Ας το πιάσουμε ανάποδα. Πριν ρωτήσουμε τι αποτέλεσμα θα έχει η πρωτοβουλία του κυβερνητικού διδύμου να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, ας αναρωτηθούμε πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα χωρίς αυτήν.

Σε κάθε νέα δημοσκόπηση η ζάλη των κυβερνητικών βουλευτών θα επιδεινωνόταν. Η σεναριολογία και οι νευρικές τους κινήσεις θα γέμιζαν τα ερτζιανά και τον τηλεοπτικό αέρα. Οι δανειστές θα έβλεπαν ξανά μια χώρααναξιόπιστη –και σίγουρα ανεπίδεκτη οριστικής διευθέτησης του χρέους. Και οι αγορές θα αντικατόπτριζαν την αβεβαιότητα, ανεβάζοντας το κόστος δανεισμού σε ύψη που θα καθιστούσαν απαγορευτική την «έξωση» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Με δυο λόγια, η κυβέρνηση θα ζούσε κάθε ημέρα σαν να ήταν η τελευταία της, διολισθαίνοντας στον κατήφορο της εκλογολογίας που θα μπορούσε εν τέλει να επιβεβαιωθεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Ακόμη χειρότερα, η χώρα θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη διαπραγμάτευση στην τελευταία φάση του Μνημονίου για να πάει σε μια εκλογική αναμέτρηση, η οποία κατά πάσα δημοσκοπική πιθανότητα θα μετέτρεπε την αβεβαιότητα σε κυβερνητικό αδιέξοδο.

Η πρωτοβουλία της ψήφου εμπιστοσύνης καθαρίζει κάπως τον ορίζοντα. Δεν θεραπεύει, βέβαια, όλες τις εστίες της πολιτικής αστάθειας. Αλλά δίνει στην κυβέρνηση το οξυγόνο του πολιτικού χρόνου.

Είναι μια πρωτοβουλία που αφ’ εαυτής αποκαθιστά την ισορροπία του διδύμου στην κορυφή της κυβερνητικής πυραμίδας. Και, στη βάση της πυραμίδας, θέτει τους βουλευτές της συμπολίτευσης προ των ευθυνών τους. Θα είναι δύσκολο να δώσει κανείς τώρα ψήφο εμπιστοσύνης και να μην ψηφίσει σε λίγες ημέρες τον προϋπολογισμό.

Ούτως `Η άλλως, η εξασφάλιση της προεδρικής πλειοψηφίας δεν είναι πια στην κορυφή των προτεραιοτήτων των δύο κυβερνητικών εταίρων. Πιο κρίσιμη τώρα φαντάζει η επίτευξη της εξόδου από το Μνημόνιο στον χρόνο που απομένει μέχρι τον Μάρτιο. Αν ο στόχος αυτός εκπληρωθεί, Σαμαράς και Βενιζέλος θα αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, λόγω αδυναμίας εκλογής προέδρου, από πλεονεκτική θέση. Μέχρι τότε, απομένουν πέντε μήνες σχοινοβασίας, εντός και εκτός των συνόρων.