Από άποψη ψυχολογίας, το Μαξίμου εμφανίζεται πλέον έτοιμο να προχωρήσει στις απαραίτητες υποχωρήσεις για να πετύχει –Σόιμπλε θέλοντος και ΔΝΤ επιτρέποντος –την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.

Από πρακτικής άποψης, το οικονομικό επιτελείο αναμένεται να κοινοποιήσει μέσα στο Σαββατοκύριακο την κυβερνητική πρόταση (επιστολή) προς τους θεσμούς, ένα συνολικό πλαίσιο θέσεων για το κλείσιμο της αξιολόγησης και την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος. Μια συμφωνία – πακέτο και για τη μεταμνημονιακή εποχή. Η συγκεκριμένη πρόταση προς τους δανειστές αναμένεται να συζητηθεί άλλωστε στη συνεδρίαση του Eurogroup την ερχόμενη Πέμπτη.

Το Μαξίμου εξακολουθεί να μην «παίζει» με την ιδέα των εκλογών, παρόλο που στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται φωνές που πιστεύουν πως εάν οι δανειστές αποφασίσουν να φορτώσουν τη χώρα με νέα μέτρα, τότε ίσως οι κάλπες θα ήταν μονόδρομος για την κυβέρνηση. Η άποψη αυτή δεν έχει υποστηρικτές στο Μέγαρο Μαξίμου. Για τον Αλέξη Τσίπρα και το επιτελείο του, στόχος παραμένει η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης προκειμένου η χώρα, μπαίνοντας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, να μπορέσει να βγει δοκιμαστικά στις αγορές περί τα τέλη του καλοκαιριού και ολοκληρωτικά μέσα στο 2018. Ο Πρωθυπουργός επιθυμεί να εξαντλήσει τον πολιτικό χρόνο που του έδωσαν οι κάλπες του Σεπτεμβρίου του 2015 και να οδηγήσει τις εκλογές όσο το δυνατόν αργότερα. Αυτό σημαίνει ότι ο κυβερνητικός οδικός χάρτης για την έξοδο της χώρας από την κρίση θα πρέπει να πετύχει στους περισσότερους σταθμούς του.

Ψυχολογικό μασάζ στους βουλευτές

Τα πολύ δύσκολα βεβαίως θα φανούν, ωστόσο, εφόσον επιτευχθεί η πολιτική συμφωνία. Διότι από εκεί και πέρα η κυβέρνηση θα κληθεί να προετοιμάσει την ψυχολογία των βουλευτών της πλειοψηφίας για τη νομοθέτηση της επέκτασης του κόφτη δημοσιονομικής διόρθωσης για μια διετία, ασχέτως του εάν αυτός θα περιγράφει ή όχι τα μέτρα που θα ληφθούν σε περίπτωση αποκλίσεων από τους δημοσιονομικούς στόχους.
Αρμόδιες κυβερνητικές πηγές επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία και με απόλυτο τρόπο ότι δεν θα υπάρξει καμία νομοθέτηση μέτρων από την παρούσα Βουλή για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος. Αναγνωρίζουν όμως ότι η παράταση του μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης (κόφτης) δεν μπορεί να αποτελεί απλώς στοιχείο μιας συμφωνίας κυρίων, αλλά θα πρέπει να περάσει από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το οικονομικό επιτελείο θα προσπαθήσει να αποφύγει, όσο αυτό είναι δυνατό, οποιαδήποτε αναλυτική περιγραφή των μέτρων που θα περιλαμβάνονται στον δημοσιονομικό διορθωτή ή στον «μηχανισμό αυξημένων εγγυήσεων», όπως περιγράφονται οι συμβιβασμοί της ελληνικής πλευράς.

Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, θα υπάρχουν γενικόλογες αναφορές σε δαπάνες που θα πρέπει να μειωθούν ή σε φορολογία που θα πρέπει να επιβληθεί για το ενδεχόμενο που δεν επιτευχθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5%.

