δώδεκα ανθρώπους και πάλι δεν ικανοποιήθηκε: συνέχισε να

δείχνει πεινασμένος. Ο Τζον Τορνμπιάρναρσον, βέβαια, από τον Σύλλογο

Προστασίας της Άγριας Ζωής, στην Νέα Υόρκη, αμφισβητεί τους ισχυρισμούς των

ντόπιων.

Είναι συνηθισμένο, λέει ο Αμερικανός ειδικός, να υπερβάλλουν οι άνθρωποι όσον

αφορά το μέγεθος ενός μεγάλου κροκόδειλου. Ο φόβος τούς κάνει να τον βλέπουν

ακόμα μεγαλύτερο, ακόμα πιο τρομακτικό. Και μπορεί οι κροκόδειλοι του Νείλου

να συμπεριλαμβάνονται πράγματι στα δύο (από τα 23 συνολικά) είδη κροκοδείλων

και αλιγατόρων που τρώνε ανθρώπους, «είναι όμως εύκολο να κατηγορεί κανείς

έναν κροκόδειλο για ανθρώπους που πνίγονται ή εξαφανίζονται».

Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο Τορνμπιάρναρσον δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα

όσα έχει δει ο Γάλλος Φε με τα μάτια του τα τελευταία πέντε χρόνια. Έχει δει

στα σαγόνια του Γουστάβου τρεις διαφορετικούς ανθρώπους. «Όταν ψαρεύεις»,

λέει, «έρχεται και χτυπά το νερό με την ουρά του δημιουργώντας ένα κύμα. Αν

χάσεις την ισορροπία σου και πέσεις, σε σκοτώνει».

Και τι δεν έχει δοκιμάσει ο Φε – με την υποστήριξη της κυβέρνησης του

Μπουρούντι – για να τον πιάσει. Μια φορά, έβαλε ως δόλωμα μέσα σε ένα μεγάλο

μεταλλικό κλουβί μία ζωντανή κατσίκα. Χρειάστηκαν δέκα άνδρες για να

μεταφέρουν το κλουβί στο νερό. Ο Γουστάβος, όμως, φρόντισε να κρατήσει

αποστάσεις ασφαλείας από τον «μεζέ». Έκανε μια βόλτα κι έπειτα αναχώρησε

επιδεικτικά προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο Φε έχει επίσης δοκιμάσει θηλιές και

διάφορες άλλες παγίδες, κατάφερε ωστόσο να πιάσει μόνο άλλους, μικρότερους

κροκόδειλους. Ο Γουστάβος περιφρόνησε ακόμα και μια νεκρή αγελάδα.

«Νομίζουν πως είμαι τρελός»

Ο Φε έχει προσκαλέσει κατά καιρούς στο Μπουρούντι ανθρώπους από διάφορους

ξένους τηλεοπτικούς σταθμούς, προκειμένου να παρακολουθήσουν το κυνήγι του.

Ουδείς όμως κατάφερε να αποτυπώσει στην κάμερα το ανθρωποφάγο ερπετό. «Πολλοί

νομίζουν πως είμαι τρελός που επιμένω», ομολογεί ο Φε. Τα χρήματα που του

δίνει η κυβέρνηση του Μπουρούντι δεν είναι αρκετά, και ο Γάλλος

περιβαλλοντολόγος, ο οποίος ζει στη χώρα εδώ και είκοσι χρόνια, τα βγάζει πέρα

ασχολούμενος με το εμπόριο εξωτικών φιδιών. Γνωρίζει ότι ο Γουστάβος πόρρω

απέχει από το να είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος του Μπουρούντι. Οι αντάρτες

κυκλώνουν τακτικά την πρωτεύουσα, Μπουζουμπούρα, πραγματοποιώντας αιματηρές

επιδρομές, και τα ελώδη κουνούπια τσιμπούν εδώ με μία αγριότητα που συναντά

κανείς σε λίγα μέρη. Για αυτά, όμως, ο Φε λίγα μπορεί να κάνει.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Κίττυ Ξενάκη