Η αλήθεια είναι πως η μεταπολιτευτική Ιστορία δεν γνώρισε τέτοια πυκνότητα γεγονότων όπως αυτή που είχαμε από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι και σήμερα. Δύο χρόνια διακεκομμένης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μοιάζουν με αιώνες και σχεδόν ταυτίζονται με τις περιπέτειες μιας μετέωρης χώρας. Στις 25 Ιανουαρίου (την ερχόμενη Τετάρτη δηλαδή) έχουμε δύο χρόνια ακριβώς από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ (36,34%) που συνοδεύθηκε το ίδιο βράδυ με πανηγυρισμούς στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Οι ιαχές έδωσαν σχεδόν αμέσως τη θέση τους στην ιεροτελεστία του θυμικού (αποκορύφωμα η επίσκεψη Τσίπρα στο Θυσιαστήριο της ηρωικής Καισαριανής), αν και η λεγόμενη –κατά Βαρουφάκη –Ανοιξη της Αθήνας τερματίστηκε γρήγορα μέσα σε μια αλληλουχία γεγονότων που εξέβαλαν στο τρίτο Μνημόνιο. Σήμερα, στο φόντο μιας αξιολόγησης που βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα και με μια κυβέρνηση σε καθεστώς πλήρους αμφισβήτησης, κοιτώντας πίσω τα δύο αυτά χρόνια συναντάς πολλές αναγνώσεις και μια σκληρή πραγματικότητα.

Δύο προσεγγίσεις. Η πιο καλοπροαίρετη προσέγγιση βλέπει το εγχείρημα της πρώτη φορά Αριστεράς, μια συλλογική προσπάθεια να φτιάξει ξέφωτο στο δάσος της σκληρής επιτροπείας. Η πιο κακοπροαίρετη έχει πάλι δύο διαστάσεις. Η πρώτη βλέπει την κυβέρνηση ως μια παλινόρθωση πελατειακού αριστερού κράτους και ρεβανσισμού. Μια δεύτερη βλέπει το κυβερνών κόμμα της Αριστεράς ως το αποτέλεσμα μιας μετάλλαξης και ενός πραξικοπήματος στο εσωτερικό του κόσμου της χειραφέτησης. Η δεύτερη διάσταση τροφοδότησε από τα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ μια μεγάλη αμφισβήτηση που ξεκίνησε με τη διάσπαση του κόμματος μετά το τρίτο Μνημόνιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης (2014) και ο ΣΥΡΙΖΑ στο σημερινό αφομοιωμένο Μνημόνιο είναι το ίδιο κόμμα; «Αν ως Αριστερά ορίζουμε τον πολιτικό εκείνο χώρο που επιδιώκει τον κοινωνικό μετασχηματισμό προς όφελος των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων τάξεων και στρωμάτων, είναι δύσκολο να εντάξουμε σε αυτόν τη σημερινή κυβερνητική παράταξη. Στην πραγματικότητα, εδώ και καιρό, με όλη την επικοινωνιακή διαχείριση του πράγματος, έχουμε όχι εξαναγκαστική υποχώρηση, αλλά προσχώρηση της κυβερνώσας παράταξης στον λόγο του αντιπάλου. Γιατί τι άλλο είναι η αποδοχή της άποψης πως είναι δυνατή η ανάπτυξη –και μάλιστα η «δίκαιη» -, παρόλο που εφαρμόζεται μια πολιτική ακραίας λιτότητας, στο όριο της παράκρουσης; Ή η ιδέα πως συνιστά αριστερή πολιτική η κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών των εντελώς εξαθλιωμένων στρωμάτων με εσωτερική αναδιανομή μεταξύ των φτωχών, όπως γίνεται με την ασκούμενη φορολογική πολιτική, αντίληψη ομόλογη της πιο νεοφιλελεύθερης περί «δικτύου ασφαλείας» στη θέση του κοινωνικού κράτους; Τι άλλο είναι από προσχώρηση η πλήρης εγκατάλειψη της άποψης πως δεν υπάρχει λύση στην ελληνική κρίση χωρίς εκτεταμένη διαγραφή χρέους; Ή η παραδοχή πως πρώτη προϋπόθεση της ανάκαμψης είναι η ιδιωτική επιχειρηματικότητα (sic) και οι ξένες επενδύσεις, σε συνδυασμό με το άνοιγμα των δυσώνυμων «αγορών» για δανεισμό; Ή η υιοθέτηση, ως «μικρότερου κακού» μάλιστα, του κόφτη, που κάνει βιοπολιτική καθημερινότητα τη δημοσιονομική τρομοκρατία για κάθε πολίτη;» λέει στα «ΝΕΑ» ο εκπαιδευτικός Χρήστος Λάσκος.