Το χρέος και τα μέτρα

Το Μαξίμου πιστεύει ότι ο κόφτης δεν θα χρειαστεί να ενεργοποιηθεί, υποστηρίζοντας ότι οι στόχοι θα επιτευχθούν. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι δανειστές, αποδεχόμενοι τις «εγγυήσεις» της ελληνικής πλευράς θα δεχτούν την εξειδίκευση από τώρα των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που θα εφαρμοστούν μετά το 2018.

Η πρόταση του υπουργείου Οικονομικών περιλαμβάνει και αρκετές εναλλακτικές. Για παράδειγμα, προβέπει τι θα γίνει εάν η απόκλιση είναι της τάξης του 0,5% ή του 1% και προσδιορίζει σε ποσοστά από πού θα καλυφθεί το κενό, π.χ. 50% από δαπάνες και 50% από έσοδα ή 30% από έσοδα, άλλο 30% από δαπάνες και 40% από περικοπές σε προϋπολογισμούς συγκεκριμένων υπουργείων.

Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι στην ελληνική πρόταση προς τους θεσμούς περιλαμβάνεται και η μείωση του αφορολογήτου, η οποία θα εξαρτηθεί από το ύψος των εσόδων. Πάντως, κυβερνητικές πηγές διαψεύδουν κατηγορηματικά ότι η κυβέρνηση προτείνει κάποια πιθανή αύξηση του ΦΠΑ για την κάλυψη μέρους της τρύπας που θα έχει δημιουργηθεί από τον εκτροχιασμό των στόχων.

Στόχος η συμφωνία στις 20 Φεβρουαρίου

Ολα αυτά συμπυκνώνονται στην ακόλουθη στόχευση. Το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου να δώσει μια προέγκριση για την κατάληξη της αξιολόγησης, ώστε αυτή να κλείσει στην επόμενη συνεδρίαση του οργάνου στις 20 Φεβρουαρίου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα έχει πιθανότητες να μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας συνεδριάζει στις 9 Μαρτίου. Εάν καταγραφεί κι άλλη καθυστέρηση, τότε η παράταση θα πάει ακόμη πιο πίσω την οικονομία, με τη χώρα να περιμένει να ενταχθεί στο QE στην καλύτερη περίπτωση τον μήνα Μάιο. Υπάρχει και μια ενδιάμεση συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ αρχές Απριλίου, όμως τότε είναι άγνωστο εάν θα έχει κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση ή εάν υπάρξουν κι άλλες καθυστερήσεις λόγω του καθολικού αλλά και του ορθόδοξου Πάσχα. Στο καλό σενάριο ωστόσο, σύμφωνα με ανώτερες κυβερνητικές πηγές, η Ελλάδα θα μπορούσε να ξεκινήσει τη συζήτηση για την έκδοση ομολόγου ήδη από τον ερχόμενο Μάιο.
Σε όλα αυτά υπάρχει ο καθοριστικός παράγοντας του ΔΝΤ, τον οποίο η κυβέρνηση δείχνει ότι δεν έχει σταθμίσει ακόμη. Από τη μια η κυβέρνηση εμφανίζεται διατεθειμένη να προχωρήσει σε πολιτικούς συμβιβασμούς και να συμφωνήσει σε μέτρα για την περίοδο μετά το 2018 (χωρίς νομοθέτηση) προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Ταμείου. Αυτό ερμηνεύεται πρωτίστως λόγω της βούλησής της να κλείσει το συντομότερο η αξιολόγηση, ακόμη κι αν ο ρόλος του ΔΝΤ αποτελεί αστερίσκο της συμφωνίας.

