O μοναδικός λόγος για τον οποίο οι δανειστές δεν θα θελήσουν το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης είναι γιατί κάποιοι δεν θέλουν την παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Σε αυτή την άποψη συγκλίνουν το τελευταίο διάστημα στελέχη της κυβέρνησης. Οι δε «κάποιοι» έχουν ονοματεπώνυμο και περιορίζονται στον εξής έναν: Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η άποψη αυτή στο εσωτερικό κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά τη βόμβα που έριξε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, απειλώντας ανοιχτά με 4ο Μνημόνιο στην περίπτωση που το ΔΝΤ αποφασίσει τη μη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα με χρηματοδότηση. Οι ρουκέτες Σόιμπλε ήρθαν λίγες ώρες μετά τις δηλώσεις του εκπροσώπου του Ταμείου πως το ΔΝΤ δεν υποχωρεί ως προς τα αιτήματά του προς την ελληνική πλευρά για λήψη νέων μέτρων τώρα και ερμηνεύονται ως πίεση ουσιαστικά προς την κυβέρνηση να κάνει υποχωρήσεις, αλλιώς θα πιει το πικρό ποτήρι ενός νέου αυστηρού προγράμματος.

Κάπως έτσι, ήδη από τις πρώτες ημέρες του 2017, το Μέγαρο Μαξίμου βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ρευστή κατάσταση στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης, όπου τίποτα πλέον δεν θεωρείται διασφαλισμένο. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είπε στις Βρυξέλλες σχεδόν ανοιχτά πως δεν υπάρχει παράθυρο για συμφωνία εντός του Ιανουαρίου, οι θεσμοί δεν υπάρχει περιθώριο να επιστρέψουν στην Αθήνα αφού η διαπραγμάτευση έχει μπλοκάρει, το ΔΝΤ επιμένει στις αξιώσεις του για νέα μέτρα και συγχρόνως δεν ανοίγει τα χαρτιά του για τον ρόλο του στο πρόγραμμα, ενώ η ΕΚΤ συνδέει πλέον την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.

Υποχωρήσεις στον δρόμο

για τις αγορές

Ολα αυτά δημιουργούν μια καθόλου ευχάριστη ατμόσφαιρα στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Κάτι που φάνηκε άλλωστε και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ στην Κουμουνδούρου, με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο να μεταφέρει ένα κλίμα ασάφειας και μουδιάσματος από την Ευρώπη ως προς την εξέλιξη της διαδικασίας της δεύτερης αξιολόγησης.

Το σημαντικό απ’ όσα έγιναν το τελευταίο διήμερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η παραδοχή εκ μέρους της ελληνικής πλευράς ότι πλέον η διαπραγμάτευση δεν γίνεται για τη δεύτερη αξιολόγηση, αλλά για ένα συνολικό πακέτο που θα αφορά μέτρα στα οποία θα συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση για την περίοδο μετά το 2018. Τη μετά το Μνημόνιο, δηλαδή, εποχή.

Πάνω σ’ αυτό κρίνεται άλλωστε και η βούληση της κυβέρνησης Τσίπρα να προχωρήσει σε υποχωρήσεις προς τους δανειστές με στόχο την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Το Μαξίμου, που αποφεύγει να μιλά ανοιχτά πια για καταληκτικές ημερομηνίες, έχει βάλει ως ανεπίσημο deadline για τη συμφωνία το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου. Εάν τότε ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, η Ελλάδα έχει πιθανότητες να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Κάποιοι στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να γίνει μέσα στον Μάρτιο, κάποιοι άλλοι δεν βλέπουν την είσοδο της χώρας στο QE πριν από τον Απρίλιο (συνεδρίαση ΔΣ ΕΚΤ 7 Απριλίου). Αλλιώς ο στόχος για έξοδο της Ελλάδας στις αγορές απομακρύνεται –εξέλιξη που θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική δεδομένου ότι η κυβέρνηση προσβλέπει σε καθολική έξοδο στις αγορές το 2018 κι αφού ήδη από τον Μάιο του 2017 ξεκινήσουν οι προκαταρκτικές συζητήσεις για την έκδοση ομολόγου.

Επομένως, όπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, το ζητούμενο είναι σε ποιο βαθμό προτίθεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να συμβιβαστεί για να κλείσει τη συμφωνία.

Μέτρα, διχόνοιες

και πλεονάσματα

Απαντες σε κυβέρνηση και Κουμουνδούρου συμφωνούν ότι επ’ ουδενί δεν πρέπει να νομοθετηθούν νέα μέτρα από την παρούσα Βουλή. Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφωνίες. Για παράδειγμα, οι πληροφορίες λένε ότι η πλευρά της αντιπροεδρίας και του Γιάννη Δραγασάκη δεν αντιμετωπίζει καθόλου θετικά την προοπτική να δώσει η κυβέρνηση στους δανειστές την υπόσχεση για μείωση του αφορολογήτου για τη διετία 2019 και 2020 για να κλείσει η αξιολόγηση. Η Ζαλοκώστα εμφανίζεται να έχει αντιρρήσεις άλλωστε και με την επέκταση του κόφτη, του μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης για τη διετία μετά τη λήξη του προγράμματος. Αρα, στον άξονα αντιπροεδρίας και υπουργείου Οικονομικών υπάρχει μια σχετικά εμφανής διάσταση. Ο Γιάννης Δραγασάκης εμφανίζεται μάλιστα να λέει στους συνομιλητές του ότι δεν πρέπει να γίνονται μονομερείς υποχωρήσεις, ζητώντας λύσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα όχι μόνο μέσα από τα μέτρα για το χρέος, αλλά και από μέτρα που θα ευνοήσουν την ανάπτυξη. Επομένως, για τον ίδιο θα ήταν καλό το σενάριο του 2,5%+1% (για ανταγωνιστικότητα) για να επιτευχθεί ανάπτυξη 2,7% για το 2017 και 3,1% για το 2018.

