Φιλόσοφος διεθνούς φήμης, πολυγραφότατος συγγραφέας (το τελευταίο βιβλίο του

είχε τίτλο «Αυτοβιογραφικές Σημειώσεις» και κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάρτιο

στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Νεφέλη») και επίτιμος διδάκτωρ της Σχολής

Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Πάτρας, ο Κώστας

Αξελός είναι εγκατεστημένος από το 1945 στο Παρίσι. «ΤΑ ΝΕΑ» έχουν την τιμή να

φιλοξενούν σήμερα ένα ανέκδοτο στην Ελλάδα κείμενό του, που γράφτηκε τον Μάη

του ’68 και αφορά την αναταραχή στη Γαλλία. Με αυτό το άρθρο (μεταφρασμένο στα

ελληνικά από τον Γιώργο Αγγελόπουλο) αρχίζει η εβδομάδα που είναι αφιερωμένη

στον «Μάη των Ελλήνων».


«Μια νεολαία που ανησυχεί πολύ για το μέλλον». (Όλες οι αφίσες από τον

Μάη του ’68 που δημοσιεύονται σήμερα περιλαμβάνονται σε λεύκωμα των εκδόσεων

«Εργατική Δημοκρατία»)

ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ του Μάη του 1968, στο Παρίσι και στη Γαλλία, συναντήθηκαν κατά

κάποιον ­ ειδικό ­ τρόπο το φοιτητικό κίνημα και το εργατικό κίνημα. Ο

«σκοπός» ­ εξυπακουόμενος ή ρητός του πρώτου, η κατευθυντήρια ουτοπία του ­

ήταν η επαναστικοποίηση του πανεπιστημίου και της κοινωνίας, η εγκαθίδρυση του

σοσιαλισμού των συμβουλίων, της αυτοδιαχείρισης. Ο δηλωμένος ­ και ρεαλιστικός

­ σκοπός του δευτέρου έγκειτο σε οικονομικές και χρηματικές διεκδικήσεις με

στόχο την καλύτερη πρόσβαση στον πολιτισμό της ευημερίας, στην προοδευμένη

βιομηχανική κοινωνία (με ταυτόχρονη αμφισβήτησή της). Και στις δύο πλευρές

ένας μοντερνισμός ­ λίγο πολύ ριζοσπαστικός και γενικευμένος ­ πάλευε εναντίον

ενός αρχαϊσμού που στηριζόταν στην εξουσία. Η εξαθλίωση της παιδείας ­ μεταξύ

άλλων η κατάφωρη μετριότητά της ­ ήταν και είναι τέτοια που απαιτούσε και

απαιτεί ένα πρόγραμμα που να στοχεύει ταυτόχρονα το περιεχόμενο και τις δομές

της παιδείας, η οποία εξακολουθεί να συμβαδίζει με την υπερσχολαστικότητα και

τη μετριότητα. Επιπλέον, οι νέοι, σύμμαχοι μιας ορισμένης διανόησης, φαίνονταν

να αμφισβητούν τις αξίες της βιομηχανικής κοινωνίας της μικροαστικά

γενικευμένης ευημερίας, θέλοντας ­ κάπως αόριστα ­ να υπερβούν την ευημερία. Η

αθλιότητα της υφιστάμενης κατάστασης των πραγμάτων μέσα στην εξελιγμένη

δυτικοευρωπαϊκή κοινωνία, τη λεγόμενη κοινωνία της αφθονίας, απαιτεί μιαν

επανάσταση ή μια μεταρρύθμιση; Αυτό ακριβώς είναι που οι εργάτες δεν ήξεραν

και εξακολουθούν να μην ξέρουν. Η εργατοκρατία διακηρυσσόταν κυρίως από τους

φοιτητές, αφού οι ίδιοι οι εργάτες δεν κατάφερναν να δουν ξεκάθαρα μέσα στον

οικονομισμό. Σε κάθε περίπτωση, ένας από τους κυρίαρχους αστερισμούς των

ημερών του Μαΐου του ’68 βρισκόταν στη σύζευξη της πάλης των ηλικιακών τάξεων

και της πάλης των τάξεων. Υπήρξε άραγε κάτι περισσότερο από την αμφισβήτηση

του δάσκαλου, του πανεπιστημιακού θεσμού, του ενηλίκου, του αφεντικού; Στους

φοιτητές φαίνεται πως ναι. Ποια ήσαν όμως τα όρια στο κίνημα αμφισβήτησης; Δεν

ήσαν ο ίδιος ο ορίζοντας της σύγχρονης κοινωνίας που εμπεριέχει και τις

κρίσεις της ανάπτυξής της, αν και ορισμένες δονήσεις ­ πολλών ειδών ­ θα

μπορούσαν να την κάνουν να μοιάζει ετοιμοθάνατη;


