Δεν είχαν ποτέ γραμμική εξέλιξη οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Δεν θα μπορούσαν, άλλωστε, καθώς αντανακλούσαν το μείγμα του ταραγμένου τοπίου της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα με τις προτεραιότητες της Realpolitik των Αμερικανών στην περιοχή. Από την εποχή της ταξιδιωτικής οδηγίας Ρίγκαν, του δημοσιοσχεσίτη Νίκολας Μπερνς, του διάσημου σκυλιού του Τόμας Νάιλς και του μάλλον αντιπαθούς Τομ Μίλερ με τις συνεχείς δημόσιες παρεμβάσεις του για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων, έγιναν πολλά και άλλαξαν ακόμη περισσότερα.

Ωστόσο, η παρέμβαση του Ντέιβιντ Πιρς, που κατεγράφη ως μία από τις σκληρότερες στην ιστορία της πρεσβείας, σε πολλούς θύμισε τη δεκαετία του ’80, όταν η στάση του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν πηγή μόνιμης έντασης με τους Αμερικανούς.

Ομως, το 2015 δεν είναι δεκαετία του ’80: παρά τις διαφορές απόψεων σε επιμέρους θέματα, την τελευταία δεκαετία οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βίωσαν μια πρωτόγνωρη ύφεση (detente). Οι Αμερικανοί έμαθαν να μην είναι άγαρμποι και η Ελλάδα έδειξε έτοιμη να εφαρμόσει και πρακτικά το δόγμα ότι ανήκει στη Δύση και να παραδεχθεί ότι το βασικό γεωπολιτικό της στήριγμα –και στήριγμα ασφαλείας –ειδικά απέναντι σε μια επιθετική Τουρκία είναι οι ΗΠΑ.

Η εξάρθρωση της 17Ν και η έμπρακτη απόδειξη από την Αθήνα ότι συνεργαζόταν σοβαρά για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας ήταν για τους Αμερικανούς από τα σημαντικότερα διμερή «αγκάθια» που είχαν απαλειφθεί.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι πάγιες διαφωνίες για τα ανοίγματα προς τη Ρωσία επί κυβέρνησης Καραμανλή –και όχι μόνο –και οι επανειλημμένες μέχρι και σήμερα νουθεσίες για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο ή του Σκοπιανού είναι μάλλον υπόθεση ρουτίνας για τις ΗΠΑ. Ούτως ή άλλως, από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου κι έπειτα οι Αμερικανοί μάλλον δέχθηκαν με ικανοποίηση το γεγονός ότι βγήκαν από το κάδρο. Το απέδειξαν και μέσω της τοποθέτησης στην Αθήνα διπλωματών χαμηλών τόνων, όπως ο Ντάνιελ Μπένετ Σμιθ και πρόσφατα ο Ντέιβιντ Πιρς. Τουλάχιστον μέχρι χθες.