Επτά ώρες μόνο για το Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων διαπραγματευόταν ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με την καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ μέχρι να κλείσει η συμφωνία, στις 13 Ιουλίου. Ανάλογο είναι τώρα το ενδιαφέρον του Βερολίνου για συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Μία εκδοχή του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων ήταν και η βασική πρόταση των γερμανών συμβούλων που είχαν προσλάβει Τσίπρας και Βαρουφάκης την περασμένη άνοιξη. Παρά την αντιγερμανική ρητορεία, Πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών δεν είχαν πρόβλημα να συνεργαστούν με ένα μεγάλο γερμανικό γραφείο συμβούλων επιχειρήσεων που έχει άριστες διασυνδέσεις με κυβερνητικές πηγές, κομματικά στελέχη και οικονομικούς παράγοντες της Γερμανίας. Στην κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, οι γερμανοί μάνατζερ έκαναν συγκεκριμένη πρόταση: να χρησιμοποιηθεί το Ταμείο ως όχημα για την προσέλκυση επενδύσεων. Ομως η πρόταση δεν έφτασε ποτέ στο Υπουργικό Συμβούλιο. Αντ’ αυτού, σύμφωνα με την εκδοχή που περιγράφει στα «ΝΕΑ» πηγή της γερμανικής εταιρείας συμβούλων, αποφασίστηκε το δημοψήφισμα που οδήγησε στην απειλή του Grexit και την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου.

Ή άλλο νόμισμα ή ένα μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων ήταν η πρόταση των δύο κορυφαίων μάνατζερ της εταιρείας Goetzpartners που ασχολούνταν τους κρίσιμους μήνες μέχρι τον Ιούλιο αποκλειστικά με την Ελλάδα. Η εταιρεία είναι από τις σημαντικότερες γερμανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιείται και διεθνώς. Η επαφή με τους Γερμανούς είχε γίνει μέσω ανθρώπου που ανήκε στον στενό κύκλο του Πρωθυπουργού και γνώριζε την εταιρεία, λέει πηγή της επιχείρησης στα «ΝΕΑ».

Η εκτίμηση των μάνατζερ ήταν ότι με το κοινό νόμισμα δεν υπάρχει καμία πιθανότητα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας χωρίς ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα. Και το κλειδί για τις επενδύσεις θα ήταν το Ταμείο Καταπιστευτικής Διαχείρισης (όπως στο γερμανικό Τρόιχαντ), το οποίο θα διαχειριζόταν το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις θα χρησιμοποιούνταν από το Ταμείο για την έκδοση ομολόγου και την προσέλκυση κεφαλαίων από ιδιώτες επενδυτές. Το ντιλ που θα έκανε η ελληνική κυβέρνηση για τη στήριξη του ομολόγου από την ΕΕ θα ήταν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με βαθιές τομές στη Δημόσια Διοίκηση και μείωση της γραφειοκρατίας.

Οι γερμανοί μάνατζερ διασφάλιζαν επαφές με κορυφαίους βιομηχανικούς ομίλους, εταιρείες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης που «ήταν έτοιμοι να επενδύσουν δισεκατομμύρια στην Ελλάδα μέσω του προγράμματος επενδύσεων». Ταυτόχρονα διαβεβαίωναν τον έλληνα υπουργό Οικονομικών ότι η πρόταση θα γίνει δεκτή και από την πολιτική ηγεσία του Βερολίνου. Η καγκελάριος Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε περίμεναν την κίνηση του Τσίπρα.

Ο κεϊνσιανιστής Βαρουφάκης δεν είχε κανένα πρόβλημα με τις ιδιωτικοποιήσεις και το Ταμείο, σε αντίθεση με τους μαρξιστές οικονομολόγους της κυβέρνησης. Ο Βαρουφάκης με το σχέδιο Ending of Greek Crisis, όπου περιέγραφε την πρόταση για τη διαχείριση των δανείων, είχε περάσει στους εταίρους στην ευρωζώνη την ιδέα για το ταμείο «Τρόιχαντ». Η εκτίμηση των γερμανών μάνατζερ ήταν ότι ο Σόιμπλε, γνωρίζοντας πως στην ελληνική κυβέρνηση γίνονται τέτοιες σκέψεις, ίσως να πίεσε τα πράγματα για να υποβληθεί η πρόταση από την Αθήνα.

Η πρόταση δεν έγινε ποτέ, γιατί δεν εισήχθη στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου, όταν Βερολίνο και Βρυξέλλες περίμεναν την πρόταση της Αθήνας, ο Βαρουφάκης έκανε μία ακόμη προσπάθεια. Ομως απέτυχε και πάλι να προωθήσει την πρόταση.

Γιατί; Η ερμηνεία ότι ο Τσίπρας δεν το έθεσε στο Υπουργικό Συμβούλιο φοβούμενος ότι θα απορριφθεί από την αριστερή πτέρυγα δεν πρέπει να είναι όλη η αλήθεια. Με υπουργούς όπως ο Λαφαζάνης και η Βαλαβάνη οι γερμανοί μάνατζερ μιλούσαν «με ανοιχτά χαρτιά», η επικοινωνία ήταν ευκολότερη απ’ ό,τι με άλλα μέλη της κυβέρνησης. Πιθανότερη μάλλον είναι η εκδοχή ότι ο Τσίπρας έκρινε πως πολιτικά δεν μπορούσε σε εκείνη τη φάση να παρουσιάσει δική του μία πρόταση στην οποία θα συμφωνούσαν Μέρκελ και Σόιμπλε, με τους οποίους εμφανιζόταν ότι ήταν σε πόλεμο.

Αντί της πρότασης για το Ταμείο, ήρθε η απόφαση για το δημοψήφισμα. Θα μπορούσε το Ταμείο να τεθεί ως ελληνική αντιπρόταση στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Αλλά ούτε αυτό έγινε. Με το δημοψήφισμα τερματίστηκε και η συνεργασία με τους γερμανούς μάνατζερ.