Χαμένοι στον δρόμο

της διαπραγμάτευσης

Το 2,5%+1% είναι η πρόταση του Ευκλείδη Τσακαλώτου που έχει υιοθετηθεί και από το Μέγαρο Μαξίμου. Ομως το υπουργείο Οικονομικών εμφανίζεται διατεθειμένο να «δώσει» την επέκταση του κόφτη στους δανειστές για να ολοκληρωθεί η συμφωνία. Ενδεχομένως στην πορεία της διαπραγμάτευσης να δεχτεί να συζητήσει και τη μείωση του αφορολογήτου ως ένα πακέτο συνολικής λύσης, χωρίς ωστόσο να υπάρξει νομοθέτηση τώρα των μέτρων αυτών. Σε αντάλλαγμα ο υπουργός Οικονομικών ζητά από τους θεσμούς –και το είπε και στον Μοσκοβισί στο ραντεβού των Βρυξελλών –εξειδίκευση από τώρα των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους. Αυτό θα επηρεάσει και τα πρωτογενή πλεονάσματα, θα ικανοποιήσει όμως και τον τελευταίο όρο που έχει προβάλει ο Μάριο Ντράγκι και δεν είναι άλλος από το να μπει η Ελλάδα στο QE όχι μόνο εφόσον κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, αλλά εφόσον έχει εξασφαλίσει και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα. Η κατάσταση περιπλέκεται. Και προσώρας η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει εάν η ΕΚΤ ζητά και τα μεσοπρόθεσμα απλώς για να πιέσει ή γιατί πραγματικά τα θεωρεί προαπαιτούμενο. Πάντως, όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν πως η ΕΚΤ έχει ετοιμάσει τη δική της έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η οποία είναι πιο χαλαρή από την έκθεση βιωσιμότητας που θα παρουσιάσει κάποια στιγμή το ΔΝΤ.

Αυτός ο άγνωστος,

το ΔΝΤ

Το ΔΝΤ παραμένει, όπως φαίνεται και από την πρόσφατη παρέμβαση Σόιμπλε, ο ρυθμιστής των εξελίξεων. Η κυβέρνηση δεν το κρύβει πως δεν θα επιθυμούσε την συμμετοχή του Ταμείου με χρηματοδότηση στο ελληνικό πρόγραμμα. Σε περίπτωση που θα αποφασίσει την παραμονή του, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι αξιώσεις θα εγείρει εκ νέου το ΔΝΤ. Πάντως κυβερνητικές πηγές που συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση αναφέρουν πως εάν μπει το Ταμείο με λεφτά στο ελληνικό πρόγραμμα, η συμμετοχή του θα πρέπει να τερματιστεί οπωσδήποτε με τη λήξη του, δηλαδή τον Αύγουστο του 2018, και οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να συνοδεύεται από νέα μέτρα.

Τονίζουν επίσης πως η συνέχιση του προγράμματος χωρίς ΔΝΤ είναι μια εξέλιξη που μπορεί να αποτελέσει διέξοδο στο δομικό πρόβλημα ασυμφωνίας μεταξύ των θεσμών.

Κύκλοι της κυβέρνησης εκτιμούν πάντως πως το Ταμείο ενδεχομένως να αργήσει να πάρει τις αποφάσεις του, πιστεύοντας πως το συγκεκριμένο ζήτημα δεν θα υπαχθεί στις προτεραιότητες του Ντόναλντ Τραμπ. Επομένως, λένε, η δεύτερη αξιολόγηση θα πρέπει να κλείσει ανεξάρτητα από τις αποφάσεις του ΔΝΤ γιατί «κάθε ημέρα που περνάει είναι επιζήμια για την ελληνική πλευρά».

Αριστεροί σχεδιασμοί

επί χάρτου

Τι θα γίνει σε περίπτωση που δεν κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση; Αυτό είναι ένα ακραίο ακόμη ενδεχόμενο στο οποίο, ωστόσο η κυβέρνηση θα κληθεί να απαντήσει. Το Μαξίμου γνωρίζει πως όσο η αξιολόγηση παραμένει ανοιχτή τόσο θα μεγαλώνει η αβεβαιότητα γύρω από την πορεία της ελληνικής οικονομίας και θα ακυρώνεται ο σχεδιασμός για υλοποίηση του οδικού χάρτη για την έξοδο από την κρίση. Προς το παρόν, ο Αλέξης Τσίπρας και οι επιτελείς του αναλύουν τα γεγονότα με βάση τη λογική που εμφανίζει σχεδόν όλους τους ευρωπαϊκούς παίκτες απρόθυμους να δουν την Ελλάδα να μπαίνει σε μια νέα περιπέτεια. Χωρίς να παραγνωρίζουν τον αστάθμητο παράγοντα Σόιμπλε. Απλώς τώρα πιστεύουν ότι ο γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν καθορίζει πλέον την ομοφωνία ενός Eurogroup.