«Αλβανοί χορεύοντες σκέπτονται να στρέψουν προς νέες διευθύνσεις τις ενέργειές τους, εις τρόπον ώστε τα παιδιά να μην καταλάβουν τίποτες από τις πικρίες και τας απογοητεύσεις της ζωής. Να μην καταλάβουν τίποτες πριν από τον καιρό τους»

Νίκος Εγγονόπουλος (Ποιήματα Α.)

Η χαρά ξεχείλιζε χθες στις Βρυξέλλες. Υστερα από σχεδόν εννέα χρόνια φαγούρας, δηλαδή από το 2009 οπότε με βάση τις επίσημες ευρωπαϊκές στατιστικές η Ελλάδα εμφάνισε «αιφνιδίως» δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο προς το 15,1% του ΑΕΠ της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε –και επισήμως πλέον –ότι το 2016 το έλλειμμα έγινε πρωτογενές πλεόνασμα ίσο προς το 0,7% του ΑΕΠ. Τούτου δοθέντος και λαμβάνοντας υπόψη πως για τα ερχόμενα δύο χρόνια δεν τίθεται θέμα επιστροφής στα ελλείμματα, ο αρμόδιος για τα οικονομικά επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί ανακοίνωσε ότι εφεξής η Ελλάδα δεν υπόκειται στη διαδικασία ελέγχου και επιτήρησης που προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις χώρες με υπερβολικά ελλείμματα.

Σε καθεστώς υπερβολικού ελλείμματος με βάση την κοινοτική νομοθεσία εντάσσονται οι χώρες με έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα εξακολουθεί να υπόκειται, βεβαίως, στις πολύ πιο εντατικές διαδικασίες ελέγχου και επιτήρησης που προβλέπονται για τις χώρες «σε πρόγραμμα», αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία στην οποία δεν αναφέρθηκαν ιδιαιτέρως χθες στις Βρυξέλλες, όπου το σύνθημα ήταν κατά βάση ένα: επιστροφή στην ανάπτυξη.

Μια ανάπτυξη που κατά κοινή ομολογία, αν έλθει, θα έλθει πολύ καθυστερημένα, σε σχέση τουλάχιστον με τις άλλες χώρες που ήταν «σε πρόγραμμα». Και αυτό διότι στην Ελλάδα δεν εφαρμόστηκε απλώς και μόνο η διαδικασία «περί υπερβολικού ελλείμματος», αλλά εφαρμόστηκε και μια ad hoc διαδικασία «περί υπερβολικού πλεονάσματος». Ενός πλεονάσματος για το οποίο αν υπάρχει κάποιος άξιος συγχαρητηρίων αυτός είναι, όπως άλλωστε ανέφερε χθες ο Μοσκοβισί, ο ελληνικός λαός. Ενός δημοσιονομικού πλεονάσματος που ωστόσο συμφωνήθηκε να επιτευχθεί «ταχέως και εμπροσθοβαρώς», δηλαδή κατά τρόπο μη συμβατό προς την επιδιωκόμενη σήμερα στα λόγια τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας.

Ενα πρωτογενές πλεόνασμα στην επίτευξη του οποίου από το 2015 και μετά συνέβαλε η σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με μια πρωτοφανή φοροκαταιγίδα σε εισοδήματα, επιχειρήσεις και καταναλωτικά αγαθά, η οποία ενώ από τη μια είχε ως αποτέλεσμα να φουσκώσει το πρωτογενές πλεόνασμα, από την άλλη μαζί με τις περικοπές στις συντάξεις ενίσχυσε την υφεσιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.

Κατά τα άλλα, χθες όταν ρωτήθηκε ο γάλλος επίτροπος ποιες ελληνικές κυβερνήσεις πέτυχαν σημαντικότερες μειώσεις ελλειμμάτων από το 2009 μέχρι σήμερα αρνήθηκε να απαντήσει. Ωστόσο, λαμβάνοντας ενδεχομένως υπόψη ότι έχει δηλώσει υποψήφιος για τη μετά τον Ντεϊσελμπλούμ προεδρία του Eurogroup, φρόντισε να χαρακτηρίσει τον έλληνα Πρωθυπουργό φίλο του.

Ο Πιερ Μοσκοβισί στάθηκε αρωγός και στην προσπάθεια της κυβέρνησης να προσφύγει άμεσα στις αγορές συντηρώντας με τις δηλώσεις του ένα τεχνητό κλίμα αισιοδοξίας που επιχειρείται να καλλιεργηθεί γύρω από το θέμα αυτό. Δήλωσε ότι μετά την έγκριση της δόσης των 8,5 δισ. ευρώ και την έξοδο από το καθεστώς υπερβολικού ελλείμματος, η προοπτική της Ελλάδας να δανειστεί από τις αγορές για πρώτη φορά μετά το 2014 «είναι περισσότερο αξιόπιστη». Η Ελλάδα έχει γίνει πιο αξιόπιστη χώρα και αυτό στέλνει ένα δυνατό σήμα στους δανειστές είπε.

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΔΝΤ. Βεβαίως η κυβέρνηση, ενώ σκοπεύει να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά την πρώτη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές διαφημίζοντάς την ως ένα πρώτο βήμα απεγκλωβισμού από τα Μνημόνια, την ίδια ακριβώς στιγμή με την επιστολή προθέσεών της που απέστειλε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ζητά τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα και αποδέχεται μία σειρά από σκληρές δεσμεύσεις, που επιβεβαιώνουν τη συνέχιση της πολιτικής υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων με τη λήψη και άλλων μέτρων λιτότητας, αν χρειαστεί, και του ασφυκτικού ελέγχου της χώρας από τους δανειστές.

Είναι ενδεικτικό ότι στην επιστολή προθέσεων που υπογράφεται από τον Πρωθυπουργό, τον υπουργό Οικονομικών και τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, ζητείται η συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα, την αποχώρηση του οποίου, ως γνωστόν, είχε κάνει σημαία της η κυβέρνηση. Μεταξύ άλλων, με αυτήν αναλαμβάνονται δεσμεύσεις για ανατροπές στα εργασιακά όπως η θεσμοθέτηση αυξημένης απαρτίας στις συνελεύσεις των εργαζομένων για τη λήψη απόφασης για απεργία, η ολοκλήρωση του επανυπολογισμού των συντάξεων από τον οποίο θα προκύψουν οι περικοπές στην προσωπική διαφορά, να τεθεί πλαφόν στους συμβασιούχους στο Δημόσιο κ.ά.