Η απουσία του τη βασανίζει, λέει, μέρα και νύχτα. Το πάθος του βράζει μέσα της. Κι απέξω της, όμως, εκείνος δεν μένει αδρανής. «Ερχεται κάθε τόσο σαν όραμα» και της μιλά οργισμένος. Τι της λέει; Πολλά. Κυρίως τον πόνο του. «Κανένας απ’ όλους αυτούς τους ευεργετημένους αχάριστους να μη σεβαστεί την πολιτική μου παρακαταθήκη;» τη ρωτά. Και μοιράζεται μαζί της πολλές –μα πάρα πολλές –κακίες για όλους, από τον Κώστα Σημίτη μέχρι τον Κώστα Λαλιώτη. Κυρίως όμως για τον γιο του Γιώργο Παπανδρέου.

Κάπως έτσι, στοιχειωμένη από το φάντασμα του Ανδρέα Παπανδρέου, η Δήμητρα Λιάνη έγραψε τις 509 σελίδες του νέου της πονήματος «Η οργή του Ανδρέα». Οπως ενημέρωσε το κοινό της εκπομπής «Ολα Πρώτη Φορά», το έκανε για τη –sic –αξιοπρέπεια αυτουνού του ανθρώπου. Γιατί «αν ψάξεις στο YouΤube υπάρχουν ομιλίες του μέχρι το ’85, μετά έχουν εξαφανιστεί». Πώς συνέβη αυτό; Κάτι η νέα τάξη πραγμάτων, κάτι η παραγγελιά που έκαναν οι εχθροί του να γίνει ακαδημαϊκή προσπάθεια να τον εμφανίσουν σαν αμφίσημη προσωπικότητα, κάτι ο πατροκτόνος Νίκος Παπανδρέου, χάθηκαν, αλίμονο –σύμφωνα με τη χήρα του -, όλα τα ντοκουμέντα από το Διαδίκτυο.

Ευτυχώς, λοιπόν, που υπάρχει εκείνη ως ζωντανή κιβωτός του παπανδρεϊσμού για να αποκατασταθεί η αξιοπρέπεια του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Και να μας θυμίσει πόσα κακά μας έχει φέρει ο «χυλός της παγκοσμιοποίησης».

Πάνω από όλα, όμως, να μας αφυπνίσει για να φτιαχτεί επιτέλους «ένα κίνημα αρχών και αξιών του Ανδρέα», στο οποίο, προς Θεού, αυτή δεν ζητεί κεντρικό ρόλο. Οταν άλλωστε τη ρωτούν τι έκανε μπροστά στην κάλπη τα χρόνια της κρίσης, δηλώνει απλά πως «ψήφιζε αντιμνημονιακά». Αν κρίνει, βέβαια, κανείς από την εμμονή της με τη νέα τάξη πραγμάτων, τα μανουάλια και τα εθνικά σύνορα, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί ποιο από τα σημερινά κόμματα την εκφράζει.

Φορώντας ένα μαύρο αυστηρό σακάκι, με σιδερωμένο το μαλλί και σταυρώνοντας συχνά – πυκνά τα χέρια πάνω στο βιβλίο που βρισκόταν ακουμπισμένο μπροστά της στο κόκκινο τραπέζι του στούντιο, δεν θύμιζε σε τίποτα την εικόνα που οι περισσότεροι έχουν κάπου βαθιά στη μνήμη τους κρατήσει από τα βάθη των δεκαετιών του 1980 και του 1990. Κοινώς, τα στιγμιότυπα από το νεύμα στο αεροπλάνο τής επιστροφής από το Χέρφιλντ ή από τις ημέρες μετά το ’93 που διέπρεπε ως υπερδραστήρια Πρώτη Κυρία.

