Τον αποκάλεσαν «Νουρέγιεφ του ελληνικού ποδοσφαίρου». Πολλοί ισχυρίζονται ότι μπορούσε να ντριπλάρει μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο! Αλλοι λένε ότι δεν τον γέννησε μάνα αλλά μπάλα! Ολοι όμως συμφωνούν ότι είναι ο πιο χαρισματικός και ο πιο αδικημένος ποδοσφαιριστής που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα, αφού δεν κατάφερε να φορέσει ποτέ την φανέλα της Εθνικής Ελλάδος. Ο ίδιος, ακούγοντας όλα αυτά, χαμογελάει, κουνάει το κεφάλι και προσπαθεί να αλλάξει συζήτηση. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, γεννημένος στις 26 Οκτωβρίου 1954 στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν από τον Κυριάκο και τη Χρύσα –πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου -, στα 60 του χρόνια πλέον, κοιτάζοντας το φιλμ της ζωής του κρατά ως κορυφαίο επίτευγμα της καριέρας του την αγάπη του κόσμου, την οποία συνεχίζει να εισπράττει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο Ουζμπεκιστάν, αφού το 2011 τον τίμησαν η παλιά του ομάδα, η Παχτακόρ, και το υπουργείο Αθλητισμού της χώρας.

«Δεν είναι μία στιγμή αλλά πολλές. Ποια να ξεχωρίσω;» αναρωτιέται. «Με την Παχτακόρ είχα 96 συμμετοχές και 22 γκολ στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ενωσης», αρχίζει τη διήγηση: «Ξεκίνησα να αγωνίζομαι στην πρώτη ομάδα από δεκαεπτάμισι χρόνων. Τη χρονιά πριν έρθω στον Ηρακλή, το 1975, κερδίσαμε στην Τασκένδη την Ντιναμό Κιέβου 5-0, μπροστά σε 65.000 φιλάθλους. Η Ντιναμό μόλις είχε πάρει το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης και το Σούπερ Καπ, νικώντας την Μπάγερν του Μπεκενμπάουερ και του Ρουμενίνγκε. Στο 5-0 επί της Ντιναμό είχα βάλει το πρώτο γκολ στο 20′ και έδωσα τέσσερις ασίστ. Το «Φρανς Φουτμπόλ» είχε κάνει αφιέρωμα στο παιχνίδι εκείνο».

Την ίδια χρονιά η φωτογραφία του Βασίλη Χατζηπαναγή φιγουράριζε στην πρώτη σελίδα σοβιετικής εφημερίδας, πλάι σε μια φωτογραφία σκιέρ και με το σχόλιο «ο σκιέρ πρέπει να διδαχθεί από τις ντρίπλες του Χατζηπαναγή για να κάνει σλάλομ».

«Ηταν ένα παιχνίδι με την ουκρανική Ζάρια Βοροσίλοφγκραντ. Πέρασα τέσσερις αντιπάλους και στον πέμπτο πλάσαρα και έβαλα γκολ. Ο Αν, κορεάτης συμπαίκτης μου στην Παχτακόρ και στην Εθνική Σοβιετικής Ενωσης, μου είχε πει: «Επειτα από αυτό το γκολ μπορείς να σταματήσεις το ποδόσφαιρο»» θυμάται για το γκολ εκείνο που είχε μείνει ως το καλύτερο γκολ στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ενωσης για έξι ολόκληρους μήνες.

Αν ο Βασίλης Χατζηπαναγής έμενε στην Σοβιετική Ενωση θα είχε μπροστά του μια λαμπρή καριέρα. Αλλωστε πριν φύγει για την Ελλάδα είχε βοηθήσει την ολυμπιακή ομάδα να προκριθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, όπου κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο, ενώ είχε αναδειχθεί για δύο χρονιές δεύτερος καλύτερος αριστερός εξτρέμ πίσω από τον Μπλαχίν. Το όνειρό του όμως ήταν να έρθει στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του 1975 έγινε πραγματικότητα. Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης τον περίμεναν πάνω από 1.000 φίλοι του Ηρακλή για να τον υποδεχθούν. Η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Με την ομάδα του Γηραιού κατάφερε να κατακτήσει μόνο το Κύπελλο Ελλάδος το 1976, σε έναν από τους πιο συγκλονιστικούς τελικούς όλων των εποχών, με αντίπαλο τον Ολυμπιακό στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, και το Βαλκανικό Κύπελλο το 1985. «Η μεγάλη μου πίκρα ήταν ότι δεν έπαιξα στην εθνική ομάδα, που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη, ενώ και με τον Ηρακλή δεν μπορέσαμε να αγωνιστούμε στην Ευρώπη» λέει ο Βασίλης και συνεχίζει: «Πιστεύω ότι όσον αφορά την εθνική ομάδα πλήρωσα και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, ο οποίος ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχα πάει πολλές φορές στην Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Σοβιετικής Ενωσης και ρωτούσα γιατί δεν μπορώ να παίξω στην Ελλάδα. Εκείνοι μου έλεγαν ότι το χαρτί που ζητούσε η ΕΠΟ, με το οποίο θα έπρεπε να παραδεχθούν ότι λανθασμένα με χρησιμοποίησαν στην εθνική τους ομάδας, δεν μπορούσε να δοθεί γιατί τότε η Ολυμπιακή Επιτροπή θα ζητούσε πίσω το χάλκινο που πήραν στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ, αφού για την πρόκριση της Σοβιετικής Ενωσης είχα αγωνιστεί ως βασικός σε όλα τα παιχνίδια των προκριματικών. Μου είχαν πει ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να ζητήσει να γίνει ένα ειδικό δικαστήριο, στο οποίο θα αποδείκνυαν ότι οι γονείς μου είναι Ελληνες –όπως και ήταν –και έτσι θα μπορούσα να αγωνιστώ με την Εθνική Ελλάδος, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ».

Κάτι που δεν γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι ο Βασίλης Χατζηπαναγής το 1977 είχε κάνει δικαστήριο στον Ηρακλή, γιατί στο διετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει του έβαλαν και δέκα χρόνια ακόμη. «Ηταν απάνθρωπα τα συμβόλαια τότε στην Ελλάδα. Πρωτόδικα το δικαστήριο αποφάσισε ότι με βάση το Εργατικό Δίκαιο δεν θα έπρεπε τα συμβόλαια να είναι μεγαλύτερα της πενταετίας. Μετά το πήρε αυτό ο ΠΣΑΠ και άλλαξαν οι συνθήκες» συμπληρώνει.
Η αποθέωση στη Νέα Υόρκη

Μπορεί να μην αγωνίστηκε στην Εθνική Ελλάδος, όμως το 1984 φόρεσε τη φανέλα της μεικτής κόσμου, σε έναν φιλανθρωπικό αγώνα που διοργανώθηκε από τη UNICEF στη Νέα Υόρκη. «Ηταν η πρώτη φορά που συγκινήθηκα, αφού στο στάδιο βρίσκονταν τουλάχιστον 20.000 Ελληνες και με φώναζαν από το ζέσταμα ακόμη. Μέσα σε τόσες πίκρες, πήρα και μια χαρά» θυμάται. Το 2003 αναδείχθηκε ο καλύτερος έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών.