Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Είχε προσπαθήσει να θίξει το θέμα του δημοσίου χρέους και σε μια συζήτηση που έκανε τον περασμένο Νοέμβριο με τον υπουργό Οικονομίας και πρόεδρο του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Αλλά ο τελευταίος είχε ξεγλιστρήσει και δεν τον είχε αφήσει να αναπτύξει τα επιχειρήματά του. Αυτή τη φορά, λοιπόν, ο Τομά Πικετί ήταν αποφασισμένος. Θα έκανε τη σύγκριση που ενοχλεί περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τους Γερμανούς. Και θα την έκανε μπροστά στους Γερμανούς.
Ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου τον 21o αιώνα» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις) ήταν καλεσμένος προχθές στο Βερολίνο για να του απονεμηθεί το Βραβείο Πολιτικού Βιβλίου από το ίδρυμα Φρίντιχ Εμπερτ, που πρόσκειται στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Στο πλαίσιο της ίδιας εκδήλωσης, ο πολυσυζητημένος γάλλος οικονομολόγος θα συζητούσε με τον δήμαρχο του Αμβούργου Ολαφ Σολτς, σημαίνον στέλεχος του SPD. Του ήρθε λοιπόν μια ιδέα.

Αντί να μιλήσει για άλλη μια φορά για τις ανισότητες, θα επικέντρωνε την ομιλία του σε ένα πολύ πιο «ευαίσθητο» θέμα, ειδικά στη Γερμανία: τα δημόσια χρέη.

Και αυτό ακριβώς έκανε, γράφει ο ανταποκριτής της «Μοντ» στο Βερολίνο Φρεντερίκ Λεμέτρ. Μόνο δύο ακόμη ευρωπαϊκές χώρες –υπενθύμισε ο Πικετί –είχαν στο παρελθόν χρέη υψηλότερα από το χρέος της σημερινής Ελλάδας: η Βρετανία τον 19ο αιώνα, μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, και η Γερμανία μετά το 1945.

Το χρέος της καθεμιάς αντιστοιχούσε γύρω στο 200% του Ακαθάριστου Εθνικού τους Προϊόντος.

Πώς αποπλήρωσαν αυτές οι δύο χώρες τα τεράστια χρέη τους; Η Βρετανία πέτυχε δημοσιονομικά πλεονάσματα 3% ώς 4% τον χρόνο. Καθώς τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε πληθωρισμός (λόγω του κανόνα του χρυσού), το Λονδίνο χρειάστηκε έναν αιώνα για να φθάσει στον στόχο του: από το 1815 ώς το 1914.
Η Γερμανία, πάλι, είχε την τύχη να της διαγραφεί σε μεγάλο βαθμό το χρέος από τους Συμμάχους το 1953. «Αυτό ήταν πολύ καλό», είπε ο Πικετί, καθώς η Γερμανία μπόρεσε να ανοικοδομηθεί και να ξαναγίνει μια μεγάλη παγκόσμια οικονομική δύναμη. Γιατί λοιπόν να μη γίνει σήμερα το ίδιο και με την Ελλάδα; «Οι νέοι της Ελλάδας», διερωτήθηκε ο γάλλος οικονομολόγος, «πρέπει άραγε να θεωρηθούν περισσότερο υπεύθυνοι για τα λάθη που διαπράχθηκαν στο παρελθόν απ’ ό,τι οι Γερμανοί το 1953; Γιατί να αρνηθούμε στους Ελληνες αυτό που προσφέραμε στους Γερμανούς;».

Οπως επισήμανε ο Τομά Πικετί, «η χρηματοπιστωτική κρίση γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2008, αλλά οι Αμερικανοί έδωσαν γρήγορα τη λύση. Η κρίση εκείνη απέκτησε στη συνέχεια ευρωπαϊκό χαρακτήρα γιατί δεν λάβαμε τις σωστές αποφάσεις. Θελήσαμε να μειώσουμε υπερβολικά γρήγορα τα δημόσια ελλείμματα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ανεργία σήμερα είναι τόσο μεγάλη».

Επένδυση στο μέλλον. Για τον συγγραφέα του «Κεφαλαίου τον 21ο αιώνα», θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό να επιτραπεί στην Ελλάδα να επενδύσει στο μέλλον της. Και τον ρυθμό μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων θα πρέπει να τον αποφασίσει ένα κοινοβούλιο της ευρωζώνης, «όπου κάθε χώρα θα εκπροσωπείται με βάση τον πληθυσμό της, και κατά συνέπεια η Γερμανία θα πρέπει να δεχθεί ότι θα αποτελεί τη μειοψηφία».