Η επιθυμία της Λιάνη να κάνει πολιτική δεν κατάφερε ποτέ να αντισταθμίσει τη ροπή της προς τις πιο αλλόκοτες δοξασίες. Η ματιά της στην πολιτική επικαιρότητα έχει κάτι από αστρολογία και παλαιοημερολογίτικη δεισιδαιμονία. Δείχνει πάντως να απολαμβάνει τη λίγη δημοσιότητα που της εξασφαλίζει το βιβλίο –ένα βιβλίο που ήρθε ως απάντηση στο πρόσφατο πόνημα της προκατόχου της στη συζυγική κλίνη του Ανδρέα.

Η ίδια βέβαια αρνείται ότι το νέο της συγγραφικό έργο είναι απάντηση στη Μαργαρίτα. Εξάλλου, εκείνη ήταν που εγκαινίασε το είδος του παπανδρεϊκού άρλεκιν ήδη από το 1997, όταν είχε συγγράψει το «10 χρόνια και 54 ημέρες» –κάτι σαν το «9 1/2 εβδομάδες» για το ύστερο ειδύλλιο στη ζωή του Παπανδρέου. Τουλάχιστον εκείνη την εποχή ήταν ακόμη νωπός ο ρόλος της στη δημόσια ζωή. Γι’ αυτό και μπορούσε ακόμη να προκαλεί πάθη, όπως της Αθήνη – Τσούνη που την είχε χαστουκίσει, χαρίζοντας μια σκηνή που έπαιζε σε λούπα στα ανέμελα δελτία ειδήσεων της τότε ανέμελης χώρας.

Τώρα, χωρίς τη βοήθεια της Μάργκαρετ, η Λιάνη δεν θα έβρισκε εύκολα το φως της δημοσιότητας, κι ας ισχυρίζεται η ίδια ότι είναι υπεράνω. Οτι δεν την απασχολεί που στο ανταγωνιστικό ανάγνωσμα δεν αναφέρεται ποτέ με το όνομά της παρά μόνο ως «η αεροσυνοδός». Οτι εκείνη δεν θα έπεφτε ποτέ σε αυτό το επίπεδο.

Βέβαια, το «επίπεδο» δεν τη συγκρατεί όταν έρχεται η ώρα να μιλήσει για τον Γιώργο Παπανδρέου. Γι’ αυτόν μιλάει –κυριολεκτικά –σαν κακιά μητριά. Τι έχει να του προσάψει; Εκτός από το ότι δεν ήταν άρχοντας σαν τον Ανδρέα «που άφηνε δυνατό πουρμπουάρ σε σερβιτόρους» ή ότι υπήρξε «όργανο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην ελληνική κυβέρνηση»; Μα, ότι «τα Χριστούγεννα ευχήθηκε καλό Πάσχα και ανήμερα της Λαμπρής, το μεσημέρι, ευχήθηκε στους Ελληνες και τις Ελληνίδες καλή Ανάσταση, ότι έβαλε στο μανουάλι το κερί μαζί με το ποτηράκι που έχουν οι λαμπάδες για να μη στάζουν όταν είναι αναμμένες».

Εύλογα όλα αυτά ξυπνούν μνήμες από τις εποχές της παντοδυναμίας της, όταν στη ροζ βίλα, εκτός από αυλικούς όπως ο Λαζόπουλος, κυκλοφορούσαν ρασοφόροι, καφετζούδες και αστρολόγοι κι εκείνη χριζόταν διευθύντρια του ιδιαίτερου γραφείου του πρωθυπουργού.

Και εύλογα η συγγραφέας έχει μείνει καθηλωμένη σε αυτό το στάδιο. Σαν τους τραγουδιστές της μπουζουκοπόπ που κάποτε πέτυχαν δυο – τρία καλά σουξέ, έκαναν μια – δυο καλές σεζόν και τώρα τρέφονται ακόμη από τη φαντασίωση του παλιού μεγαλείου. Τρέφονται από την προσδοκία ότι θα τους καλέσουν να παίξουν τα παλιά σουξέ σε νέα εκτέλεση. Εστω και στα πανηγύρια.