Στις τελευταίες του στιγμές στο νεκροκρέβατό του, ο «βασιλιάς Ηλιος», όπως ήταν γνωστός ο Λουδοβίκος ΙΔ’, αναρωτήθηκε: «Γιατί κλαίτε; Φανταστήκατε πως ήμουν αθάνατος;». Ο Φραντσέσκο Τότι, ο Αυτοκράτορας της ποδοσφαιρικής Ρώμης, στο φτερούγισμα της τελευταίας του πνοής ως αθλητή δεν ήθελε να πιστέψει πως ήταν θνητός. Τα δάκρυά του ενώθηκαν με αυτά των χιλιάδων τιφόζι της Ρόμα πριν μπει στη βάρκα για να περάσει στην απέναντι όχθη του ποδοσφαιρικού Αχέροντα. Ηξερε πως είχε έρθει το τέλος, αλλά αρνιόταν πεισματικά να το δεχτεί.

Εμεινε όσο μπορούσε περισσότερο στο Ολίμπικο. Χαιρέτησε με το υγρό του βλέμμα έναν έναν τους επίσης βουρκωμένους φιλάθλους. Κατέρρευσε στην αγκαλιά των παιδιών του, ψιθύρισε λόγια στην πανέμορφη γυναίκα του Ιλάρι Μπλάζι, έκανε ακόμα και τον ατσάλινο Ντε Ρόσι να κλάψει. Και στο τέλος πήρε το μικρόφωνο για να μιλήσει, σαν να βρισκόταν σε οικογενειακή εκδήλωση.

«Δυστυχώς ήρθε η στιγμή. Εύχομαι να μην ερχόταν ποτέ» είπε. Fugit inreparabile tempus (ο χρόνος φεύγει ανεπιστρεπτί), όπως έλεγε και ένας πρόγονος του Τότι, ο Βιργίλιος.

Από 16χρονο αμούστακο παιδί, στις 28 Μαρτίου 1993 όταν έκανε το ντεμπούτο του με τη Ρόμα, μέχρι χθες στο τελευταίο του παιχνίδι εναντίον της Τζένοα, ο Τότι πέρασε από πολλές συμπληγάδες, αλλά πάντοτε έβγαινε νικητής. Αλλωστε, μόνο έτσι θα μπορούσε να φτάσει τα 786 παιχνίδια και τα 307 γκολ.

Εγινε Αυτοκράτορας στη Ρόμα και στις καρδιές των οπαδών της. Εγινε ένας θρύλος για τον οποίο θα μιλάνε οι επόμενες γενιές. Για τον παίκτη που γεννήθηκε και πέθανε ποδοσφαιρικά ως γνήσιος Ρωμαίος. Αγωνιστικά η Ρόμα νίκησε δύσκολα 3-2 την Τζένοα και εξασφάλισε την απευθείας συμμετοχή της στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, στέλνοντας στα προκριματικά τη Νάπολι.