Το κουβάρι μιας πολύ ιδιαίτερης και γεμάτης ερωτηματικά ιστορίας, με επίκεντρο τη διακίνηση παράνομων μεταναστών, έχουν αρχίσει να ξετυλίγουν τον τελευταίο καιρό οι εισαγγελικές και ανακριτικές Αρχές της δίωξης κατά της διαφθοράς.

Ενα στέλεχος της ΕΥΠ, ένας αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. που υπηρετούσε μέχρι πρότινος στη Διεύθυνση Αλλοδαπών, δικηγόρος και αλλοδαποί υπήκοοι συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των εμπλεκόμενων προσώπων. Το «ιδιαίτερο χρώμα» της υπόθεσης ολοκληρώνεται και από το περιεχόμενο τηλεφωνικών συνομιλιών που έχουν καταγραφεί, ύστερα από την έκδοση βουλευμάτων του Δικαστικού Συμβουλίου, ανάμεσα στον αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ. και τρίτο πρόσωπο με αναφορές στα εσωκομματικά του κυβερνώντος κόμματος, στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, αλλά και στις κρίσεις των αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας.

Το κατηγορητήριο για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα –για κάποιους από αυτούς έχουν εκδοθεί και εντάλματα σύλληψης –περιλαμβάνει σοβαρές αξιόποινες πράξεις, ενώ η υπεράσπιση αντιτείνει ότι πρόκειται για κατασκευασμένη υπόθεση.

Ηδη τις τελευταίες ημέρες έχει ξεκινήσει ο κύκλος των απολογιών των κατηγορουμένων ενώπιον του ανακριτή κατά της Διαφθοράς Κωνσταντίνου Σαργιώτη, ο οποίος σύμφωνα με πληροφορίες έχει προχωρήσει στην έκδοση και τουλάχιστον δύο ενταλμάτων σύλληψης εις βάρος των αλλοδαπών κατηγορουμένων. Οσον αφορά τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, με τη σύμφωνη γνώμη και της εισαγγελέως αφέθησαν ελεύθεροι με ή χωρίς την επιβολή περιοριστικών όρων, ενώ εντός της εβδομάδας αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί το στάδιο των απολογιών.

Ο φάκελος άνοιξε κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε από την υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., με έναυσμα κάποιες ανώνυμες καταγγελίες. Με βάση αυτές διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς Ελένη Ράικου.

Ακολούθησε η διενέργεια έρευνας από τους επίκουρους εισαγγελείς κατά της Διαφθοράς Ιωάννη Σέβη και Αγγελική Τριανταφύλλου και το πρώτο στάδιο σφραγίστηκε με την άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος συνολικά οκτώ ατόμων.

Το κατηγορητήριο συντάχθηκε με βάση τα στοιχεία της προανακριτικής δικογραφίας και περιλαμβάνει κατά περίπτωση αδικήματα όπως σύσταση και διεύθυνση εγκληματική οργάνωσης, διακίνηση παράνομων μεταναστών από κερδοσκοπία καθώς και ενεργητική και παθητική δωροδοκία.

Σύμφωνα με τις διωκτικές Αρχές, οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι φέρονται ότι αποτελούσαν ένα κύκλωμα το οποίο εκμεταλλευόμενο την πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό και τις θέσεις των μελών του σε αυτόν, διακινούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα παράνομους μετανάστες προς και από τη χώρα μας, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό τεράστια κέρδη.

Η συγκεκριμένη δικογραφία αποτελεί ουσιαστικά συνένωση μιας παλαιότερης, από το έτος 2013 (την έρευνα τότε για την υπόθεση είχε διενεργήσει η διεύθυνση Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ.), και κάποιων ανώνυμων καταγγελιών περί της ύπαρξης κυκλώματος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για την πληρέστερη διερεύνηση των καταγγελιών, κρίθηκε αναγκαίο να γίνουν παρακολουθήσεις τηλεφώνων και καταγραφές συνομιλιών κατά τα έτη 2013 και 2015, αφού προηγουμένως βεβαίως είχαν εκδοθεί τα αντίστοιχα βουλεύματα που επέτρεπαν την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.

Το διάστημα που μεσολάβησε, η υπόθεση απασχόλησε τον Τύπο και κατά την διάρκεια της Προκαταρκτικής συντάκτες δημοσιευμάτων κλήθηκαν και κατέθεσαν ενώπιον των αστυνομικών Αρχών.

Ωστόσο η υπεράσπιση των κατηγορουμένων, οι οποίοι αρνούνται οποιαδήποτε ανάμειξη σε όσα τους αποδίδονται, κάνει λόγο για «στημένη» υπόθεση. Μια υπόθεση που κατασκευάστηκε με «συρραφή» παλαιότερων υποθέσεων και «ανώνυμων καταγγελιών» προκειμένου να εξυπηρετηθούν προσωπικές έχθρες και υπηρεσιακές έριδες, με άρωμα έντονα πολιτικό και ουσιαστικά, όπως υποστηρίζουν, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία ικανά να στηρίξουν την κατηγορία.

Ανοίγοντας τα χαρτιά τους αναφέρουν ενδεικτικά ότι, σχετικά με τη βασική κατηγορία που είναι η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης για τη μεταφορά λαθρομεταναστών, η υπηρεσία που διενέργησε την έρευνα το έτος 2013 αναφέρει στο πόρισμά της ότι δεν προέκυψε η ύπαρξη τέτοιου κυκλώματος με σκοπό την τέλεση τέτοιων πράξεων.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στο δεύτερο σκέλος της υπόθεσης για τις δωροδοκίες φέρονται να έχουν ο αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. και κάποιοι συνεργοί του. Ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος φέρεται να υπηρετούσε για χρόνια στη διεύθυνση Αλλοδαπών, σε θέση γραφείου, όντας αρμόδιος για τη χορήγηση αδειών σε αλλοδαπούς προκειμένου να αποχωρήσουν οικειοθελώς από τη χώρα.

Σύμφωνα με όσα του χρεώνονται, ο αξιωματικός εισέπραττε χρήματα –η ταρίφα ήταν περίπου 1.500 ευρώ –παρέχοντας διευκολύνσεις σε αλλοδαπούς κρατουμένους. Συγκεκριμένα, μέσω αλλοδαπών φίλων του εντόπιζε άλλους αλλοδαπούς, κρατουμένους για παραβάσεις του νόμου περί παράνομης μετανάστευσης, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν για να ξανακερδίσουν την προσωπική τους ελευθερία.

Ετσι, αφού συμφωνούσαν στο τίμημα φέρεται ότι έδινε οδηγίες για να συγκεντρώσουν τα αναγκαία έγγραφα που έπρεπε να προσκομιστούν στις Αρχές και στη συνέχεια αφού τους άφηνε ελεύθερους χορηγώντας τη σχετική άδεια, εισέπραττε για τις «υπηρεσίες του» τα χρήματα που ήταν περίπου 1.500 ευρώ.