Υπήρξε σε αυτό το Ευρωπαϊκό μια αρκετά μεγάλη ομάδα από ομάδες με ελάχιστες μεταξύ τους διαφορές. Λες και συνασπίστηκαν για να κάνουν τη ζωή τους, και τη ζωή των φιλάθλων, λιγότερο ενδιαφέρουσα.

Οταν κάποιες από αυτές τις ομάδες έμελλε να συναντηθούν, λογικό ήταν να μη μπορούν ούτε να ξεχωρίσουν ούτε να επικρατήσουν. Με την Πολωνία συνέβη δύο φορές, με την Πορτογαλία σε όλα της τα παιχνίδια –μόνο ισοπαλίες έφερε στη διάρκεια των αγώνων του τουρνουά. Εκεί που κάποιες άλλες ομάδες, ή κάποιοι παίκτες, προσπαθούσαν να κάνουν τη διαφορά, Πολωνία και Πορτογαλία βάλθηκαν να τις εξαλείψουν. Με το γνωστό αποτέλεσμα: πορείες χωρίς λάμψη, έλλειψη προσωπικότητας, κούραση όλων των άλλων φιλάθλων εκτός από τους δικούς τους. Αλλά και προχώρημα για τον λίγο πιο τυχερό, με τον πιο φυσιολογικό, για τέτοιους αγώνες, αλλά και τον πιο άδικο, για κάθε αγώνα, τρόπο.

Τι να περιμένεις από μια Πορτογαλία στην οποία δεύτερος καλύτερος παίκτης –μετά το σίγουρο μελλοντικό αστέρι που λέγεται Ρενάτο Σάντσες –ήταν ο Πέπε; Και από μια Πολωνία που, ακόμα κι όταν σκόραρε το αστέρι της, και μάλιστα πριν καλά καλά αγγίξουν την μπάλα οι αντίπαλοι, μετά δεν έκανε άλλη ευκαιρία (ή τις χάλασε ο Μίλικ); Μισή ευθύνη των προπονητών, του πιο συντηρητικού κι από τη Θάτσερ Φερνάντο Σάντος, του συμπαθέστερου στο πρόσωπο αλλά πιθανότατα θαυμαστή του Τζον Μέιτζορ, Ναβάλκα. Μισή των παικτών, όχι επειδή τους άκουσαν αλλά επειδή δεν τους ξεπέρασαν. Ολοι μαζί αδίκησαν τους εαυτούς τους.

Σε τέτοια παιχνίδια δεν αξίζει νικητής. Ή τουλάχιστον ο σχεδόν-νικητής δεν αξίζει να είναι υπερήφανος. Ψιλά πράγματα για το καρτέλ των μετρίων.