Ο δήμαρχος έχει επιφυλάξεις

Ολα αυτά ήταν πάρα πολλά για τον μετριοπαθή Ολαφ Σολτς. Ο δήμαρχος του Αμβούργου, και πιθανός αυριανός πρόεδρος του SPD, εξέφρασε τις βαθιές του επιφυλάξεις για μια νέα μεταρρύθμιση των συνθηκών, παρότι αναγνώρισε ότι πρέπει περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

«Το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι ότι οι Γερμανοί είναι φανατικοί με τη λιτότητα» τόνισε. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει κοινό φορολογικό σύστημα. Χρειαζόμαστε εναρμόνιση στον φόρο επιχειρήσεων στην ευρωζώνη, ει δυνατόν σε ολόκληρη την ΕΕ».

Για τον Σολτς, το θέμα του χρέους δεν είναι νέο, η ίδια συζήτηση έγινε και τις δεκαετίες του ’60, του ’70, του ’90. Διαφέρει μόνον το ύψος του χρέους. Υπήρχαν πάντα εκείνοι που ήταν κατά της υπερβολικής λιτότητας και εκείνοι που ήταν υπέρμαχοι της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Η ειδοποιός διαφορά με τη σημερινή κρίση είναι ότι την τελευταία δεκαετία συσσωρεύτηκαν στην Ευρώπη υπερβολικά πολλά χρέη. «Ενας δημοκράτης πολιτικός στη Γερμανία έχει μεγάλη δυσκολία να εξηγήσει στον κόσμο ότι εμείς θα ακολουθούμε πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά δεν θα το απαιτούμε από τους άλλους».

Είναι αλήθεια ότι η Γερμανία δεν πλήρωσε τα χρέη της τη δεκαετία του ’50, αλλά σημασία έχει και τι ακολούθησε. «Αν στείλουμε σήμερα το μήνυμα στις αγορές ότι δεν θα πληρώσουμε τα χρέη μας, αυτό θα επηρεάσει τη μελλοντική τους συμπεριφορά. Γι’ αυτό πρέπει να βρεθούν λύσεις. Λύσεις με αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ».

Ο Σολτς πιστεύει ότι η διαγραφή ενός μέρους του ελληνικού χρέους είναι ένα μέτρο όχι μόνο άδικο, αλλά και άχρηστο. Το ερώτημα αν περισσότερα λάθη έκαναν οι Ελληνες ή οι Γερμανοί είναι ρητορικό.

«Η απάντηση είναι ότι βρισκόμαστε σε μια άλλη κατάσταση. Υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να λυθούν και οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών έκαναν πολλά για να βοηθήσουν την Ελλάδα. Εγινε ένα κούρεμα του χρέους, αποφασίστηκε επιμήκυνση, δόθηκαν πολλά χρήματα για να βοηθηθεί η Ελλάδα. Τώρα πρέπει να βρεθεί μια λύση για να βγούμε από αυτή την κατάσταση.

Γίνεται μια συζήτηση περί δημοκρατίας. Πρέπει να λάβουμε υπόψη όμως, ότι υπάρχουν και χώρες όπως η Σλοβακία ή οι τρεις χώρες της Βαλτικής, οι οποίες έχουν χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα. Πρέπει πρώτα να πούμε στον κόσμο ποια είναι η σωστή μεταρρυθμιστική στρατηγική για το μέλλον και ύστερα τι μπορούμε να κάνουμε με τα χρέη. Οχι αντίστροφα. Δεν είμαι αισιόδοξος στο σημείο αυτό, αλλά ελπίζω να βρεθεί μια λύση μεταξύ της ΕΕ και της ελληνικής κυβέρνησης. Να υπάρξει ένα λειτουργικό αποτέλεσμα».

Αυτό που χρειάζεται, σύμφωνα με τον δήμαρχο του Αμβούργου, είναι η Αθήνα να βρει τη θέση της στις διεθνείς αγορές και η χώρα να προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις, να φορολογήσει για παράδειγμα τους πιο πλούσιους.

Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν αντιμετώπισε ευκολότερα την κρίση απ’ ό,τι η Γερμανία είπε. «Οχι επειδή είμαστε πιο έξυπνοι ή επειδή οι άλλοι είναι λιγότερο εργατικοί. Αλλά επειδή εφαρμόσαμε τον κανόνα ότι δεν πρέπει να δημιουργηθεί κενό στο ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης».

«Υποκρισία». Μα αυτό είναι υποκριτικό αντέτεινε ο Πικετί. «Λέμε στην Αθήνα να φορολογήσει τους πλούσιους, αλλά την ίδια ώρα εκείνοι τοποθετούν τα χρήματά τους σε γαλλικές ή γερμανικές τράπεζες, οι οποίες αρνούνται να δώσουν πληροφορίες στις ελληνικές Αρχές για τους πελάτες τους».