Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η ελληνική φοιτητική παροικία της μακρινής Βοστώνης βρισκόταν στην ακμή της. Εύλογο, μια και η μοίρα των περισσότερων αποφοίτων των καλών σχολείων της Αθήνας ήταν προδιαγεγραμμένη: σπουδές σε κάποιο από τα φημισμένα αμερικανικά πανεπιστήμια των ελίτ. Οι γόνοι δύο από τις πιο ισχυρές πολιτικές οικογένειες δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Μάλιστα, παρά τα τέσσερα χρόνια που τους χωρίζουν, συνέπεσαν εκείνη την περίοδο για λίγο στην πρωτεύουσα της Μασαχουσέτης. Ο Μπακογιάννης μόλις είχε τελειώσει το Μπράουν και ερχόταν για μεταπτυχιακό στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης του Χάρβαρντ. Ο Καραμανλής τελείωνε το μάστερ του στη Σχολή Φλέτσερ του Tufts. Σύμφωνα με ανθρώπους που γνώριζαν και τους δύο τότε, δεν επεδίωξε ποτέ ο ένας την παρέα του άλλου, παρότι αρκετές φορές βρέθηκαν στις ίδιες εκδηλώσεις. Οι ίδιες πηγές το αποδίδουν στην τύχη –και όχι σε κάποια νεοδημοκρατική κόντρα –μια και είχαν κοινά. Ηταν, λένε, και οι δυο ευρωπαϊστές, κοσμοπολίτες και φιλελεύθεροι. Και, φυσικά, καλοαναθρεμμένοι. Πώς τους θυμούνται; Ο ένας «καθόταν πάντα στην τελευταία σειρά της εκδήλωσης και απέφευγε να συστηθεί ως Καραμανλής». Ο άλλος ήταν «ένα ντροπαλό παιδί μιας εξαιρετικά δυναμικής μητέρας». Αυτό βέβαια που έκανε εντύπωση σε όλους είναι ότι δήλωνε πάντα Ευρυτάνας και όχι Κρητικός. Παρ’ όλα αυτά, ο Μπακογιάννης έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον τότε για την πολιτική. Ισως γι’ αυτό μπήκε πιο γρήγορα από τον άλλο στον πολιτικό στίβο, εφαρμόζοντας ένα από τα αγαπημένα αξιώματα των Βοστωνέζων, «all politics is local» (στην πολιτική είναι απαραίτητη η τοπική βάση, σε ελεύθερη απόδοση).