Το γεγονός ότι το Κραν Μοντανά πέρασε ήδη στην Ιστορία ως μία ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να λύσει το Κυπριακό, ελάχιστη σημασία έχει. Από το σχέδιο Ατσεσον του 1964, το οποίο προέβλεπε την ένωση Ελλάδας – Κύπρου με αντάλλαγμα την παραχώρηση για 50 χρόνια μιας στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία που θα αντιστοιχούσε στο 5% του κυπριακού εδάφους, ώς σήμερα, που η Τουρκία εξακολουθεί να κατέχει στρατιωτικά το 40% του εδάφους της Κύπρου, ένα είναι βέβαιο: οι διεθνείς διαπραγματευτές έρχονται και παρέρχονται, το Κυπριακό μένει.

Αυτός που ωστόσο δεν είναι διόλου βέβαιο ότι μετά την εμπειρία του Κραν Μοντανά θα εξακολουθήσει να παραμένει ενεργός στις προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού είναι ο νέος γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, που ήδη χρεώθηκε την πρώτη σοβαρή αποτυχία του. «Για να εμπλακεί εκ νέου ο Γκουτέρες στο Κυπριακό, θα πρέπει είτε να υπάρξουν ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη νέα δεδομένα τα οποία προς το παρόν δεν είναι ορατά είτε να δημιουργηθεί μια σοβαρή κρίση, η φύση της οποίας δεν είναι τώρα προβλέψιμη» ανέφερε έμπειρος διπλωμάτης στις Βρυξέλλες, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι το κλίμα που επικρατεί στα ανώτατα κλιμάκια της ΕΕ ως προς το Κυπριακό περιγράφεται με μία μόνο λέξη: απογοήτευση.

Εντούτοις, το ενδεχόμενο να μην καταλήξουν πουθενά οι διαπραγματεύσεις συζητιόταν εδώ και καιρό στις Βρυξέλλες. Η αναγωγή του ζητήματος των εγγυήσεων σε μείζον θέμα δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας, παρά το γεγονός ότι παλαιότερα ο πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης δεν δίσταζε να δηλώνει πως η καλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια των Κυπρίων είναι η δημιουργία ενός λειτουργικού κράτους.

Η εντύπωση που κυριαρχεί στις Βρυξέλλες είναι πως το ζήτημα των εγγυήσεων και της παραμονής των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί δεν έπρεπε να λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις αφού έχει περισσότερο συμβολικό και λιγότερο ουσιαστικό χαρακτήρα. Αλλωστε, σε πολλούς αναλυτές η ιστορία του Κυπριακού έχει δείξει πως η συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Κύπρου (και όχι μόνο) ελαχίστως καθορίστηκε εδώ και μισό αιώνα από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τις διεθνείς συμβάσεις. Αντιθέτως, καθορίστηκε από τους συσχετισμούς των δυνάμεων, το διεθνές περιβάλλον και τις διπλωματικές ισορροπίες. Η εισβολή στην Κύπρο έγινε το 1974 κατά παράβαση όλων των διεθνών κανόνων, τους οποίους η Τουρκία όπως και άλλα στρατιωτικώς ισχυρά κράτη συχνά εφαρμόζουν αναλόγως προς τα συμφέροντά τους.

Από την άλλη, πολλοί ήλπιζαν τον τελευταίο καιρό ότι για λόγους εσωτερικών και διεθνών ισορροπιών η τουρκική πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να φερθεί εποικοδομητικά στο Κυπριακό, η επίλυση του οποίου θα εξωράιζε την ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένη διεθνή εικόνα του τούρκου προέδρου.

Ο ρόλος της Τουρκίας. Μια εικόνα που ωστόσο, όπως και ο ίδιος ο Ερντογάν διαπιστώνει, συνεχώς βελτιώνεται, παρά τις εντάσεις στο εσωτερικό της χώρας του. Η βελτίωση οφείλεται φυσικά στον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η Τουρκία σε μείζονα θέματα της διεθνούς πολιτικής σκηνής, αρχής γενομένης από τον πόλεμο κατά των τζιχαντιστών και την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.

