Το ναυάγιο της συμφωνίας με την αζερική SOCAR για την ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ ήταν η απόδειξη που περίμενε η ΝΔ για να στοχεύσει εκ νέου την κυβέρνηση για «ιδεοληπτική πολιτική» και, πρωτίστως, για να στείλει σήμα προς ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές ότι μια προσφυγή στις κάλπες θα μπορούσε να λύσει προβλήματα αντί να τορπιλίσει το σχέδιο στήριξης της ελληνικής οικονομίας.

Η ματαίωση μιας σημαντικής αποκρατικοποίησης στην οποία είχε επενδύσει πολιτικά η κυβέρνηση Σαμαρά αναμένεται να γίνει σημαία το επόμενο διάστημα από την αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ έδωσε την ευκαιρία στον Κυριάκο Μητσοτάκη να καταστήσει σαφές ότι δεν υπάρχει ανοικτό πεδίο όχι μόνο για κυβερνητική συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε και για κινήσεις σύμπλευσης στη Βουλή. Το μήνυμα του αρχηγού της ΝΔ, το οποίο εξέπεμψε χθες από το βήμα του συνεδρίου της ΚΕΔΕ στη Θεσσαλονίκη, είναι διπλό: πρώτον, οι εκλογές εξελίσσονται σε μονόδρομο για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Δεύτερον, ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ καλείται να σηκώσει μόνος το βάρος της υπερψήφισης κάθε νέου μέτρου που θα χρειαστεί να εγκριθεί από τη Βουλή, στην περίπτωση που υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές για τη δεύτερη αξιολόγηση ή, ακόμη, και για μια βραχυπρόθεσμη ρύθμιση του χρέους.

Οι βολές στόχευαν προσωπικά τον Πρωθυπουργό, ενώ το δηκτικό ύφος του Κυριάκου Μητσοτάκη προαναγγέλλει μια αντεπίθεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με αποδέκτες εντός κι εκτός συνόρων: «Ανεξάρτητα από το αν ο κ. Τσίπρας είναι στην Κούβα, στη Νικαράγουα ή στην Αθήνα, είναι σταθερά απών από την προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία για να βγούμε από την κρίση. Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει καμία απολύτως αξιοπιστία απέναντι σε όσους θέλουν να επενδύσουν στη χώρα μας. Διώχνει, αντί να προσελκύει επενδυτές» διαμήνυσε, ενώ διερωτήθηκε: «Υπάρχει πολιτική ευθύνη για αυτό το κυβερνητικό φιάσκο; Ιδρώνει το αφτί κανενός που η Ελλάδα έχει καταστεί προορισμός προς αποφυγήν για κάθε επενδυτή;».

Η ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Οι καταγγελίες Μητσοτάκη για την κυβερνητική «ανευθυνότητα» συνδυάστηκαν με απαισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές και τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να επιτευχθεί συμφωνία στο κρίσιμο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου. Για τον πρόεδρο της ΝΔ, η εμπειρία από την πρώτη αξιολόγηση θα έπρεπε να είχε μια διαφορετική στάση από την πλευρά της κυβέρνησης, αλλά σχεδόν προεξοφλείται μια επανάληψη του ίδιου έργου. Η καθυστέρηση στην πρώτη αξιολόγηση οδήγησε, κατά τη θεώρηση των πραγμάτων από τη ΝΔ, σε πρόσθετα φορολογικά μέτρα, στον δημοσιονομικό κόφτη και στο Υπερταμείο. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι εκτιμήσεις του συνδέονται και με μια γραμμή πληροφόρησης από την πλευρά των εταίρων, προανήγγειλε ένα νέο σκληρό πακέτο, εάν υπάρξει προσεχώς συμφωνία: «Θα μπορούσαμε σήμερα να έχουμε ξεκολλήσει από το τέλμα της κρίσης. Η θέση της χώρας θα ήταν διαφορετική αν δεν είχαμε χάσει τα τελευταία δύο χρόνια με επώδυνα πισωγυρίσματα και τραγικές επιλογές. Το μείγμα ιδεοληψίας και ανεπάρκειας που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση δεν αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία. Η έκβαση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος είναι αβέβαιη. Εκφράζω τη βαθιά ανησυχία μου γιατί έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα ότι οι συνεχείς καθυστερήσεις οδηγούν πάντα σε νέα επώδυνα μέτρα» ήταν το δικό του μήνυμα.

ΑΝΑΓΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ. Το χθεσινό ακροατήριο, με τους επικεφαλής της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που διαμαρτύρονται για οικονομική ασφυξία, ήταν κατάλληλο για κλιμάκωση της επίθεσης και μια νέα υπόδειξη του δρόμου προς τις κάλπες ως εθνική αναγκαιότητα. Η «ανεύθυνη» κυβέρνηση Τσίπρα χρησιμοποιεί το κράτος ως «κομματικό λάφυρο» και «ανέκοψε τη μεταρρυθμιστική δυναμική και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας». Για μια αναστροφή της κατάστασης, «χρειάζεται το συντομότερο πολιτική αλλαγή».

Αντίστοιχο ήταν το μήνυμα που έστειλε και χθες το βράδυ ο πρόεδρος της ΝΔ, κατά τον χαιρετισμό του στα βραβεία ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας Growth Awards, καταγγέλλοντας παράλληλα ότι από το ναυάγιο της πώλησης του ΔΕΣΦΑ το ελληνικό Δημόσιο θα απολέσει περί τα 190.000.000 ευρώ. «Η επιχειρηματική δράση στην Ελλάδα είναι περίπου υπό διωγμό. Το συνολικό οικονομικό κλίμα είναι εξαιρετικά αρνητικό. Δεν προωθούνται οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις εξαιτίας των ιδεοληπτικών εμμονών και της ανικανότητας της σημερινής κυβέρνησης» τόνισε με έμφαση.