Επιφυλακτική είναι η ελληνική κοινωνία, που συνεχίζει να βιώνει μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση τα τελευταία οκτώ χρόνια που η χώρα πορεύεται σε καθεστώς Μνημονίου. Το εκλογικό σώμα παραμένει εξαιρετικά «κουμπωμένο» και δύσπιστο έναντι του πολιτικού συστήματος. To άκρως ανησυχητικό για το πολιτικό σύστημα είναι ότι η πλειονότητα των πολιτών παρουσιάζει έλλειψη εμπιστοσύνης σε φορείς και προσωπικότητες της δημόσιας ζωής. Μάλιστα, πολλοί θεωρούν τις παραδοσιακές μορφές εκπροσώπησης, όπως τα κόμματα και τα συνδικάτα, παρωχημένες. Ιδιαίτερα προβληματικό είναι και το στοιχείο ότι περίπου 50% των πολιτών φλερτάρουν με την αποχή στις προσεχείς εκλογές και γενικά παραμένουν απαθείς επί των πολιτικών εξελίξεων.

Παράλληλα, το περίπου ένα εκατομμύριο των αναποφάσιστων, όπως προκύπτει από τις μετρήσεις, που θα κρίνει και τις εκλογές, όποτε αυτές γίνουν, είναι ο κρίσιμος παράγοντας που αναμένεται να επηρεάσει το πολιτικό παιχνίδι στον δρόμο προς τις κάλπες. Αν και η διάθεση του εκλογικού σώματος αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει, σε σχέση με τα προηγούμενα μνημονιακά χρόνια, καθώς παρατηρείται μείωση των αρνητικών συναισθημάτων, η απογοήτευση επικρατεί, όπως και η ανασφάλεια για το μέλλον.

Εξάλλου, στο εκλογικό σώμα υπάρχει οργή σε υψηλά ποσοστά, ντροπή και φόβος, ενώ σε πολύ χαμηλά επίπεδα κυμαίνονται αισθήματα όπως η ελπίδα, η περηφάνια και η σιγουριά. Αρα, για να γίνει κατανοητό από την κοινωνία το κυβερνητικό αφήγημα ότι το 2017 η οικονομία άφησε πίσω την ύφεση και πέρασε στη φάση της ανάπτυξης, πρέπει να υπάρξουν χειροπιαστές κινήσεις που θα επηρεάζουν θετικά την καθημερινότητα των πολιτών. Αυτές οι κινήσεις πρέπει να γίνουν στο επίπεδο της φορολογίας (μείωση της υπερφορολόγησης), στην αύξηση της απασχόλησης και τη βελτίωση του εθνικού συστήματος υγείας.

Η αλλαγή του κλίματος απαιτεί μεγάλη προσπάθεια σε πολλά επίπεδα, καθώς η συντριπτική πλειονότητα –περίπου 8 στους 10 –εξακολουθεί, παρά το θετικό κυβερνητικό αφήγημα, να εκτιμά ότι τα πράγματα θα πάνε γενικά στη χώρα αρκετά ή πολύ άσχημα. Βέβαια δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι υπάρχουν και μετρήσεις όπου καταγράφεται για πρώτη φορά, έστω και οριακά, αύξηση του αριθμού των πολιτών που αισιοδοξούν για το μέλλον. Ομως, περίπου μόνο ένας στους τέσσερις πολίτες πιστεύει ότι οι θυσίες θα πιάσουν τόπο.

ΚΥΜΑ ΦΥΓΗΣ. Ακόμα και στην πρόσφατη παρουσίαση της έρευνας του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ), που κινείται σε φιλοκυβερνητική γραμμή, επισημάνθηκε από τον ομότιμο καθηγητή Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, Αντώνη Λιάκο, ότι «το παρελθόν προκαλεί ασφάλεια, αλλά συνδέεται και με την αρνητική εμπειρία» και ταυτόχρονα «το μέλλον προκαλεί ελπίδα, αλλά και φόβο». Δεν είναι τυχαίο ότι στις εξαμηνιαίες τάσεις της MRB πάρα πολύ μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων, των πιο παραγωγικών ηλικιών, επιλέγει τον δρόμο της φυγής από την Ελλάδα, με ό,τι αυτό σημαίνει για την προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Επειτα από μια οκταετία μνημονιακής οδύσσειας, αυτό που θεωρείται σημαντικό για την πολιτική συζήτηση το 2018 είναι ότι έχει υποχωρήσει αρκετά η διαίρεση «Μνημόνιο – αντιμνημόνιο» που χαρακτήρισε μια πολύ μεγάλη περίοδο της πολιτικής ζωής του τόπου, όπως και το αίτημα για ρήξη με τους πιστωτές, ενώ δεν κυριαρχεί πλέον ο φόβος για Grexit.

Η ψύχραιμη, αποστασιοποιημένη και ουδέτερη ανάγνωση των μετρήσεων θα δει ότι η πλειοψηφία των πολιτών, σε πολύ μεγάλο βαθμό, πέρα από την πρωτιά της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, έχει αρνητική εικόνα και για την κυβέρνηση και για την αξιωματική αντιπολίτευση. Ενα πολύ σημαντικό τμήμα της κοινωνίας –περίπου οκτώ στους δέκα (78,4%) –έχει αρνητική εικόνα για την κυβέρνηση. Για τη Νέα Δημοκρατία, που προηγείται σταθερά στην παράσταση νίκης, η εικόνα είναι μεν καλύτερη, αλλά οι αρνητικές απόψεις παραμένουν ψηλά, στο 66%.