«Το αφεντικό σε έχει ανάγκη. Εσύ δεν το έχεις»

Ας στραφούμε μια στιγμή προς το αποφασιστικό φως του ιστορικού γίγνεσθαι που

αποφασίζει για την τύχη μας. Ο Χέγκελ, το γνωρίζουμε, βλέπει το τέλος της

ιστορίας, καθώς η κοινωνία των πολιτών και το Κράτος αποτελούν τις ύστατες

μορφές της, με ήδη δεδομένο περιεχόμενο. Αυτό το τέλος της ιστορίας αρχίζει να

ολοκληρώνεται στους προηγμένους λαούς και στη συνέχεια θα το δοκιμάσουν και οι

υπανάπτυκτοι λαοί. Πρέπει να είναι φανερό ότι αυτό το τέλος προόρισται να

διαρκέσει. (Μέχρι πότε;) Ο Μαρξ ζητεί την κατάργηση της χωριστής κοινωνίας των

πολιτών, δηλαδή τη συγχώνευσή της με την οικονομική κοινωνία και τη γενίκευσή

της. Επιπλέον της κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ζητεί κατά διαστήματα

­ κυρίως στη νεότητά του και χωρίς ποτέ να εξηγήσει αυτό το τόσο σημαντικό

σημείο ­ την κατάργηση τής (γραφειοκρατικής) ιεραρχίας. Στην πραγματικότητα

γίνεται ο προφήτης των βιομηχανικά καθυστερημένων χωρών που οδεύουν προς τον

εκσυγχρονισμό τους. Ο Νίτσε σκέπτεται το μηδενισμό που υποφώσκει σε ολόκληρη

τη σύγχρονη και μελλοντική ιστορία, την απουσία σκοπού, απάντησης στην ερώτηση

γιατί; που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που ξεκινούν να κυριαρχήσουν στη Γη.

Διαβλέπει τη βασιλεία των τελευταίων ανθρώπων, που επινόησαν την ευτυχία και

δεν έχουν πια αστέρι. Ο Φρόυντ ασχολείται με την κρίση του πολιτισμού, όπου οι

δύο θεμελιώδεις κινητήριες δυνάμεις ­ του έρωτα και του θανάτου ­

καταπιέζονται και όπου ασφυκτιούν οι ζωντανές δυνάμεις. Απηχώντας αυτούς τους

τέσσερις μεγάλους, ένας «σκεπτόμενος» κοινωνιολόγος ­ ο Μαρκούζε ­ βλέπει τη

σοσιαλιστική επανάσταση σταματημένη στις βιομηχανικά προηγμένες χώρες, μη

πραγματοποιημένη στις χώρες που αναφέρονται σ’ αυτήν, και πιστεύει λιγότερο

στο βιομηχανικό προλεταριάτο ως φορέα του επαναστατικού κινήματος απ’ ό,τι

στους περιθωριακούς που είναι ανικανοποίητοι από το σύστημα: λαούς υπό

αποικιοκρατία, μαύρους, νέους κ.λπ.

