Δομικές αλλαγές στον χώρο των δικαστηρίων με στόχο την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, αλλά και βελτιώσεις στον νόμο Παρασκευόπουλου, που οδήγησε εκτός φυλακών κρατουμένους για βαριά κακουργήματα, προαναγγέλλει μέσω των «ΝΕΩΝ» ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής. Στην πρώτη εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του για τα καυτά θέματα της Δικαιοσύνης:

n Αναφέρει πως μέχρι το φθινόπωρο θα έχει θεσμοθετήσει εξαιρέσεις κρατουμένων που δεν θα μπορούν να υπαχθούν στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου Παρασκευόπουλου.

n Χαρακτηρίζει πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης, στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης, την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ώστε να λάβει τέλος το καθεστώς της ατιμωρησίας των πολιτικών προσώπων.

Νέα δεδομένα για να μπορεί ο πολίτης να βρίσκει γρηγορότερα το δίκιο του ετοιμάζει με μια σειρά από δράσεις το υπουργείο υπό τον Σταύρο Κοντονή, όπως η αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας αδικημάτων που θα αφαιρέσει δικαστηριακή ύλη, ενώ σύντομα τα δικαστήρια δεν θα απασχολούνται ούτε για τα συναινετικά διαζύγια.

Τις τελευταίες μέρες η Δικαιοσύνη βρέθηκε για άλλη μία φορά στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας με αφορμή την παραίτηση της Εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Ράικου. Tι ήταν αυτό που πιστεύετε ότι την οδήγησε στην έξοδο;

Οπως ήδη έχω δηλώσει, η παραίτηση της κυρίας Ράικου προκαλεί εύλογα ερωτηματικά, διότι συνέβη τη στιγμή που η ίδια είχε την απόλυτη κι έμπρακτη στήριξη από το υπουργείο Δικαιοσύνης προκειμένου να διερευνηθεί η υπόθεση Novartis. Επειδή, μάλιστα, στο από 24-3-2017 έγγραφό της προς την κυρία Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αναφέρεται σε παράκεντρα εξουσίας και σε συμφέροντα διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών, έχει κληθεί κατ’ επανάληψη από την κυβέρνηση να τα προσδιορίσει και να τα κατονομάσει. Ελπίζω να το πράξει κατά τη διαδικασία του πειθαρχικού ελέγχου, την οποία διέταξε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Μου είναι όμως, σε κάθε περίπτωση, δυσάρεστο να βλέπω μια ανώτερη εισαγγελική λειτουργό να παραιτείται και όχι να διώκει ποινικά όσους πιθανόν την εμπόδισαν στην άσκηση των καθηκόντων της.

Ενας βασικός ισχυρισμός της Ελένης Ράικου είναι η έλλειψη θεσμικής προστασίας. Στον τομέα της θωράκισης των δικαστικών λειτουργών πιστεύετε ότι υπάρχουν επιπλέον μέτρα;

Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί απολαμβάνουν από το ίδιο το Σύνταγμα προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, η οποία συνιστά την ύψιστη θεσμική προστασία τους ώστε να ασκούν τα καθήκοντά τους με αμεροληψία. Καλύτερη θωράκιση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από αυτή που τους παρέχει το Σύνταγμα δεν υπάρχει. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση δεν σχεδιάζει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση. Αποφασισμένοι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί χρειάζονται.

Η υπόθεση της Νovartis έχει χαρακτηριστεί και από εσάς ως «η κορωνίδα της διαφθοράς».

