ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΟ Ισραήλ το 1972. Πώς κυλά λοιπόν η ζωή στο Ισραήλ για τη δική μου

γενιά; Πώς κυλά η μέρα για τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους που βρίσκονται

σήμερα, περισσότερο από ποτέ, στη ραγισμένη καρδιά τής ισραηλινοπαλαιστινιακής

διαμάχης; Μπορεί να ακουστεί παράδοξο, αλλά η ημερομηνία και ο τόπος της

γέννησής μου είναι και οι λόγοι για τους οποίους αδυνατώ να απαντήσω σε αυτά

τα ερωτήματα. Τίποτα δεν είναι πια ξεκάθαρο σε τούτα τα μέρη. Η κατάσταση

είναι τόσο πολύπλοκη, αποκαρδιωτική και γεμάτη αντιφάσεις που οτιδήποτε κι αν

πω θα είναι σωστό. Και λάθος. Κανένας υπεύθυνος πολιτικός, κανένας νηφάλιος

δημοσιογράφος, κανένας απλός άνθρωπος δεν έχει μια ρεαλιστική πρόταση για να

δοθεί τέλος σε αυτή τη διαμάχη. Οι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν απαντήσεις σε

βασανιστικά ερωτήματα και καταλήγουν πάλι να αναρωτιούνται: είμαι ο στρατιώτης

που αστυνομεύει το οδόφραγμα κοντά στην παλαιστινιακή πόλη Τουλκαρέμ και

τραυματίζει έναν πεντάχρονο Παλαιστίνιο; Ή ο Ισραηλινός πεντάχρονος που

τραυματίζεται σε μία τρομοκρατική επίθεση σε πιτσαρία της Ιερουσαλήμ;

Οι πλατείες της πόλης είναι άδειες. Διότι η γενιά μου πάσχει από κατάθλιψη:

όπως τα δάχτυλα μου όταν μου ζητούν να γράψω γι’ αυτά, έτσι και η γενιά μου

έχει παραλύσει.

Η δική μου γενιά θα μπορούσε να είναι σαν τη νέα γενιά σε οποιοδήποτε άλλο

μέρος. Είχε μία απέραντη επιθυμία να είναι φυσιολογική, να ζήσει τη ζωή της.

Όχι να δώσει το παράδειγμα, όχι να είναι η προσωποποίηση του ήθους, απλώς να

είναι. Έχουμε όλοι τις ζωές μας, τις εύθραυστες ζωές μας. Και τις ζούμε

γνωρίζοντας ότι σε κάθε στάση λεωφορείου μπορεί να περιμένει κάποιος πρόθυμος

να πεθάνει αρκεί να πεθάνουμε μαζί του.

Γνωρίζοντας ότι γι’ αυτόν τον άνθρωπο ο θάνατος αξίζει περισσότερο από τη ζωή,

αρκεί να αφαιρέσει και τη δική μας ζωή. Και προχωράμε, υποπτευόμενοι ότι κάθε

walkman μπορεί να είναι μια βόμβα και ότι ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα μας

μπορεί να είναι ένας τρομοκράτης καμικάζι. Και φοβόμαστε, τόσο που ανοίγουμε

στη διαπασών τα δικά μας walkman μέχρι να κατεβούμε από το λεωφορείο.

Έχουμε το ταλέντο που αναπτύξαμε ζώντας σε αυτή τη χώρα ­ να αποφεύγουμε, να

καταστέλλουμε, να αποστασιοποιούμαστε από τον εαυτό μας. Οι γονείς μας ήταν

ανέκαθεν τόσο πολιτικοποιημένοι, ανεξάρτητα από το αν ανήκαν στη Δεξιά ή στην

Αριστερά. Όταν ερχόταν η ώρα των ειδήσεων, ανέβαζαν τον ήχο της τηλεόρασης.

Εμείς την κλείνουμε ή, νιώθοντας ενοχές, περιμένουμε να τελειώσουν.

Δεν είναι ότι είμαστε αδιάφοροι ­ εμείς, αδιάφοροι; ­ στον πόνο, στη δυστυχία,

στις απώλειες, τόσο Ισραηλινών όσο και Παλαιστινίων.

Αλλά κάνουμε ζάπινγκ. Προτιμούμε το κανάλι με το «Ποιος θέλει να γίνει

εκατομμυριούχος» ή το MTV Europe. Και τρώμε και πίνουμε και βγαίνουμε έξω και

χορεύουμε. Και τρώμε τα νύχια μας και τρίζουμε τα δόντια μας ενόσω κοιμόμαστε.

Πεθαίνουμε σήμερα από φόβο μήπως πεθάνουμε αύριο.

Η Dorit Rabinyan είναι συγγραφέας και ζει στο Τελ Αβίβ.