Είναι αρκετά σαφές ότι διερχόμαστε μια κρίση πολιτισμού ­ στην Ανατολή και στη

Δύση ­, μια κρίση του αστικού και καπιταλιστικού πολιτισμού, του μικροαστικού

και του αποκαλούμενου σοσιαλιστικού. Λείπει ακριβώς ο σκοπός, απουσιάζει η

απάντηση στην ερώτηση γιατί; Αρνείται κανείς τα κόμματα, αν όχι το σύνολο

αυτής της διχασμένης κοινωνίας, χωρίς ωστόσο να ξέρει τι αντιτάσσει σ’ αυτό

που αρνείται. Οι αρνήσεις και οι εξεγέρσεις ­ που εμφανίζονται σαφώς στα

αυθόρμητα επαναστατικά κινήματα που ξεπερνούν τα πλαίσια ­ δεν καταφέρνουν να

φτάσουν σε μια οργάνωση που να διαθέτει προσανατολισμό, στρατηγική και

τακτική. Μπροστά ­ ή μάλλον μέσα ­ σ’ αυτήν την κατάσταση, δημιουργούνται

απαιτήσεις που αλληλοσυμπληρώνονται. Απαιτήσεις συγκεκριμένες, που δεν

ξεφεύγουν όμως από το αφηρημένο, απαιτήσεις πραγματικές και ωστόσο μη

απαλλαγμένες από μυθολογία. Ποιες είναι αυτές οι απαιτήσεις;

1. Η οικονομική απαίτηση για μια ριζική κοινωνικοποίηση της παραγωγής και του

σχεδιασμού της.

2. Η πολιτική απαίτηση για ένα δημοκρατικό έλεγχο όλων των μηχανισμών, μια

ευρεία αυτοδιαχείριση της κοινωνίας.

3. Η ζωτική απαίτηση για τη μεγαλύτερη δυνατή απελευθέρωση των δυνάμεων της

ζωής, από τη σεξουαλικότητα ως το σύνολο των εκδηλώσεων της ανθρώπινης ζωής

(ατομικής και γενικής).

4. Η θεωρητική απαίτηση για μια σκέψη όσο το δυνατόν πιο νέα, μια σκέψη

κριτική και παραγωγική.

5. Η πολιτιστική απαίτηση με στόχο, πέρα από το θάνατο του έργου τέχνης, το

γενικευμένο παιγνίδι, την απελευθέρωση του φαντασιακού (και αυτό πεπερασμένο),

το ξεπέρασμα της κυριαρχίας της αναπαράστασης.


«Όχι στο ταξικό Πανεπιστήμιο. Για μια εκπαίδευση στην υπηρεσία του λαού»

Πώς οι απαιτήσεις αυτές μπορούν άραγε να ικανοποιηθούν, αν πρέπει να

ικανοποιηθούν, με μείγματα και συμβιβασμούς;

1. Αναφερόμαστε κατ’ αρχάς στην προοπτική της πλήρους και διαρκούς

επανάστασης. Η επανάσταση αυτή είναι ωστόσο δυνατή; Σε πλανητική κλίμακα; Οι

τεχνικά προηγμένες χώρες εξακολουθούν άραγε να μπορούν να φέρουν εις πέρας μια

επανάσταση ­ μετά τη Γαλλική Επανάσταση ­ και οι τεχνολογικά καθυστερημένες

χώρες δεν κάνουν άραγε την επανάστασή τους για να συμμετάσχουν ­ με έναν

καπιταλο-σοσιαλιστικό τρόπο ­ στη σύγχρονη εποχή και τις κατακτήσεις της; Η

επανάσταση ­ η ριζική αλλαγή της υφιστάμενης κατάστασης των πραγμάτων: από την

οικονομία ως το στυλ της ζωής και ως το φαντασιακό ­ μπορεί άραγε να

εξακολουθεί να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη στις καπιταλιστικές ή τις

σοσιαλιστικές χώρες, και στον ίδιο τον τρίτο κόσμο δεν συνιστά άραγε

προσπάθεια να προφτάσει τους δύο κόσμους που προηγούνται και που τείνουν να

αναμειχθούν; Μπορεί βέβαια να υπάρχουν στον λεγόμενο προηγμένο κόσμο μικρά

επαναστατικά κινήματα. Θα καταλήξουν ωστόσο σε επαναστάσεις;

2. Διαφορετικά επαναστατικά κινήματα μπορούν να καταλήξουν σε επαναστατικές

μεταρρυθμίσεις γιατί τα πάντα έχουν ανάγκη να μεταρρυθμίζονται διαρκώς.