Απ’ όσα έχουν δει μέχρι σήμερα το φως της δημοσιότητας, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι εκτός από ένα εκτεταμένο δίκτυο εκατοντάδων γιατρών του ΕΣΥ που χρηματίζονταν για να συνταγογραφούν τα φάρμακα της συγκεκριμένης εταιρείας, υφίστατο κι ένα σύστημα υπερκοστολόγησης των φαρμάκων, το οποίο δημιουργούσε τεράστιες απώλειες χρημάτων για το ελληνικό Δημόσιο, όχι μόνο την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, αλλά και κατά την περίοδο της φτωχοποίησης του ελληνικού λαού, δηλαδή και μετά το 2009. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι τόσο από ποσοτική άποψη, εξαιτίας του εκτεταμένου αριθμού των εμπλεκόμενων κρατικών λειτουργών, όσο και από ηθική, μια και γνωρίζετε πολύ καλά ότι τα προηγούμενα χρόνια η πρόσβαση στο φάρμακο και στην υγεία φτωχών συμπολιτών μας είχε καταστεί από δύσκολη μέχρι αδύνατη πολλές φορές, το σκάνδαλο στο οποίο αναφερόμαστε ξεπερνά κάθε όριο και αποτυπώνει μια εκτεταμένη εικόνα σήψης και διαφθοράς που ενδημούσε επί χρόνια στο ελληνικό Δημόσιο.

Τα τελευταία χρόνια ο πόλεμος κατά της διαφθοράς στο πεδίο της Δικαιοσύνης διεξάγεται κυρίως με αιχμή του δόρατος τον θεσμό των Ανακριτών Διαφθοράς, της Εισαγγελίας Διαφθοράς και του Οικονομικού Εισαγγελέα. Εκτιμάτε ότι οι θεσμοί αυτοί έχουν αποδώσει;

Νομίζω ότι είναι κοινή η αντίληψη ότι είναι θεσμοί και λειτουργίες που έχουν αποδώσει αρκετά σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα τούς είχε ανάγκη εξαιτίας των πολλών φαινομένων διαφθοράς που προκαλούσαν τους πολίτες και την κοινή γνώμη. Θεωρώ όμως ότι οι θεσμοί αυτοί χρειάζονται ενίσχυση σε επιστημονικό προσωπικό και σε μέσα. Στην κατεύθυνση αυτή έχει εξαγγελθεί κι επιτέλους θα υλοποιηθεί η σύσταση της Δικαστικής Αστυνομίας, που ήδη εκκρεμεί από το έτος 1993, στην οποία στόχος μας είναι να ενταχθούν και πραγματογνώμονες – εμπειρογνώμονες που θα παρέχουν ειδικές γνώσεις στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς.

Βασικοί άξονες της πολιτικής της κυβέρνησης στον χώρο της Δικαιοσύνης επί υπουργίας σας είναι η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Πώς μπορεί να κερδηθεί αυτό το διαχρονικό στοίχημα;

Εν πρώτοις, θέλω να πω ότι η υποστελέχωση των δικαστικών υπηρεσιών από τις προηγούμενες κυβερνήσεις έχει επιβαρύνει τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη τρεις διαγωνισμοί πρόσληψης δικαστικών υπαλλήλων. Ομως, θέλω να τονίσω ότι οποιαδήποτε ενίσχυση σε ανθρώπινο δυναμικό των δικαστικών υπηρεσιών θα αποβεί άκαρπη, εάν δεν συνοδεύεται με γενναίες μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές τομές. Γι’ αυτό εργαζόμαστε, πρωτίστως, στην κατεύθυνση της αναμόρφωσης των βασικών υφιστάμενων κωδίκων, δηλαδή της Πολιτικής Δικονομίας, της Ποινικής Δικονομίας και του Ποινικού Κώδικα, ώστε να εκσυγχρονιστούν και να ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις. Ηδη έχει ψηφιστεί ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας και έχει βελτιωθεί ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας. Παράλληλα, έχει συσταθεί η νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τη σύσταση της Δικαστικής Αστυνομίας και ευελπιστώ ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο θα έχουμε ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο άμεσα υλοποιήσιμο και αξιοποιήσιμο. Επίσης, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα αφαιρεθεί δικαστική ύλη με την αποποινικοποίηση κάποιων αδικημάτων ήσσονος σημασίας, όπως επίσης δεν θα απασχολούνται πλέον τα δικαστήρια με την έκδοση συναινετικού διαζυγίου. Πολλά αναμένουμε να αποδώσει και ο θεσμός της διαμεσολάβησης, δηλαδή της εξώδικης επίλυσης των διαφορών. Θεωρώ ότι σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού και της επιτάχυνσης θα είναι η δημιουργία δύο ακόμα πρωτοδικείων στην Αττική, η οποία εκκρεμεί από τον Ιούνιο του 1981. Ηδη έχουμε ξεκινήσει τις συζητήσεις με την Περιφέρεια Αττικής και τους δημάρχους Περιστερίου και Χαλανδρίου προκειμένου να βρεθούν κατάλληλοι χώροι και κτίρια για τη στέγαση των δύο νέων πρωτοδικείων.

