Σε ρυθμούς τρίτης αξιολόγησης χορεύει από σήμερα η κυβέρνηση με βασικό στόχο να παραμένει η ολοκλήρωσή της έως το τέλος του έτους. Εχοντας «αμερικανική προίκα» τις δηλώσεις Τραμπ, κυρίως όμως την εικόνα για αλλαγή στάσης του ΔΝΤ, ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει να συστήνει στους υπουργούς του την ανάγκη έγκαιρης υλοποίησης των προαπαιτουμένων που παραμένουν σε εκκρεμότητα.

Το σημαντικό στοιχείο σ’ αυτή τη φάση των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους των θεσμών είναι ότι εφεξής η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το ΔΝΤ ως σύμμαχο και όχι ως μεγάλο εχθρό. Η συνάντηση Τσίπρα – Λαγκάρντ στην Ουάσιγκτον επισφράγισε τη στροφή του Ταμείου και τη στρατηγική απόφαση της κυβέρνησης να αξιοποιήσει τον ρόλο του ούτως ώστε να πιέσει τους Ευρωπαίους να ξεκινήσει η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους το αργότερο έως τον Φεβρουάριο. Από την έγκαιρη και επιτυχή ολοκλήρωση αυτής, άλλωστε, εξαρτάται άμεσα το αφήγημα Τσίπρα για έξοδο από τα μνημόνια με την ολοκλήρωση του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.

«Είναι καλύτερο για τη χώρα να ολοκληρώσει με επιτυχία το πρόγραμμα με τη συμμετοχή του ΔΝΤ», φέρεται να λέει τώρα σε συνομιλητές του ο Πρωθυπουργός, μετά το ραντεβού του με την Κριστίν Λαγκάρντ, πόρρω απέχοντας από το αίτημα για αποχώρηση του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα και τη δήλωσή του στη ΔΕΘ πως «δεν μπορεί το ΔΝΤ να είναι με το ένα πόδι εντός και το άλλο εκτός».

Η αλλαγή στάσης του ΔΝΤ, ωστόσο, δεν φαίνεται άσχετη με το timing της επίσκεψης Τσίπρα στις ΗΠΑ. Λίγα 24ωρα πριν ο Πρωθυπουργός περάσει το κατώφλι του Ταμείου στην Ουάσιγκτον, ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στιβ Μνούτσιν κάλεσε το ΔΝΤ να ξεκαθαρίσει τη στάση του σε ό,τι αφορά το ελληνικό χρέος. Και αναλόγως, τα θετικά λόγια του Ντόναλντ Τραμπ για την ελληνική οικονομία μετά τη συνάντησή του με τον Τσίπρα στον Λευκό Οίκο φαίνεται ότι προέκυψαν ύστερα από επαφή Μνούτσιν – Λαγκάρντ.

Η στροφή του Ταμείου, ο αμερικανικός παράγοντας και η τακτική της Ελλάδας δεν φαίνεται να έχουν περάσει απαρατήρητα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στο Βερολίνο, με ψήγματα ενόχλησης. Η αλήθεια είναι πως η Αθήνα επιδιώκει ακριβώς να προλάβει τις εξελίξεις από τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία και μια ενδεχόμενη σκλήρυνση της στάσης της μετά τους νέους πολιτικούς συσχετισμούς που προέκυψαν από τις κάλπες του Σεπτεμβρίου και συγκεκριμένα τη συμμετοχή των Φιλελεύθερων (FDP) στον κυβερνητικό σχηματισμό.

Παράλληλα, μετά το έτερο μήνυμα από την πλευρά του ΔΝΤ πως δεν θα ζητηθούν νέα μέτρα εάν επιτευχθούν οι στόχοι του 2018, ξεχωριστή σημασία αποκτά για την κυβέρνηση η απόκρουση των ενστάσεων των Βρυξελλών που βλέπουν ήδη απόκλιση από τους στόχους και «φωτογραφίζουν» νέα μέτρα. Στο Μαξίμου θεωρούν εξάλλου ως τον μεγαλύτερο φόβο τους το να αμφισβητηθεί από τους θεσμούς το κοινωνικό μέρισμα που σκοπεύουν να διανείμουν στο τέλος του έτους, προσδιορίζοντας το ύψος του σε ένα δισ. ευρώ, καθώς τυχόν αρνητική εξέλιξη θα ακυρώσει το κοινωνικό προφίλ που θέλει να παρουσιάσει η κυβέρνηση.

Ανοιχτά ζητήματα της διαπραγμάτευσης, εκτός από τους δημοσιονομικούς στόχους και την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών –από την οποία εξαρτάται και η εκταμίευση της τελευταίας υποδόσης των 800 εκατ. ευρώ από το Eurogroup του Ιουνίου –παραμένουν οι ιδιωτικοποιήσεις, τα εργασιακά, τα κοινωνικά επιδόματα, η διαχείριση των κόκκινων δανείων κ.τ.λ. Θέματα που μοιάζουν ύποπτα για ενδοκυβερνητικές και εσωκομματικές αναταράξεις, με τον Πρωθυπουργό να στέλνει ήδη σαφές μήνυμα σε κόμμα και Κοινοβουλευτική Ομάδα πως εργάζεται «για το καλό της πατρίδας και όχι του ΣΥΡΙΖΑ».