Με ασκήσεις ισορροπίας σε μια δύσκολη γεωπολιτική συγκυρία επιχειρεί η Αθήνα να διαχειριστεί το αυξημένο αμερικανικό ενδιαφέρον για τη βάση της Σούδας στον απόηχο και των επαναλαμβανόμενων απειλών του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι θα κλείσει την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία.

Το αμερικανικό αίτημα να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ στο μεγαλύτερο βαθύ λιμάνι της Μεσογείου βρίσκεται τους τελευταίους μήνες ψηλά στην ατζέντα των ζητημάτων που απασχολούν το υπουργείο Αμυνας.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το ζήτημα της ανανέωσης της σύμβασης για τις αμερικανικές διευκολύνσεις στον Κόλπο της Σούδας ήταν ένα από τα εκείνα που συζητήθηκαν εκτενώς κατά την τελευταία συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ, αν και όπως αναφέρουν από το υπουργείο Εξωτερικών η κυβέρνηση δεν έχει μπει –τουλάχιστον για την ώρα –σε διαδικασία διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ.

Διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι το θέμα έχει ανοίξει πιο πολύ διερευνητικά –ώστε κάθε πλευρά να κάνει σαφείς τις επιδιώξεις της –παρά επί της ουσίας. Η διάθεση των ΗΠΑ να βάλουν στην ατζέντα των διμερών σχέσεων την αναβάθμιση της παρουσίας τους στη Σούδα είναι πάντως εμφανής, με τον αμερικανό πρέσβη Τζέφρι Πάιατ να έχει ανοίξει δημοσίως τα χαρτιά του για το θέμα.

Για τον Πάιατ, η Σούδα –το «διαμάντι του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο» όπως έχει χαρακτηριστεί η εν λόγω βάση σε έκθεση του αμερικανικού στρατιωτικού Ινστιτούτου Λέξινγκτον –θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια σημαντική πλατφόρμα πάνω στην οποία θα μπορούσαν να οικοδομηθούν ουσιαστικότερες σχέσεις μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων Ελλάδας – ΗΠΑ, όπως δηλώνει και ο ίδιος στις δημόσιες παρεμβάσεις του.

Η αναγνώριση της στρατηγικής αξίας της Σούδας ως ενός από τα βασικότερα γρανάζια στις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση του ISIS συνιστά ακόμη μια επιβεβαίωση του ουσιαστικού γεωπολιτικού ρόλου που κατέχει η Ελλάδα. Στο νεοκλασικό της Βασιλίσσης Σοφίας εκτιμούν ότι σε συνδυασμό με τον απρόβλεπτο παράγοντα Τουρκία που δεν πρέπει να παραγκωνίζεται, το ζήτημα απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. Ενας ακόμη παράγοντας άλλωστε σχετίζεται και με το μομέντουμ κατά το οποίο εκδηλώνεται το αμερικανικό ενδιαφέρον, δηλαδή τη χρονική περίοδο που οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας δοκιμάζονται από την αδιαλλαξία Ερντογάν αλλά και από την απόφαση της Ουάσιγκτον να εξοπλίσει τους κούρδους αντάρτες της Συρίας.

Για την ηγεσία του υπουργείου Αμυνας, εξάλλου, η αναβάθμιση της αμερικανικής παρουσίας στη βάση της Σούδας με παράλληλη χρονική επέκταση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement) –η οποία υπενθυμίζεται έχει ετήσια ισχύ –είναι προς το συμφέρον της χώρας και ενδεχομένως να μπορούσε να αποφέρει στην Ελλάδα σημαντικά ανταλλάγματα σε επίπεδο εξοπλισμών.

Η βιασύνη του Καμμένου. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, η πρόσφατη τοποθέτηση του Πάνου Καμμένου που είχε σπεύσει από το Κόσοβο να ανακοινώσει –χωρίς να έχει προηγηθεί εσωτερική συζήτηση μεταξύ των συναρμοδίων και πολύ περισσότερο η απαιτούμενη συγκατάθεση της Βουλής –την ανανέωση κατά 5 έτη της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τη Σούδα ερμηνεύτηκε ακόμα και στο εσωτερικό της κυβέρνησης ως μια προσπάθεια του υπουργού να προκαταλάβει τις εξελίξεις. Αυτό γιατί η απόφαση για τον τρόπο που σκοπεύει να διαχειριστεί το αμερικανικό αίτημα η Αθήνα –με τον τελικό λόγο να ανήκει κατά πληροφορίες προσωπικά στον Πρωθυπουργό –κάθε άλλο παρά ειλημμένη είναι, ενώ στο τραπέζι υπάρχουν πολλά και διαφορετικά σενάρια με το ανάλογο πολιτικό βάρος για όσους εμπλέκονται.

Σε κάθε περίπτωση, η διαπραγμάτευση για την αναβάθμιση της συμφωνίας και τη χρονική επέκτασή της κατά ένα, πέντε ή οκτώ έτη έχει κυρίως διπλωματική χροιά. Υπ’ αυτήν την έννοια και πέρα από τις εντυπώσεις που καλλιεργούνται από τις εμπλεκόμενες πλευρές, για την ώρα δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας επίσημος δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Ουάσιγκτον, τουλάχιστον σε επίπεδο υπ. Εξωτερικών, για τη βάση της Σούδας πέρα από την αναμενόμενη εκδήλωση ενδιαφέροντος.