Επαναστατική μεταρρύθμιση δεν σημαίνει ωστόσο ακόμη επανάσταση. Με άλλα λόγια,

η μεταβολή που απαιτεί και την οποία μπορεί, σε ένα ορισμένο πλαίσιο, να

προκαλέσει, έχει να κάνει περισσότερο με την εξέλιξη απ’ ό,τι με την

επανάσταση. Ακόμη και οι δομικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι ταυτόσημες με μια

επανάσταση. Ανάμεσα στην επιθυμία για μια διαρκή και πλήρη επανάσταση, μια

ανατροπή του αφόρητου, μη ικανοποιητικού και ασφυκτικού κυρίαρχου συστήματος,

και στην πραγμάτωσή της υπάρχει μία άβυσσος. Αλλοτριωμένοι είμαστε όλοι· πώς

να υπερβούμε την αλλοτρίωσή μας, αν ένας ορισμένος τύπος

καπιταλο-σοσιαλιστικής κοινωνίας (του Κράτους) ­ που μπορεί να υποστεί

μεταρρυθμίσεις ­, μια τεχνικοεπιστημονικά προηγμένη κοινωνία παραγωγής και

κατανάλωσης είναι το κυρίαρχο μόρφωμα για το σήμερα, για το αύριο και για το

μεθαύριο ολόκληρου του πλανήτη;

3. Αυτό που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να επιτύχει είναι οι μικρές

μεταρρυθμίσεις που καταλήγουν σε μια επαναφορά της τάξης, στη διατήρηση του

συστήματος. Το ξέσπασμα ­ από καιρό σε καιρό ­ μικρών εξεγέρσεων τοπικά

σημαντικών και ιστορικά και παγκοσμίως ασημάντων. Αυτές οι μικρές

μεταρρυθμίσεις ­ στον ύψιστο βαθμό επιθυμητές και απαραίτητες ­ δεν πρέπει να

περιφρονούνται· ωστόσο, έστω κι αν δίνει κανείς τη ζωή του γι’ αυτές,

παραμένουν μικρές.

Τις μέρες του Μάη του 1968, στη Γαλλία και ειδικά στο Παρίσι, όλα αυτά

γίνονται ιδιαίτερα ορατά για όλους αυτούς ­ τους ελάχιστους ­ που τολμούν να

δουν. Το φοιτητικό κίνημα επέδειξε σαφή απουσία μιας πιο κατευθυντήριας και

πιο ψύχραιμης σκέψης, απουσία σχεδίου. Ικανοποιημένο μέσα στην αφηρημένη

άρνηση, δεν ήξερε διόλου τι συγκεκριμένα ήθελε. Όλες οι ιδεολογίες ­ από τον

καπιταλισμό ως τον αναρχισμό ­ έδειξαν την επιμονή τους και ακόμη περισσότερο

την αποτυχία τους, που προοριζόταν να διαρκέσει. Ζωντανοί σκελετοί, κουρέλια

που επιβίωσαν των νεκρών. Ακόμη και το επίπεδο των συζητήσεων μεταξύ των

φοιτητών έμεινε χαμηλό, συγκεχυμένο, βερμπαλιστικό. Σκέψη και ποίηση ήταν

απούσες· η δράση ήταν θολή. Η διάθεση για παιγνίδι δεν υπήρξε αρκετά πλατιά

και καυστική. Ήταν μίμηση. Ήταν σαν μια νέα μετριότητα να ήθελε να

αντικαταστήσει την παλιά. Μπορεί κανείς, αναμφίβολα, να θυσιάσει τη ζωή ή τα

μάτια του στα οδοφράγματα, αλλά χιλιάδες τραυματίες ή νεκροί δεν αρκούν για να

μετατρέψουν ένα ανέκδοτο σε ιστορία. Η ανθρώπινη ζωή, που εδώ και αρκετό καιρό

είναι χωρίς «αξία», μπορεί εύκολα να θυσιαστεί. Όσο για το εργατικό κίνημα,

ήξερε τι ήθελε και δεν ήθελε παρά αυτό που γνώριζε: χειροπιαστές υλικές

διεκδικήσεις. Υπό την καθοδήγηση του ΚΚ και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών

(CGT), η ρεφορμιστική δράση των οποίων ικανοποιεί μεγάλα εργατικά στρώματα,

ενώ ο ημιεπαναστατικός βερμπαλισμός τους απευθύνεται στη στερημένη πλευρά

αυτών των ίδιων εργατών, οι εργαζόμενοι δεν ακολούθησαν τους φοιτητές, που κι

αυτοί δεν ήξεραν τι επεδίωκαν. Ζητούσαν, πεζά, αύξηση των μισθών και μείωση

των ωρών εργασίας. Έγινε πολύς λόγος για υπερχείλιση της βάσης προς τα

αριστερά. Για να μπορέσει μια δύναμη να υπερχειλίσει, χρειάζεται όμως ένας

χώρος. Αυτός ο χώρος δεν φαινόταν να υπάρχει. Οι διάφορες υπερεπαναστατικές

μικρές οργανώσεις που τον εκθείαζαν παρέμειναν φολκλορικές και γραφικές. Δεν

κατάφεραν να υλοποιήσουν το αίτημα που αντιπροσώπευαν.

