… τώρα με την αποκάλυψη ότι ο Τζωρτζ Όργουελ ήταν ένας φτηνός καταδότης; Ο

δημιουργός του Μεγάλου Αδελφού («1984») ν’ αποδεικνύεται Μεγάλος Αδελφός ο

ίδιος! Και να ‘χει καρφώσει ασύστολα δεκάδες φίλους και γνωστούς του ­ ως

«σοβιετόφιλους» ­ στις μυστικές υπηρεσίες… Να χαρούν οι αριστεροί; Μα, για

δικό τους τον είχαν. Για «προοδευτικό» ­ που, έστω, μισούσε τον Στάλιν. Οι

δεξιοί; Μα αφού τη δουλειά τους έκανε… Και έτσι, μόνο μια λύπη μένει, όχι

χαρά, για τον φτωχοδιάβολο Όργουελ, τον μάστορα της αφήγησης που στάθηκε

αδύνατος εκεί που έπρεπε να μην είναι. Για το κοφτερό μυαλό, που ήταν ­ όπως

συμβαίνει κάποτε (και) με τους διανοούμενους ­ λιγότερο ευθύ και ασυμβίβαστο

απ’ ό,τι έδειχναν τα έργα του.

… του Τόνυ Μπλαιρ, ένας από τους επικίνδυνους «συνοδοιπόρους» του

κομμουνισμού που ο Όργουελ είχε κατονομάσει στο Τμήμα Ελέγχου Πληροφοριών του

Φόρεϊν Όφις ήταν ο προσφιλής του καθηγητής στην Οξφόρδη, Τζων Μακμάρεϋ. «Φυλάω

όλα τα βιβλία του», είπε ο Μπλαιρ. Ο Μακμάρεϋ υπήρξε ο πρώτος γκουρού του

σημερινού πρωθυπουργού. Ιδιότυπος Χριστιανο-σοσιαλιστής, ο καθηγητής ασκούσε

κριτική στην ελεύθερη αγορά αλλά και στην ελευθερία των ηθών. Πού να φανταστεί

­ γράφουν οι «Τάιμς» ­ ότι ο μαθητής του θα προωθούσε σήμερα τις

ιδιωτικοποιήσεις. Ή τη νομιμοποίηση των ομοφυλοφιλικών σχέσεων από την ηλικία

των 16 ετών ­ με την υποστήριξη φυσικά και του «έκλυτου» υπουργού Πολιτισμού,

Κρις Σμιθ.

… έχει πάντως εκσυγχρονίσει τις θεωρητικές του αναζητήσεις. Ο μέγας σαμάνος

του είναι σήμερα ο «μεταμαρξιστής» Άντονυ Γκίντενς, διευθυντής του Λόντον

Σκουλ οβ Εκονόμικς. Ο Γκίντενς είναι θεωρητικός της «ύστερης νεωτερικότητας»

(late modernity): Είμαστε στο τέλος του μοντερνισμού, λέει, και πρέπει

εγκαίρως να βάλουμε στη ζωή μας στοιχεία και από Αυτό που έρχεται. (Μόνο που

αγνοούμε τι θα είναι). Ο Γκίντενς υπήρξε και ο κύριος εισηγητής του «Τρίτου

Δρόμου» για την αριστερά (Κλίντον – Μπλαιρ). Δύο ακόμη πρόσωπα που ο Μπλαιρ

βλέπει πολύ τακτικά ­ μάλλον φίλοι όμως παρά γκουρού ­ είναι ο πρώην

διευθυντής του Ήτον, Έρικ Άντερσον, σήμερα κοσμήτορας στην Οξφόρδη, και ο

λόρδος Τζένκινς, που ­ λόγω και ηλικίας ­ γίνεται όλο και πιο συντηρητικός.

… από την ερχόμενη Παρασκευή στους ευρωπαϊκούς κινηματογράφους του «Κερτ και

Κώρτνυ» του Νικ Μπρούμφηλντ ­ μετά από μακρά δικαστική αντιδικία του με την

απογειωμένη τραγουδίστρια/ηθοποιό Κώρτνυ Λαβ ­ θέτει ένα θέμα δεοντολογίας. Αν

δικαιούται δηλαδή ένας δημιουργός να χρησιμοποιεί την προσωπική πρόκληση για

να κερδίσει εντυπώσεις ­ και εισπράξεις. Ο Μπ., επικαιρίστας πολυσυζητημένος

για τα πορτραίτα του της Θάτσερ και του Νοτιοαφρικανού ρατσιστή Τερ-Μπλανς,

αφηγείται τώρα ­ με τη συνδρομή και μαρτύρων ­ τη ζωή και την αυτοκτονία

(1994) του άστρου των «Νιρβάνα» Κερτ Κομπαίην στη σκιά της Κώρτνυ. Ο Μπ.

υπαινίσσεται ότι υπάρχει και δική της ενοχή. «Αν δεν τον σκότωσαν, τον έβαλαν

να σκοτωθεί», λέει στην κάμερα η πρώην νταντά της κόρης τους. Ένας ναρκομανής

λέει ότι κάποιοι τον χρυσοπλήρωναν για να κάνει τον φόνο. Ο Μπ. εμφανίζεται

και ο ίδιος στο φιλμ να κεντρίζει τους μάρτυρες και να βρίζει την Κώρτνυ

καταγράφοντας ανελέητα τις αντιδράσεις της. «Είμαι οπαδός της Νέας

Δημοσιογραφίας ­ εξήγησε. ­ Θεωρώ άξιο καταγραφής όχι μόνο το περιεχόμενο μιας

συνέντευξης αλλά και τις συνθήκες που επικράτησαν στη διάρκειά της».