Σύντομα λήγει η θητεία της Προέδρου του Αρείου Πάγου και η κυβέρνηση θα κληθεί να επιλέξει το πρόσωπο που θα τη διαδεχθεί. Ποια θα είναι τα κριτήρια για την επιλογή του νέου Προέδρου του Αρείου Πάγου;

Οταν πρόκειται για τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς της χώρας, το μόνο σίγουρο που μπορεί να πει κάποιος είναι ότι άπαντες έφθασαν στην κορυφή της ιεραρχίας έχοντας διακριθεί για την επιστημονική τους κατάρτιση, την ορθή κοινωνική τους αντίληψη και το ήθος τους. Επομένως, όλοι είναι εν δυνάμει ικανοί για να τεθούν επικεφαλής του δικαστικού σώματος. Είναι ένα ευχάριστο πρόβλημα, το οποίο θα επιλύσει η κυβέρνηση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως το Σύνταγμα ορίζει.

Κατά τη γνώμη σας, ποιος θα ήταν ο ιδανικός τρόπος επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων; Μήπως έφτασε η ώρα, όπως πολλοί λένε, να αποκοπεί ο λεγόμενος ομφάλιος λώρος της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία;

Διαφωνώ ριζικά με αυτούς που υποστηρίζουν το τελευταίο. Θεωρώ ότι η συνταγματική πρόβλεψη είναι η πλέον κατάλληλη κι επαρκής, διότι συνδυαζόμενη με τη διάταξη περί διάκρισης των εξουσιών και την αυτονόητη τήρηση των κριτηρίων της επιλογής της ηγεσίας του δικαστικού σώματος εκ μέρους των κυβερνήσεων, όπως τα προανέφερα, είναι δυνατό να φτάνουμε κάθε φορά στα πλέον κατάλληλα πρόσωπα για την ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας. Αντίθετα, μια δικαστική ηγεσία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, η οποία θα αναπαράγεται στο διηνεκές από τους ίδιους τους δικαστές και η οποία πιθανόν να έχει εγγράψει αδυναμίες και λάθη, και μην πάει ο νους σας μόνο σε παραδικαστικά κυκλώματα και λοιπές παρόμοιες καταστάσεις, είναι κάτι που δεν συνάδει προς το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Το υπάρχον σύστημα έχει λειτουργήσει επί δεκαετίες ομαλά και πέρα από τις κατά καιρούς αντιπολιτευτικές κορόνες, που διανθίζονται με σενάρια συνωμοσίας, δεν υπάρχουν αρνητικά φαινόμενα που να δικαιολογούν την αλλαγή του.

Η αντιπολίτευση συχνά κάνει λόγο για προσπάθεια χειραγώγησης της Δικαιοσύνης, επικαλούμενη συγκεκριμένες υποθέσεις που έχουν προκαλέσει αντιδράσεις από τον νομικό και τον δικαστικό κόσμο. Τι απαντάτε;

Αυτή είναι μια αόριστη, γενική και χωρίς καμία βάση κατηγορία της αντιπολίτευσης. Θα έλεγα μιας ανεύθυνης αντιπολίτευσης, η οποία με αυτόν τον τρόπο, ενώ προσπαθεί ψευδολογώντας να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για την κυβέρνηση, ουσιαστικά πλήττει την ίδια τη Δικαιοσύνη και τους δικαστικούς λειτουργούς, αφού τους αντιμετωπίζει ως χειραγωγούμενους από την κυβέρνηση και με αυτόν τον τρόπο τούς υποτιμά. Εκτός κι αν, στην περίπτωση αυτή, ισχύει η ρήση ότι η Δεξιά «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια».