Από την άλλη, όμως, δεν κρύβει ότι δεν επιθυμεί την παρουσία του ΔΝΤ με χρηματοδότηση στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό οφείλεται σε τρεις παράγοντες. Στην διαπίστωση ότι το ΔΝΤ δεν πίεσε όπως αναμενόταν για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους τους ευρωπαϊκούς φορείς. Επίσης υπάρχει πάντα ο φόβος πως ένα νέο συμβόλαιο με το ΔΝΤ μπορεί να σημαίνει αξίωση για τη λήψη νέων μέτρων ή για παράταση του προγράμματος. Κι επιπλέον διότι η συνέχιση της παρουσίας του με καθοριστικό ρόλο θα ενδυναμώσει τον άξονα με το Βερολίνο και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Οι προειδοποιήσεις του Σόιμπλε

Οι τελευταίες παρεμβάσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών έχουν προβληματίσει το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο δείχνει πως δεν έχει κατανοήσει ακριβώς τι επιδιώκει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η κυβέρνηση προτίθεται να αποδεχτεί την τροποποίηση του τρίτου προγράμματος εφόσον το ΔΝΤ δεν μπει με χρήματα στο πρόγραμμα, διότι υπάρχει τέτοια ρήτρα στη συμφωνία του Αυγούστου του 2015. Για την κυβέρνηση, η όποια τροποποίηση θα αφορά μόνο τους όρους για τους συμμετέχοντες και τίποτε άλλο, π.χ. μέτρα, δεσμεύσεις, χρόνος προγράμματος. Οι τελευταίες δηλώσεις Σόιμπλε από το Νταβός δεν σχολιάστηκαν ενδελεχώς από το Μαξίμου, στελέχη του οποίου έλεγαν πως «είπε μία από τα ίδια».

Παρ’ όλα αυτά, ο γερμανός πολιτικός εμφανίστηκε πιο επιθετικός αυτή τη φορά, υπονοώντας πως η αποχώρηση του ΔΝΤ θα σήμαινε όχι μόνο τον τερματισμό του προγράμματος, αλλά και την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Κοινώς, το μήνυμα που στέλνει πλέον το Βερολίνο «ΔΝΤ ή τίποτα» έχει ανάψει φωτιές στο Μαξίμου, που διαπιστώνει πως παραμονές του Eurogroup ο Σόιμπλε προσπαθεί να σύρει την ελληνική κυβέρνηση σε όσο το δυνατόν περισσότερες υποχωρήσεις υπό τον φόβο της αποχώρησης του Ταμείου, δηλαδή της κατά τον Σόιμπλε καταστροφής.

Ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει το τελευταίο διάστημα πως προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να μην εμπλακεί ευθέως σε μια διένεξη με τον Σόιμπλε. Μόλις προχθές το Μαξίμου σχολίασε σκωπτικά τις δηλώσεις Τόμσεν για την προοπτική της ανεργίας στην Ελλάδα, αποφεύγοντας να «τσιμπήσει» στις προκλήσεις του γερμανού υπουργού. Για τον πρόσθετο λόγο πως η κυβέρνηση θεωρεί ότι μετά την ανάληψη καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ τόσο η Κριστίν Λαγκάρντ όσο και ο Πολ Τόμσεν θα αποτελέσουν παρελθόν για το ΔΝΤ.

Ο Πρωθυπουργός επιμένει στις συμμαχίες με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης –παρά τον αποδυναμωμένο ρόλο των ηγετών τους -, π.χ. με τη Γαλλία, εκτιμώντας ότι οι συσχετισμοί στο Eurogroup δεν είναι πλέον ίδιοι με το 2015 που επέτρεπαν στον Σόιμπλε να απειλεί με Grexit. Επίσης ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να ποντάρει στην πραγματικότητα η οποία θέλει την Ευρώπη να βρίσκεται σε μια διαδικασία αποσυντονισμού τέτοια, που δεν της επιτρέπει να πειραματιστεί δημιουργώντας νέες εστίες αποσταθεροποίησης σε μια χρονιά εκλογών και σε ένα κράτος της ευρωζώνης που κουβαλά στις πλάτες του το Προσφυγικό.