Μεγάλη απόσταση. Στο πρόσωπό του συνοψίζεται όλη η περιπέτεια του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος με βαθιά εμπλοκή στην επεξεργασία θέσεων επέλεξε να διαχωρίσει τη θέση του και να φύγει μετά το τρίτο Μνημόνιο μαζί με μεγάλη ομάδα στελεχών και μελών. Σήμερα, κινείται γύρω από τη Δικτύωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Συμπληρώνει: «Θα μπορούσα να επικαλεστώ δεκάδες άλλες αποδείξεις της απόστασης που χωρίζει τη σημερινή «κυβερνώσα Αριστερά» από τον παλιό καλό ΣΥΡΙΖΑ. Και μην ξεχνάμε: όλα αυτά συνέβησαν μέσω ενός διαρκούς πραξικοπήματος εις βάρος της πλειοψηφίας των μελών του κόμματος την περίοδο από τις ευρωεκλογές του 2014 μέχρι και την καταστροφή του Ιουλίου του 2015, όταν, μην ξεχνάμε, περισσότερο του 60% της ΚΕ ήταν εκφρασμένα εναντίον της αποδοχής της «συμφωνίας»». Ο Λάσκος υπενθυμίζει τη μάχη των τάσεων και εντός ΣΥΡΙΖΑ. Τη διαιρετική τομή του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου που έφερε τη χώρα σε συλλογική προσομοίωση ή υπαρκτή συνθήκη ρήξης. Μια ρήξη αλλά και μια στροφή που προφανώς δεν συνέβησαν ως στατικά γεγονότα αλλά ως αλληλουχίες τομών και μετασχηματισμών που ακόμη βιώνουμε. «Είμαι σε θέση να ξέρω πως, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της πλειοψηφίας του κόμματος υπήρξε μια μεγάλη πάλη γραμμών. Αυτή που επιβλήθηκε τελικά και η οποία συνδύαζε μια δημαγωγική εκφορά και ένα αφήγημα ομαλότητας, όπου όλα θα ακολουθούσαν τους «ζουρνάδες και τα νταούλια», με μια επιχείρηση «διεύρυνσης» με τμήματα του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, τα οποία διαχρονικά υπήρξαν στους αντίποδες των επιδιώξεων της Αριστεράς. Και η αντίπαλη, που θεωρούσε πως θα έπρεπε να εξηγηθεί πως αν ήταν να εφαρμοστεί το πρόγραμμα, τότε κινούμαστε προς «μια μεγάλη κοινωνική και πολιτική σύγκρουση» και να προετοιμαστεί η εργαζόμενη πλειοψηφία γι’ αυτό –σε ό,τι αφορά δε το κοινωνικό υποκείμενο, αυτό περιγραφόταν με το σύνθημα να ψηφιστούμε, μια και το άμεσο θέμα ήταν η εκλογική αναμέτρηση, από το 80% των ανέργων, των μισθωτών του καπιταλιστικού τομέα, των εκπαιδευτικών, των δημόσιων γιατρών, των νέων» αναφέρει ο Χρήστος Λάσκος.

Η ζημιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τέκνο της κρίσης και του «αστικού κενού διακυβέρνησης», προχώρησε μέσα από μια σειρά αντιφάσεων και γραμμών μέχρι τη μετεξέλιξή του: «Η δεύτερη γραμμή δεν ήταν καταδικασμένη –κάθε άλλο. Αυτό που μέτρησε στην ήττα της ήταν η αδυναμία και η αναποφασιστικότητα των υποστηρικτών της να απαντήσουν στον αντικειμενικό εκβιασμό μιας κατάστασης, όπου κάθε διαφωνία εκλαμβανόταν ως εμπόδιο στον δρόμο για την «κυβέρνηση της Αριστεράς». Ο ασφαλέστερος δείκτης της τεράστιας, ίσως και αναντίστρεπτης, ζημιάς που έχει γίνει είναι η πλήρης απόσυρση του λαϊκού κόσμου από την πολιτική σε συνθήκες «αριστερής διακυβέρνησης», το πάγωμα και η φοβερή απελπισία της κοινωνικής πλειοψηφίας μπροστά στους «αποδεδειγμένους» μονοδρόμους» λέει ο Λάσκος. Ο σημερινός δυϊσμός του ΣΥΡΙΖΑ (νταούλια και μέτρα) δίνει ακόμη τον τόνο στο πολιτικό τοπίο. Αν και ο επόμενος πολιτικός κύκλος θα βρει όλους τους παίκτες αλλιώς.