Η ταχύτητα και η συνέπεια στην εφαρμογή των ψηφισμένων μεταρρυθμίσεων και των δρομολογημένων ιδιωτικοποιήσεων αλλά και η γρήγορη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης θεωρούνται από πηγές των δανειστών καθοριστικοί παράγοντες για το αν σε δώδεκα μήνες από σήμερα η Ελλάδα θα προετοιμάζεται για νέο πρόγραμμα, για προληπτική γραμμή πίστωσης ή για καθαρή έξοδο από το Μνημόνιο. Το τελευταίο σενάριο, της καθαρής εξόδου, παρότι επιχειρείται από κυβερνητικά στελέχη να παρουσιαστεί ως το επικρατέστερο, συναντά ουσιαστικές επιφυλάξεις τόσο από αναλυτές όσο και τον διεθνή Τύπο.

Μία εβδομάδα μετά τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στην «Γκάρντιαν», στην οποία ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε πως «τα χειρότερα είναι πίσω μας», η βρετανική εφημερίδα σε χθεσινό της δημοσίευμα φιλοξενεί ιστορίες απεγνωσμένων από την κρίση Ελλήνων υπό τον τίτλο: «Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν κανένα φως στην άκρη κανενός τούνελ».

Παράλληλα, σε δημοσίευμά του το Bloomberg ανέφερε ότι «τα δύσκολα για την Ελλάδα δεν έχουν περάσει» και επισήμαινε τις εκκρεμότητες στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, που καθιστούν πολύ δύσκολους τους επόμενους μήνες.

Η κυβέρνηση μπορεί να ψήφισε ύστερα από πολύμηνη διαπραγμάτευση με τους δανειστές 140 προαπαιτούμενα, αλλά η υλοποίησή τους εντός χρονοδιαγράμματος δεν είναι καθόλου βέβαιη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαμόρφωση του καταλόγου των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, στις οποίες θα μπει πωλητήριο.

Ο κατάλογος θα έπρεπε να έχει εγκριθεί έως χθες από την Κομισιόν, πλην όμως οι ελληνικές προτάσεις φαίνεται πως δεν έχουν τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών (αναλυτικό ρεπορτάζ για τις ιδιωτικοποιήσεις σελίδα 13).

Εκτός από τις εκκρεμότητες των ψηφισμένων μέτρων, η επικείμενη τρίτη αξιολόγηση του φθινοπώρου θεωρείται βέβαιο από αρμόδιους παράγοντες ότι θα δοκιμάσει τις ανοχές και τις αντοχές της κυβέρνησης.

Ηδη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει δείξει τα δόντια του θέτοντας ζητήματα όπως ταχύτερη εφαρμογή της νέας μείωσης του αφορολογήτου (προβλέπεται κανονικά για το 2020), επίσπευση των στρες τεστ για τις ελληνικές τράπεζες, πάγωμα των αντιμέτρων έως το 2023, αλλά και διατήρηση του σημερινού καθεστώτος στα εργασιακά και μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος.

Νέες εκδόσεις ομολόγων. Επιπλέον, όπως επισημαίνουν αναλυτές, προκειμένου να υπάρξει καθαρή έξοδος από το Μνημόνιο, η Ελλάδα θα πρέπει να βγει στις αγορές τουλάχιστον δυο – τρεις φορές έως τον Αύγουστο του 2018, εγχείρημα το οποίο ενσωματώνει πολλά ερωτηματικά.

Αναλυτές της JP Morgan υποστηρίζουν ότι προϋπόθεση αποτελούν η πλήρης εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής ατζέντας και το ξεκαθάρισμα του τοπίου όσον αφορά το χρέος πολύ πριν εκπνεύσει το ελληνικό πρόγραμμα, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στην ΕΚΤ να προχωρήσει σε τοποθετήσεις σε ελληνικούς τίτλους.

Αξιολογώντας τις πρόσφατες εξελίξεις μετά την έκδοση του πενταετούς ελληνικού ομολόγου η HSBC σημειώνει ότι το νέο ομόλογο έχει αρκετή ρευστότητα, αλλά το βάθος της τιμολόγησής του εξακολουθεί να είναι μικρό σε σχέση με την υπόλοιπη αγορά ομολόγων: το βάθος της αγοράς είναι κατά πάσα πιθανότητα μικρότερο από 5 εκατ. ευρώ.

Αν υπάρξει κάποιο πολιτικό γεγονός που θα προκαλέσει την πτώση της τιμής του, η πόρτα εξόδου στις αγορές θα περιοριστεί, εκτιμά η βρετανική τράπεζα.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της, παρότι ο πιστωτικός κίνδυνος είναι διαχειρίσιμος, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον πολιτικό κίνδυνο, ο οποίος κρίνεται ως πιο σημαντικός. Οπως εξηγεί, ο πολιτικός κίνδυνος είναι η έκθεση της Ελλάδας στις μελλοντικές ενέργειες των επίσημων πιστωτών της.

Το χρέος. Η συνεχιζόμενη διαφωνία μεταξύ του ΔΝΤ και των ευρωπαίων πιστωτών δείχνει ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις προβλέψεις για την ανάπτυξη και το πλεόνασμα. Μετά το 2022, το ΔΝΤ εκτιμά ότι αν δεν υπάρξει περαιτέρω ουσιαστική ελάφρυνση χρέους η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει σημαντική πίεση.

Σύμφωνα με την HSBC, η ελάφρυνση του χρέους από το Eurogroup είναι απίθανο να καταστεί σαφέστερη πριν από το τέλος του προγράμματος, το επόμενο έτος. Αν η πρόταση της Ευρώπης απογοητεύσει, οι επενδυτές μπορεί να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό χρέος δεν θα καταστεί βιώσιμο, ανατρέποντας τους σχεδιασμούς.