Δεν θα ασχοληθώ σε αυτό το άρθρο ούτε με τη συνωμοσιολογία «ποιος βρίσκεται πίσω από την πρόσφατη υποκλοπή των διαλόγων μεταξύ του Τόμσεν και της Βελκουλέσκου» ούτε με τη μελλοντολογία (δηλαδή αν ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησε η κυβέρνηση τις σχετικές πληροφορίες θα δημιουργήσει επιπλέον εμπόδια σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση). Απλώς θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί σε μερικές χώρες η «βοήθεια» που παρέχει το ΔΝΤ πετυχαίνει ενώ σε άλλες, όπως στη χώρα μας αποτυγχάνει. Με δυο λόγια, το βασικό επιχείρημά μου είναι πως αυτός ο παγκόσμιος οργανισμός δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη το κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό συγκείμενο στο πλαίσιο του οποίου επιβάλλει μια τυποποιημένη νεοφιλελεύθερη φόρμουλα.

Στην κοινωνιολογία των οργανώσεων, εδώ και πολλά χρόνια, χρησιμοποιείται ο όρος goal displacement (μετατόπιση στόχου) σε περιπτώσεις μεγάλων οργανώσεων, όπου η έμφαση σε γραφειοκρατικούς κανόνες και μηχανισμούς είναι τόσο μεγάλη ώστε υπάλληλοι αλλά και διευθυντές ξεχνούν τους βασικούς στόχους της οργάνωσης –μετατρέποντας έτσι τα μέσα σε στόχους (P. Blau 1955). Η στρατηγική του ΔΝΤ σε ό,τι αφορά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα είναι ένα καλό παράδειγμα.

Στην τωρινή φάση των διαπραγματεύσεων το κουαρτέτο προτείνει συνεχώς και νέα μέτρα, μέτρα που πάνε πολύ πιο πέρα από αυτά που συμφωνήθηκαν στο τρίτο Μνημόνιο. Το επιχείρημα των τεχνοκρατών είναι πως «οι αριθμοί δεν βγαίνουν». Οι μόνες δυνατές λύσεις είναι ή το κούρεμα του χρέους ή ακόμα πιο υψηλοί φόροι. Σημαίνει επίσης την επ’ αόριστον επιμήκυνση της περιόδου αξιολόγησης, κάτι καταστρεπτικό για τη χώρα. Η Λαγκάρντ ξέρει πολύ καλά πως η λύση του κουρέματος δεν είναι εφικτή. Οι δανειστές (κυρίως οι τράπεζες) καθώς και η γερμανική κυβέρνηση την αποκλείουν. Ξέρει επίσης πως η δεύτερη λύση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε περισσότερα λουκέτα επιχειρήσεων, μεγαλύτερη ανεργία και εντεινόμενη ύφεση.

Επιπλέον, αγνοώντας ακόμη περισσότερο το πλαίσιο, η Κριστίν Λαγκάρντ υποστηρίζει πως δεν πρέπει να συνδεθεί το προσφυγικό πρόβλημα με το Δημοσιονομικό. Πώς είναι δυνατόν όμως να βοηθηθεί η χώρα όταν το ΔΝΤ αρνείται να λάβει υπόψη τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που το Προσφυγικό προκαλεί; Πώς είναι δυνατόν τέτοιου είδους προβλήματα να αγνοούνται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων; Πώς είναι δυνατόν, τέλος, να προτείνεις ή μάλλον να θέλεις να επιβάλεις στη χώρα μια λιτότητα που σήμερα εκ των πραγμάτων είναι αν όχι ανέφικτη, σίγουρα καταστροφική; Τελικά η κυρία Λαγκάρντ έχει λιγότερο ως στόχο την ουσιαστική βοήθεια της χώρας και περισσότερο την εφαρμογή μιας προβληματικής συνταγής. Τουλάχιστον η κυρία Μέρκελ, που σίγουρα έχει μια λιγότερο γραφειοκρατική προσέγγιση, βλέποντας την εξέλιξη του εντεινόμενου προσφυγικού βάρους της Ελλάδας άλλαξε στάση σε ό,τι αφορά την αποσύνδεση της προσφυγικής από τη δημοσιονομική κρίση. Αν όχι στα λόγια, η καγκελάριος σίγουρα στην πράξη συνδέει τα δύο προβλήματα και θέλει η αξιολόγηση να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Είναι κρίμα που αυτή τη στιγμή τα ηνία του ΔΝΤ έχει η Κριστίν Λαγκάρντ και όχι ο προκάτοχός της Στρος-Καν, που δεν είχε παρωπίδες και γραφειοκρατικές εμμονές. Αξίζει να προσθέσουμε εδώ ότι μερικοί αναλυτές που θέλουν να δικαιώσουν τη στρατηγική του ΔΝΤ θέτουν το εξής ερώτημα: Γιατί το ΔΝΤ πέτυχε να βοηθήσει την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, ενώ απέτυχε στην περίπτωση της Ελλάδας; Η απάντηση είναι προφανής. Οι δύο χώρες είχαν μια ιστορική διαδρομή (πολιτικοοικονομική και πολιτισμική) τελείως διαφορετική από αυτή της Ελλάδας.

Συμπέρασμα: Στις κοινωνικές επιστήμες, και στο θεωρητικό και στο επίπεδο της εφαρμογής, δεν υπάρχει καθολικότητα. Δεν υπάρχει ένα και μόνο κλειδί που να ανοίγει όλες τις πόρτες. Οι καθολικές γενικεύσεις είναι πάντοτε λανθασμένες γιατί δεν προσδιορίζουν κατά συστηματικό τρόπο κάτω από ποιες συνθήκες μια θεωρία είναι έγκυρη και κάτω από ποιες δεν είναι. Με μια λέξη, δεν υπάρχουν «σιδηροί νόμοι» ούτε καθολικά πετυχημένες συνταγές όπως αυτή που εφαρμόζει το ΔΝΤ. Είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που η μονοδιάστατη στρατηγική που ακολουθεί το ΔΝΤ έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα (τουλάχιστον στο επίπεδο της υπέρβασης μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης) σε μερικές χώρες και καταστρεπτικά σε άλλες. Δεν είναι δυνατόν να χειρίζεται κανείς τα προβλήματα υπερχρέωσης της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Αργεντινής, της Κένυας και της Αϊτής με τον ίδιο προκρούστειο τρόπο. Είναι καιρός η ΕΕ να αποδεσμευθεί τελείως από το ΔΝΤ και να δημιουργήσει έναν δικό της οργανισμό, που θα παρέχει τεχνικές γνώσεις και οικονομική βοήθεια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν προβλήματα υπερχρέωσης.

Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη LSE