Οφείλεται όμως και σε έναν ακόμη παράγοντα. Στο γεγονός ότι τόσο στην Τουρκία (του Ερντογάν) όσο και στη (χριστιανοδημοκρατική) Ευρώπη, παρά τα όσα κατά καιρούς λέγονται, εδραιώνεται η πεποίθηση ότι τελικώς η Τουρκία δεν ανήκει (ή δεν πρέπει να ανήκει) στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Ετσι, κατά πάσα πιθανότητα οι διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση της Τουρκίας στην ΕΕ, που ούτως ή άλλως καρκινοβατούν, κάποια στιγμή (και ενδεχομένως κοινή συναινέσει) θα παγώσουν και αντ’ αυτών θα δρομολογηθούν οι διαπραγματεύσεις για μια ειδική σχέση ανάμεσα στις Βρυξέλλες και την Αγκυρα.

Η εξέλιξη αυτή θα είναι καθοριστικής σημασίας για όλες τις πτυχές των σχέσεων της ΕΕ με την Τουρκία, της τελωνειακής της ένωσης με την Ευρώπη και του Κυπριακού συμπεριλαμβανομένων. Και τούτο διότι τα εν λόγω δύο ζητήματα δεν θα εξετάζονται πλέον στην προοπτική της προσχώρησης της Τουρκίας στην ΕΕ, αλλά μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, το οποίο θα έχει λιγότερο κοινοτικό και περισσότερο διακρατικό χαρακτήρα και όπου το δικαίωμα στο βέτο (που ούτως ή άλλως ουδέποτε ωφέλησε τις λεγόμενες μικρές χώρες) επί της ουσίας δεν θα είναι υπαρκτό. Πόσω μάλλον όταν η κυρίαρχη σήμερα τάση στην ενωμένη Ευρώπη δεν είναι άλλη από τη δημιουργία συνεργασιών «πολλών ταχυτήτων» και «μεταβλητών γεωγραφιών», από ομάδες κρατών-μελών που από κοινού συμφωνούν να εφαρμόσουν τις ίδιες πολιτικές, χωρίς τα υπόλοιπα κράτη να έχουν τη δυνατότητα να θέτουν εμπόδια. Εν προκειμένω, έχουν ήδη επί της αρχής συμφωνήσει η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίες αναμένεται να εξειδικεύσουν τις προτάσεις τους το ερχόμενο φθινόπωρο, αμέσως μετά τη διενέργεια των γερμανικών βουλευτικών εκλογών.

Οι κίνδυνοι. Το ενδεχόμενο λοιπόν να επιστρέψουν τα δεδομένα του Κυπριακού είκοσι και βάλε χρόνια πίσω, δηλαδή στην εποχή κατά την οποία η Ελλάδα μόνη προσπαθούσε να εμποδίσει οποιαδήποτε βελτίωση των σχέσεων της Ευρώπης με την Τουρκία, είναι υπαρκτό. Το διπλωματικό επίτευγμα των Σημίτη, Κληρίδη, Πάγκαλου, Κασουλίδη και Κρανιδιώτη, να βάλουν την Κύπρο στην Ευρώπη, ελέγχοντας ταυτόχρονα την Τουρκία, θα κινδυνεύσει να εκφυλιστεί μεταβάλλοντας καθοριστικά τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων υπέρ της Τουρκίας και εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.

Ώς τότε, πάντως, και στα απόνερα του ναυαγίου στο Κραν Μοντανά, αναμένεται να ενισχυθεί το διεθνές στάτους της τουρκοκυπριακής κοινότητας, χωρίς ωστόσο να τεθεί ζήτημα κρατικής οντότητας, αφού αυτό θα ενοχλούσε τα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν περιφέρειες με φυγόκεντρες, αν όχι αποσχιστικές, τάσεις. Τάσεις που η τουρκική διπλωματία δεν θα κάνει το λάθος να ενισχύσει, αν δεν έχει κάτι να κερδίσει.