Βαριά και φορτισμένη είναι η εσωτερική πολιτική ατμόσφαιρα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας λίγες ημέρες προτού πραγματοποιηθεί στη Νέα Υόρκη η συνάντηση του Μάθιου Νίμιτς με τους διαπραγματευτές των δύο χωρών. Οι ήρεμοι τόνοι και η συναίνεση που απαιτούνται ώστε οι διαπραγματεύσεις να πορευθούν ομαλά μοιάζει να λείπουν, ενώ ιδιαίτερα στην Ελλάδα η πολιτική θερμοκρασία έχει χτυπήσει κόκκινο προτού καν κατατεθεί κάποια πρόταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί ο Νίμιτς να βγάλει κάποιον λαγό από το καπέλο του την προσεχή Τετάρτη 17 Ιανουαρίου;

Η καχυποψία μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης με αφορμή την προσπάθεια του Πάνου Καμμένου να επιμείνει στη διαφοροποίησή του περί της χρήσης του όρου «Μακεδονία» δεν περιορίζεται μόνο στο τι θα πράξει τελικά ο υπουργός Εθνικής Αμυνας όταν μία πρόταση θα έλθει στη Βουλή για ψήφιση –αν και προς το παρόν αναλώνεται στην απόρριψη ονομάτων. Είναι σαφές ότι ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς ακολουθεί μία τακτική που αντί να ευνοεί τη συνεννόηση, την υπονομεύει. Κρυπτόμενος πίσω από την άποψη ότι δεν θέλει να αποκαλύψει τη διαπραγματευτική τακτική του, αρνείται ακόμη και να ενημερώσει τα υπόλοιπα κόμματα για τις θέσεις αρχής της Αθήνας. Την ίδια στιγμή, το υπουργείο Εξωτερικών ρίχνει λάδι στη φωτιά χωρίς λόγο. Η οξύτατη και κατά πολλούς αμετροεπής απάντηση «κύκλων του υπουργείου Εξωτερικών» (έκφραση που ξεκάθαρα απηχεί τις απόψεις της πολιτικής ηγεσίας του) περί πιθανής συμπόρευσης της Εκκλησίας της Ελλάδος με τη Χρυσή Αυγή δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από μετριοπαθείς ιεράρχες που σε καμία περίπτωση δεν ασπάζονται ακραίες θέσεις στο Μακεδονικό. Σύμφωνα δε με ορισμένες πληροφορίες, το Πρωθυπουργικό Γραφείο δεν ήταν ενήμερο για το ύφος της διαρροής, αν και είναι προφανές ότι εν μέσω διαπραγμάτευσης θα ήταν αντιπαραγωγικό να υπάρξει άδειασμα του Κοτζιά.

Η δε απαντητική επιστολή του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο κινείται σε σαφώς πιο διπλωματική και συναινετική γραμμή. Ο Πρωθυπουργός αναφέρεται στους «διακριτούς ρόλους» Πολιτείας και Εκκλησίας, αλλά αν διαβάσει κάποιος και την προηγηθείσα επιστολή του Αρχιεπισκόπου από 10ης Ιανουαρίου θα εντοπίσει τουλάχιστον δύο σημεία στα οποία η Εκκλησία αναγνωρίζει σαφώς αυτή τη διάκριση. Στο ένα εξ αυτών γίνεται αναφορά στην «κατ’ εξοχήν αρμόδια» ελληνική κυβέρνηση και στο δεύτερο ότι δεν επιθυμεί «οποιαδήποτε ανάμειξή της στις ενέργειες του υπουργείου Εξωτερικών». Από την άποψη αυτή, οι «κύκλοι του ΥΠΕΞ» είτε έχασαν την ψυχραιμία τους είτε απλώς δεν διάβασαν την επιστολή του Ιερώνυμου, παρά το γεγονός ότι τους είχε κοινοποιηθεί…

Στα Σκόπια, η κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ έχει να αντιμετωπίσει δύο ζητήματα. Το πρώτο είναι η διαχείριση της ισχνής κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας (για την οποία γίνεται προσπάθεια να διευρυνθεί με την είσοδο και άλλων αλβανικών κομμάτων). Το δεύτερο αφορά τη διαφορά απόψεων που υπάρχει μεταξύ της κυβέρνησης Ζάεφ και του προέδρου Γκιόργκι Ιβανόφ, ο οποίος προέρχεται από το εθνικιστικό κόμμα VMRO – DPMNE (που βάσει της κοινοβουλευτικής αριθμητικής παραμένει το ισχυρότερο κόμμα). Αυτή η ιδιόρρυθμη συγκατοίκηση χαρακτηρίζεται από καχυποψία που θα μπορούσε να ενισχυθεί περισσότερο ανάλογα με την πορεία των διαπραγματεύσεων για το ονοματολογικό. Οι δύο κυβερνήσεις φαίνεται πάντως ότι προσπαθούν να έχουν εκείνες την μπαγκέτα των συνομιλιών και να περιορίσουν την εμβέλεια των παρεμβάσεων του Μάθιου Νίμιτς. Στις ανακοινώσεις που εξέδωσαν τα δύο υπουργεία Εξωτερικών μετά τη «μυστική» (;) συνάντηση του Νίκο Κοτζιά και του σκοπιανού ομολόγου του Νίκολα Ντιμιτρόφ σε ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης γίνεται ξεκάθαρα λόγος για «ενεργότερο ρόλο» τους στις συζητήσεις. Η έμφαση δίνεται ιδιαίτερα στη μεθοδολογία των συνομιλιών, καθώς αυτή κρίνεται κομβικής σημασίας. Θα υπάρξουν δε κι άλλες συναντήσεις τους το προσεχές διάστημα όπως διαβεβαίωναν αρμόδιες πηγές. Κρίσιμο είναι επίσης το ερώτημα αν η «διπλωματική χορογραφία» θα περιλαμβάνει και ανακοινώσεις για νέα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης το προσεχές διάστημα.