Για τον Δημήτρη Τζιώτη ακούστηκαν πολλά, εκτός από αυτό που πραγματικά είναι: ένας μισθοφόρος που προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όποιον τις πληρώνει. Με την ιδία ευκολία που δούλεψε στο παρελθόν με τους Παπανδρέου, είναι τώρα σύμβουλος της Ολγας Κεφαλογιάννη. Παναθηναϊκός από οικογενειακή παράδοση, αλλά επαγγελματικά είχε πάρε-δώσε με τον Ολυμπιακό. Παλαιότερα πίστευε ότι ΣΥΡΙΖΑ «είναι αποδεκτός για αυτό που είναι αλλά τίποτα παραπάνω», σήμερα όμως τον εκπαιδεύει επικοινωνιακά για να γίνει πιο αποδεκτός. Οσοι τον ξέρουν μιλούν για έναν ευρηματικό «μπον βιβέρ με μυαλό και αισθητική». Ανήκει σε ένα γκρουπ προσώπων που προωθούν την καινοτομία και το ντιζάιν, χωρίς πολιτικούς διαχωρισμούς και προκαταλήψεις. Η δουλειά είναι δουλειά και το κέρδος που αποφέρει δεν έχει ιδεολογία. Ορισμένοι μάλιστα τον θεωρούν ιδιαίτερα προχωρημένο για τα ελληνικά δεδομένα – «δεν τον καταλαβαίνουν όλοι».

Μακρινές συγγένειες. Πρόσωπο με αντίστοιχα χαρακτηριστικά ήταν ο Αλεξ Ρόντος. Κατά σύμπτωση, και οι δύο υπήρξαν συνεργάτες του Γ. Παπανδρέου, την εποχή που στον νεοπαπανδρεϊσμό έδεναν να σκυλιά με τα λουκάνικα. Η διαφορά είναι ότι ο Τζιώτης κινείται σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα. Από τη συμμετοχή σε επιχειρήσεις και την υποστήριξη δράσεων που μπορούν να χαρακτηριστούν από εμπνευσμένες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες έως «κόλπα», μέχρι τον πολιτικό ακτιβισμό.

Το 2006 επιχείρησε να γίνει δήμαρχος Βουλιαγμένης – με την υποστήριξη του ΠαΣοΚ που έπαιρνε… 9% στον συγκεκριμένο δήμο – απέναντι τον πανίσχυρο τότε Γρήγορη Κασιδόκωστα, και πήρε 36%. Τότε τον συνέδεσαν με την πολυτελή Πόρσε που χρησιμοποιούσε στις μετακινήσεις του. Ο ίδιος το έβλεπε διαφορετικά. «Εκφράζω τον μέσο Ελληνα, ο οποίος θέλει ένα καλό αυτοκίνητο. Τώρα, αν οι σύντροφοί μου θέλουν να το αλλάξω με κάτι λιγότερο πολυτελές θα το κάνω ευχάριστα, εφόσον και αυτοί αλλάξουν τα πολυτελή αυτοκίνητα που τους πληρώνει το κράτος». Πληρωμένη απάντηση. Ο ίδιος εμφανίζεται ως πολιτικοποιημένος, προβάλλοντας ότι υπήρξε πρόεδρος στο μαθητικό συμβούλιο του Κολλεγίου Φιλοθέης και παρότι τον έβγαζε η γαλάζια ΜΑΚΙ δήλωσε ότι ανήκει στην «ευρύτερη Αριστερά» – έχει ψηφίσει και Συνασπισμό. Περισσότερο όμως είναι ένας απολιτίκ πολιτικοποιημένος και ένας πανέξυπνος καριερίστας με αυτοπεποίθηση.

Στο ΠαΣοΚ δεν πρόσφερε πολλά, πήρε όμως τη δημοσιότητα που τον συνοδεύει έκτοτε. Γράφηκε μέλος το 2004, την ημέρα που πήγε να ψηφίσει τον Γ. Παπανδρέου για πρόεδρο από τη βάση. Τρία χρόνια αργότερα παραλίγο να του φάει τη δουλειά. Εκείνη η υποψηφιότητα έκανε πολλούς να τον χαρακτηρίσουν ακόμη και «νούμερο». Διέθετε πάντως όλες τις καταστατικές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και τις 30.000 υπογραφές μελών. Το ότι τον έκοψε ο Γ. Παπανδρέου δημιούργησε υπόνοιες πως «απλώς τον απέσυρε» – άρα αυτός τον είχε προτρέψει. Με την οικογένεια συνδέθηκε μέσω του Νίκου Παπανδρέου. Για μία περίοδο ήταν και ο άτυπος επικεφαλής της οργάνωσης Κάθε Μέρα Πολίτης. Της παρασιτικής – που θα έλεγε και ο Βαγγέλης Βενιζέλος – οργάνωσης που δημιούργησαν οι Παπανδρέου και απομυζούσε πόρους του ΠαΣοΚ για εκδηλώσεις και τη δημιουργία δικτύων, χωρίς να ελέγχεται από το ΠαΣοΚ. Εκτοτε συνεργάστηκε με τα αδέλφια τού πρώην πρωθυπουργού, αλλά και με τους «αντιπάλους» τους. «Δεν έχω επαγγελματικά ταμπού» έχει πει.

