«Πρωτοφανές και και πολλαπλό θεσμικό ατόπημα» χαρακτηρίζει το ΠΑΣΟΚ τη συνέντευξη της προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου σχετικά με τα όσα ανακοίνωσε για τηΧρυσή Αυγή και τη λειτουργία του κοινοβουλίου.

Στην ανακοίνωσή του το ΠΑΣΟΚ τονίζει: «Είναι προφανές ότι μέσα στα τόσα προβλήματα που έχει ο τόπος αποκτήσαμε και ένα ακόμη. Μια πρόεδρο της Βουλής που είναι αποφασισμένη να λειτουργεί ως πρόξενος σύγκρουσης και έντασης».

Το ΠΑΣΟΚ εξαπολύει βολές για το «εντυπωσιακό πείσμα» της σε σχέση με τα όσα είπε

για τη συμμετοχή των βουλευτών της ΧΑ στις ψηφοφορίες της Βουλής.

«Δημιουργείται μείζον ζήτημα δημοκρατικής τάξης καθώς η κα

Κωνσταντοπούλου είναι πλέον προφανές ότι έχει ως πρώτη προτεραιότητά της

την αλλαγή της στάσης της Βουλής ως προς την αντιμετώπιση της ΧΑ»

επισημαίνεται.

Επιπλέον, το κόμμα τονίζει ότι η πρόεδρος της Βουλής «είναι αδύνατο να αντιληφθεί τη διάκριση των εξουσιών όχι μόνο σε σχέση με τη Δικαιοσύνη, αλλά και σε σχέση με την κυβέρνηση» και της καταλογίζει ότι «επιδίωξή της ήταν να εμφανιστεί ως σκληρός και συνεπής εκπρόσωπος της προεκλογικής ρητορείας του ΣΥΡΙΖΑ».

Τέλος, χαρακτηρίζει αδιανόητο και κοινοβουλευτικά αντιδεοντολογικό να ανακοινώνει η πρόεδρος της Βουλής αποφάσεις της που δεν έχουν συζητηθεί στα αρμόδια όργανα του κοινοβουλίου.

Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΠΑΣΟΚ έχει ως εξής:

«Πρώτον, είναι αδιανόητο και κοινοβουλευτικά αντιδεοντολογικό ως προς θέματα εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας της Βουλής να ενημερώνεται για τις αποφάσεις, προτάσεις ή απόψεις της Προέδρου της Βουλής ο Τύπος, πριν ενημερωθούν και -όπου χρειάζεται να αποφασίσουν ή να διατυπώσουν τη γνώμη τους- τα κατά τον Κανονισμό της Βουλής αρμόδια όργανα. Πρωτίστως η Διάσκεψη των Προέδρων και τελικά η ίδια η Ολομέλεια του Σώματος.

Δεύτερον, η κα Κωνσταντοπούλου προσέβαλε προκλητικά την Ολομέλεια του Σώματος στην οποία, πριν λίγες μόλις ημέρες, τοποθετήθηκαν τα κόμματα (συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ ) και οι βουλευτές, σε σχέση με το ζήτημα της συμμετοχής σε όλες τις συνεδριάσεις και όλες τις ψηφοφορίες των προσωρινά κρατουμένων βουλευτών της ΧΑ, κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό από την άποψή της.

Πριν το θέμα τεθεί ξανά ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων και τελικώς ενώπιον της Ολομέλειας κατά τρόπο σύμφωνο με τον Κανονισμό της Βουλής, η κα Κωνσταντοπούλου με εντυπωσιακό πείσμα επανήλθε, θέτοντας μάλιστα ζήτημα εγκυρότητας ψηφισμένων και δημοσιευμένων νόμων του κράτους υπό τα χειροκροτήματα του γραφείου τύπου της ΧΑ.

Πέραν της απογοητευτικής άγνοιας των ισχυόντων συνταγματικών κανόνων ως προς τον τρόπο με τον όποιον μπορούν να τεθούν στην ελληνική έννομη τάξη ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής τυπικής συνταγματικότητας, δημιουργείται μείζον ζήτημα δημοκρατικής τάξης καθώς η κα Κωνσταντοπούλου είναι πλέον προφανές ότι έχει ως πρώτη προτεραιότητά της την αλλαγή της στάσης της Βουλής ως προς την αντιμετώπιση της ΧΑ.

Πρόκειται όμως πλέον για την Πρόεδρο της Βουλής που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ψήφισε, για λόγους δεοντολογίας, το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης. Τη δεοντολογία αυτή έχει γραμμένη στα παλαιότερα των υποδημάτων της η κα Κωνσταντοπούλου.

Τρίτον, η κα Κωνσταντοπούλου είναι αδύνατο να αντιληφθεί τη διάκριση των εξουσιών όχι μόνο σε σχέση με τη Δικαιοσύνη, αλλά και σε σχέση με την κυβέρνηση. Ανάλωσε συνεπώς μεγάλο μέρος της συνέντευξης της σε «πρωτοβουλίες» της σχετικές με τη διαχείριση του δημοσίου χρέους, δηλαδή σε ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα της αρμοδιότητας της κυβέρνησης. Είναι επίσης προφανές ότι δεν έχει καθαρή θεσμική αίσθηση γύρω από το ποιος εκπροσωπεί διεθνώς την Ελληνική Δημοκρατία στα θέματα αυτά.

Επιδίωξή της ήταν να εμφανιστεί ως σκληρός και συνεπής εκπρόσωπος της προεκλογικής ρητορείας του ΣΥΡΙΖΑ -σε αντίθεση προφανώς με τη κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό που τείνει να «συμβιβαστεί»- και όχι ως ουδέτερος Πρόεδρος της Βουλής που οφείλει να εγγυάται τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και όχι να προωθεί την προσωπική ή κομματική πολιτική της γραμμή.

Είναι συνεπώς προφανές ότι μέσα στα τόσα προβλήματα που έχει ο τόπος αποκτήσαμε και ένα ακόμη. Μια Πρόεδρο της Βουλής που είναι αποφασισμένη αντί να λειτουργεί ως παράγοντας θεσμικής ηπιότητας και συναίνεσης, να λειτουργεί ως πρόξενος σύγκρουσης και έντασης. Ποιος δεν είχε δει τους οιωνούς;»