Γεννημένοι στη δεκαετία του ’70, θα μπορούσε να μας αποκαλέσει κανείς και «Γενιά του Ευρωμπάσκετ» (ένα είναι το Ευρωμπάσκετ). Γνωρίσαμε το μπάσκετ βλέποντας τον Γκάλη αλλά το ονειρευτήκαμε βλέποντας τον Τζόρνταν. Μέναμε καρφωμένοι στις τηλεοράσεις βλέποντας τα Αρης – ΠΑΟΚ, αλλά απογειωνόμασταν στην μπασκετική στρατόσφαιρα βλέποντας τους τελικούς Σικάγο Μπουλς – Πόρτλαντ. Και φυσικά, μέναμε άυπνοι για να παρακολουθήσουμε τα All Star Games της εφηβικής μας αθωότητας. Εκείνα τα παιχνίδια που είχαν την ίδια σημασία και το ίδιο γόητρο με τους τελικούς. Δεν έγραφαν «Δωρεάν» στην ούγια, ακόμα και αν, με μία έννοια, ήταν. Διασκέδαση αλλά και κίνητρο. Θέαμα αλλά και πάθος για νίκη.

Πέρυσι ήταν η πρώτη φορά που είδα ξανά All Star ύστερα από πολλά χρόνια, μόνο και μόνο για να τιμήσω τον Γιάννη. Τον Γιάννη που μπήκε μέσα για να παίξει, να μαρκάρει και να νικήσει. Αλλά μάλλον ήταν μόνος του. Γιατί όταν ο (τηλε)θεατής αισθάνεται ότι τον κοροϊδεύουν, τότε το ματς παραείναι χαλαρό και «σόου». Ανύπαρκτες άμυνες (όχι συναινετικές, ούτε καν προσχηματικές, ανύπαρκτες), επιθέσεις – παιδική χαρά, πολύ «gloss» και καμία (μα καμία) σημασία σε όσους αγαπούν την ουσία του μπάσκετ. Συγγνώμη παιδιά, αλλά αλλιώς τα είχα μάθει. Αυτό δεν είναι μπάσκετ. Αν είναι να δω κωλοτούμπες, πάω και στο τσίρκο.