Ηταν μια συζήτηση για τη σύσταση ή μη Εξεταστικής Επιτροπής. Μετατράπηκε, όμως, και σε μια συζήτηση που όποιος είχε το κουράγιο να την παρακολουθήσει ολόκληρη, αποκάλυπτε πολλά για την ίδια την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Για τα υλικά από τα οποία φτιάχτηκε και κυρίως για το πόσο στέρεο είναι το μήνυμα που ο Πρωθυπουργός προσπαθεί διαρκώς να εκπέμψει. Πως ενσαρκώνει, δηλαδή, το νέο στην πολιτική σκηνή. Τα απομεινάρια αυτής της κοινοβουλευτικής ημέρας τα αφηγήθηκαν με τον τρόπο τους τρία πρόσωπα. Τρεις υπουργοί, για τους οποίους μια μικρή αναδρομή και μόνο στη μέχρι τώρα διαδρομή τους χαλάει το τσιπρικό αφήγημα της διαφοροποίησης από τους επάρατους «προηγούμενους».

Τρία μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, λοιπόν, είπαν την ιστορία της παρούσας διακυβέρνησης τη Δευτέρα που πέρασε. Ο πρωταγωνιστής Πάνος Καμμένος, ένας από τους υπερασπιστές του, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, και ο ωσεί παρών στην κουβέντα Παναγιώτης Κουρουμπλής. Και την είπαν επειδή αυτοί έδωσαν τον τόνο στη συνεδρίαση. Κι αυτοί –ή μάλλον ό,τι εκπροσωπεί έκαστος –μοιάζει να τον δίνουν σε καθημερινή βάση στην πρώτη φορά Αριστερά. Αιτία; Ο καθένας τους εκφράζει μία από τις εκλογικές δεξαμενές απ’ όπου ψάρεψε το κόμμα του 4% για να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ της εξουσίας. Την καραμανλική Δεξιά, την εθνικιστική λαϊκή Δεξιά του αντιμνημονίου και το λεγόμενο πατριωτικό, βαθύ ΠΑΣΟΚ.

Κι αν κάποιος διατηρεί τις επιφυλάξεις του για την επιρροή που έχουν στη φυσιογνωμία της κυβέρνησης Τσίπρα οι τάσεις που εκπροσωπούν στην πολιτική αγορά οι τρεις συγκεκριμένοι υπουργοί, δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στη δευτεριάτικη πρωθυπουργική ομιλία. Στον εμφατικό τρόπο με τον οποίο εκείνος υπερασπίστηκε τον υπουργό Ναυτιλίας για τους χειρισμούς του στην υπόθεση του «Αγία Ζώνη II», αλλά και τον κυβερνητικό του εταίρο. «Εάν κάποιος λοιπόν», αποφάνθηκε, «όλες αυτές τις ημέρες είχε αρχίσει να είναι καχύποπτος απέναντι στον Κουρουμπλή και να μην τον συμπαθεί, με αυτά που κάνουν αυτοί που σας υποστηρίζουν, του κάνουν ένα μεγάλο δώρο. Και ο τελευταίος πολίτης σήμερα θα τον συμπαθήσει τον Παναγιώτη τον Κουρουμπλή, με αυτού του είδους τις κατηγορίες». Αναφερόταν στο επίμαχο βίντεο με το ζεϊμπέκικο, το οποίο ταξινόμησε ως fake news. Ξέχασε, βέβαια, τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των κουρουμπλικών λεγομένων καθ’ όλη τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης.

Οσο για τον Πάνο Καμμένο; Το δημοσιογραφικό κλισέ «σήκωσε ασπίδα προστασίας» δεν αρκεί για να περιγράψει τον βαθμό υπεράσπισης του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου από τον μείζονα. Δεν υπάρχει αδίκημα, δεν υπάρχουν αυτουργοί, είπε.

