Κόκκινη γραμμή είναι για τους δικαστές η ενδεχόμενη ίδρυση και λειτουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου στη χώρα μας, ενώ μετά τις πρωθυπουργικές ανακοινώσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος αναμένουν με ενδιαφέρον από την κυβέρνηση να εξειδικεύσει τις προτάσεις της που συνδέονται άμεσα και με την ασφάλεια δικαίου και με την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης.

Κατά τις πρόσφατες ανακοινώσεις του σχετικά με το μείζον ζήτημα του συνταγματικού ελέγχου και της συγκρότησης Συνταγματικού Δικαστηρίου προκειμένου να αντικαταστήσει τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα συνταγματικό έλεγχο των δικαστηρίων κάθε βαθμού, ο Αλέξης Τσίπρας ανέφερε ότι χρειάζεται προσοχή και σε βάθος συζήτηση «διότι δεν μπορούμε να μετατρέψουμε τον δικαστή σε νομοθέτη». Ωστόσο συμπλήρωσε πως «δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την ανάγκη για ασφάλεια δικαίου αλλά και για ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης σε έναν κόσμο που διαρκώς μετασχηματίζεται. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί η χρυσή τομή. Η θεσμοθέτηση ενός ειδικού γνωμοδοτικού οργάνου, αποτελούμενου αποκλειστικά από δικαστές των ανώτατων δικαστηρίων που σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της Δημοκρατίας ή της κυβέρνησης ή 120 βουλευτών θα γνωμοδοτεί επί ψηφισμένου νομοσχεδίου εντός συντομότατης μάλιστα προθεσμίας, βρίσκει το απαιτούμενο σημείο ισορροπίας μεταξύ των αρχών που θέλουμε να υπηρετήσουμε».

«Θα περιμένουμε την κυβέρνηση»

Ωστόσο, για τους δικαστικούς λειτουργούς όλων των βαθμίδων ο διάχυτος συνταγματικός έλεγχος θεωρείται «δομικό στοιχείο της δημοκρατίας».

«Εμείς είμαστε υπέρ του αποτελεσματικού, έγκαιρου και έγκυρου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Το ισχύον σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων παρέχει αποτελεσματική προστασία στον πολίτη, παρά τις αδυναμίες του που εστιάζονται κυρίως στην κήρυξη ενός νόμου ως αντισυνταγματικού ύστερα από μακρόχρονη εφαρμογή του, με αποτέλεσμα να καθίστανται επιγενομένως παράνομες, νόμιμες οι μέχρι τότε διαμορφωθείσες καταστάσεις. Αναμφίβολα το πρόβλημα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ολοκληρωμένη απάντηση, όμως, στις προτεινόμενες λύσεις μπορεί να δοθεί μόνο αφού γίνει γνωστό το περιεχόμενό τους» λέει στα «ΝΕΑ» η πρόεδρος της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών Ειρήνη Γιανναδάκη.

Για τον λόγο αυτό, προσθέτει η δικαστική λειτουργός, «περιμένουμε να ακούσουμε ειδικότερα τις προτάσεις της κυβέρνησης αλλά και των πολιτικών κομμάτων, για να δούμε ποιο ακριβώς μοντέλο προτείνεται και βεβαίως ποιος θα επιλέγει τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή του ειδικού γνωμοδοτικού οργάνου στο οποίο αναφέρθηκε ο Πρωθυπουργός».

Η Γιανναδάκη πάντως προχωρά ένα βήμα παραπέρα τη σκέψη της και επισημαίνει ότι «αν πράγματι απασχολεί η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης και η ασφάλεια δικαίου, θα ήταν σκόπιμο οι προσπάθειες να στραφούν στην οργάνωση και στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής Δικαιοσύνης και στη συνεχώς μεταβαλλόμενη πολυνομία, στην τήρηση κανόνων καλής νομοθέτησης αλλά και στην οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης που αποτελούν τις κύριες αιτίες δημιουργίας διοικητικών διαφορών και δυσλειτουργίας των δικών».

«Οχι» και από το ΣτΕ

Αντίθετοι με την ενδεχόμενη ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι και οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας.

Οπως προκύπτει από το πρακτικό υπ’ αριθμόν 4/2007, οι ανώτατοι δικαστές από τότε είχαν χαράξει τη δική τους κόκκινη γραμμή σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα.

«Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, ως ουσιώδες στοιχείο των μηχανισμών ελέγχου και των ισορροπιών που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα, αποτελεί θεμελιώδη για το κράτος δικαίου θεσμό και συνιστά αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του ελληνικού δικαιοδοτικού συστήματος. Το σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, που ισχύει στη χώρα μας, θεμελιώθηκε νομολογιακά ήδη από τον 19ο αιώνα, υπήρξε πρωτοποριακό για τον ευρωπαϊκό χώρο, ενσωματώνει μακρά και επιτυχή ιστορική παράδοση της ελληνικής έννομης τάξης που αποβλέπει στην αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών και αποτυπώνεται πλέον και ρητά στο Σύνταγμα» αναφέρουν χαρακτηριστικά στο ίδιο πρακτικό, αντίγραφο του οποίου είχαν διαβιβάσει και στον τότε πρόεδρο της Βουλής.

Εννέα χρόνια πριν οι δικαστές του ΣτΕ έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου σε μια ενδεχόμενη συνταγματική αναθεώρηση, υπογραμμίζοντας με έμφαση ότι «η ίδρυση Συνταγματικών Δικαστηρίων σε άλλες χώρες υπήρξε, κατά κανόνα, αποτέλεσμα βαθιάς θεσμικής κρίσης ή ακόμα και κατάρρευσης του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος και απέβλεπε είτε στη θέσπιση είτε στην ενίσχυση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Επομένως, η πρόταση για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στη χώρα μας –ενός ξένου προς την ελληνική συνταγματική παράδοση και ιστορία θεσμού –η οποία κατατίθεται σε εποχή ομαλού πολιτικού βίου, στοιχειοθετεί τη ριζικότερη δυνατή ανατροπή στο ελληνικό δικαιοδοτικό σύστημα και άγει σε περιορισμό του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια».

Η σύνθεση του Δικαστηρίου

Με αυτά τα δεδομένα αλλά και με την εφαρμογή του διάχυτου και παρεμπίπτοντος συνταγματικού ελέγχου των νόμων, δικαστικές πηγές λένε με νόημα ότι «η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν θα ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου, αλλά αντίθετα θα ενισχύσει την ανασφάλεια δικαίου». Και εξηγούν πως ακόμα κι αν αποτελείται από αντιπροέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων, δηλαδή από ανθρώπους που επιλέγονται από την κυβέρνηση, αυτό «δεν εξασφαλίζει τη σταθερότητα και την αναγκαία προσαρμοστικότητα προς τις αντιλήψεις και τους κανόνες αλλά προς την εκάστοτε κυβέρνηση». Με βάση την εμπειρία τους καταλήγουν πως «δυστυχώς, όπως έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, αυτό που σε μια κυβέρνηση μοιάζει συνταγματικό, νόμιμο και ηθικό, στα μάτια μιας άλλης κυβέρνησης μοιάζει παράνομο και αντισυνταγματικό. Εκτός αν οι οπαδοί του Συνταγματικού Δικαστηρίου με τον όρο ασφάλεια δικαίου εννοούν τη δυνατότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να «ελέγχει» ή, στην καλύτερη περίπτωση, να «προδικάζει» την απόφαση του δικαστηρίου αυτού».