Έτσι όλα επανήλθαν στην ­ ελαφρώς μεταρρυθμισμένη ­ τάξη, την αποκαταστημένη

τάξη. Ως την επόμενη δόνηση. Οι αρχαϊκές και οργανικές κοινωνίες ­ κοινοτικές

­ είχαν γιορτές όπου ελάμβαναν χώρα η μη παραγωγική δαπάνη, η επιτρεπτή

αμφισβήτηση, η σπατάλη πλούτου και ενέργειας. Είδη καρναβαλιού. Η βιομηχανική

κοινωνία θα πρέπει ίσως να αποκτήσει τέτοιες γιορτές, τέτοιες διεξόδους, έστω

και μη θεσμοποιημένες. Για να ολοκληρώσει την κρίση και τις βλάβες της. Σε

κάθε περίπτωση, καμιά άλλη κοινωνία δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η πολύχρονη

αγωνία του πολιτισμού μας και της κοινωνίας μας δεν μεταφέρει ­ μέχρι νεωτέρας

εντολής ­ άλλους τύπους ζωής ­ ατομικής και συλλογικής. Δεν είναι ορατές παρά

οι προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στη χωροταξία, στα δίκτυα του πλανητικού

παιγνιδιού. Διότι ακόμη και το πέρασμα των δυτικών κοινωνιών σε έναν ορισμένο

τύπο κρατικού καπιταλο-σοσιαλισμού δεν σημαίνει ακόμη μια ριζική ποιοτική αλλαγή.

Τι να κάνει λοιπόν κανείς και τι να σκεφτεί σ’ αυτήν την κατάσταση, για να

επαναλάβουμε το παλιό διπλό ερώτημα; Τι να πράξει; Να παράγει και να

καταναλώνει, όλο και περισσότερο, να εξεγείρεται και να επαναστατεί, για να

καταλήξει σε μεταρρυθμίσεις. Γιατί σκεφτόμαστε; Αυτό που είναι και αυτό που

γίνεται, γιατί πώς να κάνουμε και να σκεφτούμε αλλιώς; Όχι ως δράστες και

στοχαστές ­ εντελώς απογοητευμένοι ­ ιστορικών κινημάτων που εξελίσσονται στο

θέατρο του κόσμου. Ως τι, τότε; Η θεωρητική και πρακτική ­ αρκετά πιο ριζική ­

αμφισβήτηση μάς επιβάλλεται. Έχουμε συνεπώς ­ και με αρκετές ασυνέπειες ­ να

ζήσουμε και να σκεφτούμε τη ζωή και τη σκέψη μας ­ ιδιωτική και δημόσια ­,

μέσα στην απόσυρση κάθε προτύπου ή σχήματος που υποδηλώνει ριζική

αλλοτριότητα. Δηλαδή: να ζεις χωρίς λόγο να ζεις, ούτε ατομικό ούτε κοινωνικό,

να ζεις και να σκέπτεσαι τη ζωή και τη σκέψη σαν παιγνίδι και όχι σαν νόημα.

Εξεγειρόμενοι και αποδεχόμενοι.

(*) Εισήγηση που επρόκειτο να γίνει στις 29 Μαΐου του 1968 στο μεγάλο

αμφιθέατρο της Σορβόννης που είχε καταληφθεί από τους φοιτητές. Η ατμόσφαιρα

επέτρεψε μόνο μια αποσπασματική και απλουστευμένη παρουσίασή της. Δημοσιεύθηκε

στο Opus International, no 7, 1968. Περιελήφθη στο βιβλίο μου «Arguments d’une

recherche», Παρίσι, Editions de Minuit, 1969. Εντελώς ανέκδοτο στα ελληνικά.