Η προφανής εξήγηση είναι φυσικά πως τους δένει η παραμονή στην εξουσία. Σε μια τόσο εύθραυστη πλειοψηφία, σαν και αυτήν του παρόντος κυβερνητικού συνασπισμού, και οι 153 έχουν ανάγκη τους 153. Εύλογο, αλλά η εξουσία αγιάζει την αλλαγή του ριζοσπαστικού αριστερού φύλου; Στην περίπτωση, εξάλλου, που συνεχίσουν να κυριαρχούν στο κάδρο της κυβερνητικής εικόνας πρόσωπα σαν τον Καμμένο ή τον Κουρουμπλή, η μόνιμη κυβερνητική επωδός που εκστομίζεται ως απάντηση σε οποιαδήποτε κριτική, «οι προηγούμενοι ήταν χειρότεροι», κινδυνεύει να χάσει την απήχησή της. Γιατί τα συγκεκριμένα πρόσωπα έχουν πίσω τους μακρύ παρελθόν. Και κυρίως παρελθόν στις τάξεις του «παλαιού κομματικού συστήματος».

Η εθνικιστική λαϊκή Δεξιά

Ο Καμμένος, φέρ’ ειπείν, το παραδέχθηκε μόνος του από το βήμα της Βουλής. Οταν στην αρχή της ομιλίας του πληροφόρησε το Σώμα πως διάγει «αισίως, με τη βοήθεια του Θεού και με την ψήφο του ελληνικού λαού, μόνο με σταυρό προτίμησης, την τρίτη δεκαετία στη Βουλή των Ελλήνων. Εκλεγμένος από το 1993 ανελλιπώς μέχρι σήμερα, έξι φορές με τη ΝΔ, το 1993, το 1996, το 2000, το 2004, το 2007 και το 2009».

Παρέλειψε, βέβαια, να αναφερθεί σε κάποιες από τις στιγμές που σφράγισαν τη δημόσια παρουσία του και τον ακολουθούν ώς σήμερα. Οπως, ας πούμε, στο πόνημα που υπέγραφε, στο οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου παρουσιαζόταν ως αρχηγός της 17 Νοέμβρη. Ή στην προτροπή του, το 2013, σε κατοίκους της Χαλκιδικής –η οποία έχει καταγραφεί και σε βίντεο –«πρέπει ο Πάχτας να μην μπορεί να κυκλοφορήσει, λιντσάρετέ τον». Ή έστω σε κάποια από τα χάιλαϊτ της κοινοβουλευτικής του παρουσίας. Οταν, π.χ., φώναζε προς τον Αδωνη Γεωργιάδη «στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα!», αναφερόμενος στη διαπραγμάτευση μεταξύ της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και των εταίρων. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια; Η εν λόγω εμβληματική ατάκα εκστομίστηκε τον Ιούνιο του 2015. Δύο μήνες μετά, ο Πάνος Καμμένος ψήφιζε το τρίτο Μνημόνιο. Λησμονώντας τις αντιμνημονιακές κορόνες του παρελθόντος.

Παρεμπιπτόντως, σημάδια του καμμενικού ύφους παρατηρεί κανείς όχι μόνο σε κυβερνητικά στελέχη, αλλά ακόμη και σε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο εντός Κοινοβουλίου όσο και στα τηλεπαράθυρα. Τον Ιούλιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποστήριζε στη Βουλή πως η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ θα ψήφιζε «ούτως ή άλλως όλα τα μέτρα. Για το βουλευτικό έδρανο το έκαναν και όχι για το χρέος!». Η συριζαία Φωτεινή Βάκη τού απαντούσε ωρυόμενη από κάτω: «Αίσχος! Δεν είμαστε ανεπάγγελτοι, όπως εσείς που είστε της καρέκλας!». Κι ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σωκράτης Φάμελλος σιγοντάριζε λέγοντας: «Θέλετε να συγκρίνουμε τους βουλευτές που έχει η οικογένειά σας;». Τον Αύγουστο, πάλι, ο Λαρισαίος Νίκος Παπαδόπουλος του ΣΥΡΙΖΑ έλεγε στον Γρηγόρη Ψαριανό μέσα στην αίθουσα της Ολομέλειας: «Τι θέλεις πάλι, ρε κουραδομηχανή;».