Οι προανακριτικές επιτροπές σπάνια οδηγούν σε κάποιο αποτέλεσμα. Κάθε φορά μάλιστα που η Δικαιοσύνη σκοντάφτει σε ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων επανέρχεται η συζήτηση για την ανάγκη αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών στο πλαίσιο συνταγματικής αναθεώρησης. Μια τέτοια αλλαγή είναι στην ατζέντα της κυβέρνησης;

Δεν συμφωνώ ότι οι εξεταστικές ή προανακριτικές επιτροπές δεν οδήγησαν σε κανένα αποτέλεσμα. Οταν συστάθηκαν τέτοιες επιτροπές, φωτίστηκαν πτυχές υποθέσεων ακραίας διαφθοράς και υπήρξε καταλογισμός ευθυνών. Συμφωνώ όμως απόλυτα με την ανάγκη αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών, διότι είναι γεγονός ότι η συνταγματική ρύθμιση, την οποία είχαν στηρίξει το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, περί σύντομου χρόνου παραγραφής των αδικημάτων πολιτικών προσώπων αποτελεί όνειδος για το δημοκρατικό μας πολίτευμα και το κράτος δικαίου, ενίσχυσε δε, μέχρι αποχαλίνωσης, την τάση υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών των προηγούμενων κυβερνήσεων να εμπλέκονται σε υποθέσεις σκανδάλων και διαφθοράς. Η αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών αποτελεί όχι απλά αίτημα της Αριστεράς, αλλά και καθολικό αίτημα των ελλήνων πολιτών, ώστε το καθεστώς ατιμωρησίας να λάβει τέλος. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι η αλλαγή της συνταγματικής ρύθμισης για την ποινική ευθύνη υπουργών είναι πρώτη της προτεραιότητα. Καλό θα είναι η αντιπολίτευση, η οποία επί χρόνια είχε ταυτιστεί με το καθεστώς της διαφθοράς, να ξεπεράσει τον εαυτό της και να συμπράξει με την κυβέρνηση για την εξυγίανση του δημόσιου βίου.

Τις τελευταίες μέρες, επ’ ευκαιρία διαφόρων εγκληματικών ενεργειών από πρόσωπα που αποφυλακίσθηκαν πρόσφατα, επανήλθε στο προσκήνιο η κριτική για τον νόμο Παρασκευόπουλου. Θεωρείτε ότι ο νόμος αυτός βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση ή επιδέχεται βελτιώσεις;

Ακριβώς επειδή βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, επιδέχεται βελτιώσεις. Με τον νόμο Παρασκευόπουλου η κυβέρνηση πέτυχε κάτι που πριν από δύο χρόνια φαινόταν ακατόρθωτο, τον εξανθρωπισμό του σωφρονιστικού συστήματος και την αποφυγή καταλογισμού προστίμων εκατομμυρίων εις βάρος της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Σήμερα είναι ανάγκη, διατηρώντας αυτό το κεκτημένο, να αντιμετωπίσουμε το σύνθετο και πολύπλοκο πρόβλημα του χρόνου έκτισης της ποινής. Πέρα από την αναμόρφωση ενός λογικού, δίκαιου κι εύλογου πλαισίου ποινών, το οποίο θα το νομοθετήσουμε το αργότερο μέχρι το φθινόπωρο μέσα από τη συνολική αναμόρφωση του Ποινικού Κώδικα, στις προθέσεις μου είναι να εισαχθούν περισσότερες εξαιρέσεις των ευεργετικών διατάξεων από αυτές που υφίστανται τώρα, να υπάρχει για ορισμένα αδικήματα η διαμεσολάβηση ενός υπηρεσιακού ή δικαστικού συμβουλίου και να γίνει εκτεταμένη χρήση του συστήματος γεωεντοπισμού – αυτό που ονομάζουμε βραχιολάκι – ώστε όταν κάποιος κρατούμενος απολύεται από τη φυλακή να υπάρχει ασφάλεια, αλλά και έλεγχος. Αυτό δεν θα ισχύσει, όπως αντιλαμβάνεστε, για όλες τις κατηγορίες εγκλημάτων, αλλά για όσα κριθεί απαραίτητο.