Καινοτόμες ιδέες. Κατά καιρούς προσέφερε τις συμβουλές του σε θέματα στρατηγικής στις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις, στα υπουργεία Αμυνας, Πολιτισμού, Παιδείας, Τουρισμού και Εξωτερικών, δούλεψε με το ΠαΣοΚ στις ευρωεκλογές του 2004, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την Επιτροπή Διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, με τον Δήμο Αθηναίων και με την ιταλική Ελιά. Σε ονόματα, αυτά μεταφράζονται σε συνεργασία με τον Γ. Παπανδρέου, τον Δ. Αβραμόπουλο, τη Γιάννα Αγγελοπούλου, αλλά και, στον διεθνή χώρο, με τον Ρομάνο Πρόντι.

Ως επαγγελματίας ο Τζιώτης είναι επιτυχημένος, αν κριθεί από τον ευρύ κύκλο εργασιών του προτού κλείσει τα 45 του χρόνια. Αλλά είναι και ένας «φευγάτος γιάπης» που έχει ιδέες συχνά πέρα από τα όρια αντοχής της πελατείας του. Ιδρυσε με τον Αλέξη Ζορμπά την εταιρεία Cleverbank και στην αλλαγή των δύο αιώνων προσπάθησε να κυριαρχήσει στην περιοχή μεταξύ πολιτικής και επικοινωνίας, με εφόδιο την εκπροσώπηση του διάσημου θινκ τανκ Demos που διαμόρφωσε «κόνσεπτ» του «τρίτου δρόμου», στο οποίο στήριξαν οι Εργατικοί του Μπλερ την κυριαρχία τους στη Βρετανία. Στην Ελλάδα οι συνθήκες μάλλον δεν προσφέρονταν, αλλά ο Τζιώτης έβρισκε τρόπο να προτείνει διάφορες παραλλαγές του στους πολιτικούς με τους οποίους συνεργαζόταν.

Στο ακαδημαϊκό βιογραφικό του υπάρχουν: Κολλέγιο Φιλοθέης, πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παράλληλα διοίκηση επιχειρήσεων στο Αμερικανικό Κολέγιο, σπουδές στη διαχείριση πολιτικών εκστρατειών στη Σχολή Φλέτσερ, στο Πανεπιστήμιο Ταφτς στη Βοστόνη, και μεταπτυχιακά στη διαχείριση Ολυμπιακών Αγώνων. Θεωρείται σπεσιαλίστας σε μια δραστηριότητα που δεν έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα: το rebranding, ή αλλιώς ανανέωση της εικόνας προσώπων, επιχειρήσεων, προϊόντων, κομμάτων και… χωρών. Πρότεινε, π.χ., στην ελληνική κυβέρνηση δύο φορές να αντικαταστήσει το λογότυπο Greece με το Hellas, ενώ με το σλόγκαν «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα» έβαλε τη σφραγίδα του και στη διαφήμιση.

Η συμμετοχή του σε υποστήριξη δημόσιων φορέων όπως ο ΟΠΑΠ και η εμπλοκή του σε θνησιγενείς πρωτοβουλίες όπως η Greentank προκάλεσαν σχόλια για τις διασυνδέσεις τους. Αλλά έχει επεξεργασμένες απόψεις για ό,τι κάνει και προβάλλεται ως φανατικός της καινοτομίας. Το βιβλίο του «Πράσινη Αλλαγή» αποσκοπούσε να συνδέσει προγράμματα πολιτικής εξουσίας με προγράμματα τεχνολογικής καινοτομίας και ευρηματικής επιχειρηματικότητας. Δουλειές και πολιτική. Ενα άλλο βιβλίο του με τον τίτλο «Ταξίδι στη Νέα Ελλάδα» χαλάει σήμερα τα σχέδια του Αντώνη Σαμαρά για μετεξέλιξη της ΝΔ: το λογότυπο Νέα Ελλάδα δεν το έβαλε μόνο στο εξώφυλλο, αλλά το κατοχύρωσε και ως brand name. Ετσι δεν θα το δούμε στη σειρά με τα λογότυπα Λαϊκό Κόμμα-Ελληνικός Συναγερμός-ΕΡΕ-ΝΔ. Το βλέπουμε όμως να αναδύεται στην επικοινωνιακή ρητορική του τελευταίου πελάτη του. Κατά τα λοιπά, το βασικό δόγμα του πανέξυπνου Δημήτρη Τζιώτη είναι πάντα: «Business us usual».