Σκελετοί από το παρελθόν

Εξίσου αειθαλής στην πολιτική σκηνή είναι κι ο Παναγιώτης Κουρουμπλής. Μετρά, μάλιστα, τρεις βουλευτικές θητείες με το ΠΑΣΟΚ πριν τον πάρουν μεταγραφή στον ΣΥΡΙΖΑ. Εξελέγη το 1996, το 2000 και το 2009 στην Αιτωλοακαρνανία. Ή όπως το θέτει το βιογραφικό του στην επίσημη ιστοσελίδα του: «Το 1989 ήταν υποψήφιος του Ευρωκοινοβουλίου σε τιμητική θέση. Το 1990 και το 1993 ήταν υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας σε τιμητική θέση. Εκλέγεται βουλευτής για πρώτη φορά το 1996. Ερχεται πρώτος σε αριθμό ψήφων μεταξύ των βουλευτών της επαρχίας με 32.000 ψήφους. Επανεκλέγεται το 2000». Και «το 2008 εκλέγεται μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ. Το 2007 δεν εκλέγεται, αλλά έλαβε 23.000 ψήφους. Το 2009 επανεκλέγεται λαμβάνοντας 27.000 ψήφους. Το 2012 επανεκλέγεται με τον ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ στη Β’ Αθηνών με 53.000 ψήφους».

Ειρήσθω εν παρόδω, «την περίοδο 1993-1996 διετέλεσε γενικός γραμματέας Πρόνοιας του υπουργείου Υγείας». Η πρώτη του επαφή, δηλαδή, με τους διαδρόμους της εξουσίας έγινε πολύ πριν αναλάβει υπουργικό θώκο. Το 2010 ψήφισε το πρώτο Μνημόνιο, αλλά το 2011 καταψήφισε το Μεσοπρόθεσμο. Είχε ήδη ψυχανεμιστεί πού οδηγεί το ρεύμα της αγανάκτησης. Στην Κουμουνδούρου. Τον Ιανουάριο του 2015 έπαιρνε στη Β’ Αθηνών 57.018 σταυρούς και κατατασσόταν τρίτος μετά τους Βαρουφάκη και Δραγασάκη. Εδραιώνοντας εαυτόν εσωκομματικά. Μισό χρόνο μετά, ωστόσο, ψήφιζε ένα ακόμη Μνημόνιο. Παρότι, όπως διατείνεται στο προαναφερθέν curriculum, «η συνέπεια στις πολιτικές και κοινωνικές τουπεποιθήσεις επέβαλε την καταψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος το 2011 και την παύση της συμπόρευσής του με το ΠΑΣΟΚ του Μνημονίου».

Ανίερες συµµαχίες

Ο νυν αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να μην είχε κάνει πολιτική καριέρα, όπως οι δύο προηγούμενοι, το 2009 ωστόσο, επί Κώστα Καραμανλή, τοποθετείται διοικητής της ΕΥΠ. Εκτοτε τα δημοσιεύματα τον θέλουν να διατηρεί άριστες σχέσεις με το καραμανλικό περιβάλλον. Κι ο ίδιος, τώρα που βρίσκεται ως πολιτικό πια στέλεχος στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, φροντίζει να υπενθυμίζει όσα τον συνδέουν με την καραμανλική διακυβέρνηση. Εξού, ίσως, και κάνει δηλώσεις όπως «τους λαοπρόβλητους ηγέτες,τα ντόπια και ξένα συμφέροντα, οι νταβατζήδες της διαπλοκής, οι λακέδες και τα γιουσουφάκια της ενημέρωσης προσπαθούν να εξουδετερώσουν με κάθε τρόπο.Αυτό συνέβη με τον Κώστα Καραμανλή, αυτό συμβαίνει και σήμερα με τον Αλέξη Τσίπρα».

Στην από κοινοβουλευτικού βήματος ανάγνωση του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου «υπάρχει μια συνολική προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου, εφευρέσεως και αναδείξεως ανύπαρκτων σκανδάλων, καθοδηγήσεως ή ακόμα χειρότερα χειραγωγήσεως της Δικαιοσύνης. Ο στόχος είναι προφανής, να πληγεί η κυβέρνηση με κάθε τρόπο, να μειωθεί όσο γίνεται το μεγάλο ηθικό πλεονέκτημα που διαθέτει έναντι του παλαιού πολιτικού συστήματος». «Στο πλαίσιο αυτό», συμπλήρωσε, «εντάσσεται και η σημερινή συζήτηση». Με αυτήν την παράγραφο της ομιλίας του συμπύκνωσε και το συριζαϊκό επιχείρημα. Ή, αν προτιμάτε, έδειξε τον δρόμο που ακολουθεί και πιθανότατα θα συνεχίσει να ακολουθεί το Μαξίμου. Αυτόν, που το επιχείρημα της ανανέωσης το αρθρώνουν πολιτικοί που έχουν γράψει πολλές εργατοώρες στο επάγγελμα.