«Οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, ουσιαστικά, το πραγματικό διακύβευμα του δημοψηφίσματος αφορά την ισότιμη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την παραμονή της στην ευρωζώνη» αναφέρει σε παρέμβασή του ο πρώην Πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος

«Το αληθινό και κρίσιμο ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο ελληνικός λαός είναι:

επιλέγουμε να επιτύχουμε την οικονομική ανάπτυξη, να διασφαλίσουμε τη νομισματική σταθερότητα, να ενισχύσουμε την κοινωνική συνοχή και να διατηρήσουμε την εθνική ασφάλεια, συμπορευόμενοι και συνεργαζόμενοι με τους άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στηριζόμενοι στα οφέλη που απορρέουν από ένα ισχυρό νόμισμα, το ευρώ;

ή

επιλέγουμε την άγονη αντιπαράθεση με τους λαούς και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τελικά μπορεί να μας ωθήσει να ακολουθήσουμε μια διαφορετική πορεία, ως μοναχικοί καβαλάρηδες, και που πιθανότατα θα οδηγήσει σε νομισματική αστάθεια, οικονομική δυσπραγία και γεωπολιτική απομόνωση, και σε όσα αυτά συνεπάγονται για την ευημερία της κοινωνίας και την ασφάλεια του έθνους;

Πρέπει να συλλογιστούμε με μεγάλη προσοχή το πραγματικό νόημα του δημοψηφίσματος και τις πιθανές συνέπειες του αποτελέσματός του. Και πρέπει να αποφασίσουμε με σύνεση και νηφαλιότητα ποιόν δρόμο θέλουμε να ακολουθήσουμε.

Είμαι πεπεισμένος ότι το ΝΑΙ στην Ευρώπη και το ΝΑΙ στο ευρώ είναι η σωστή επιλογή που υπηρετεί ασφαλέστερα το εθνικό συμφέρον και θα εξασφαλίσει ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για ανάπτυξη, σταθερότητα, ασφάλεια και κοινωνική ευημερία.

Πολλοί συμπολίτες μας έχουν διαφορετική άποψη. Η θέση τους αυτή είναι σεβαστή και κατανοητή γιατί, σε σημαντικό βαθμό, συναρτάται με τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων και το απαράδεκτα υψηλό ποσοστό ανεργίας κατά την περίοδο της κρίσης και αντανακλά την αντίληψη ότι η πολιτική που ασκήθηκε τα προηγούμενα χρόνια πλήγωσε την αξιοπρέπεια και περιόρισε την εθνική ανεξαρτησία. Κοινός σκοπός όλων των Eλλήνων είναι να αποκατασταθεί προοδευτικά η απώλεια των εισοδημάτων και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η μάστιγα της ανεργίας. Βλέποντας μπροστά, όσοι προκρίνουν το ΟΧΙ, ας σκεφτούν εάν η επιλογή αυτή θα οδηγήσει πράγματι στην υπέρβαση της κρίσης, θα ενισχύσει την ανάπτυξη, θα συντελέσει στη μείωση της ανεργίας και εάν, γενικότερα, θα εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα, ιδίως για τους νέους και τις επόμενες γενιές. Επειδή εκτιμώ ότι η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητική, προτείνω ανεπιφύλακτα το ΝΑΙ».