Είναι μια διαπίστωση με την οποία δουλεύουν πλέον όλα τα πολιτικά επιτελεία. Το πολιτικό σκηνικό μπατάρει προς τα δεξιά. Οι ψηφοφόροι μετακινούνται από το ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ κι από τη ΝΔ προς τα κόμματα της άκρας Δεξιάς. Μάλιστα, με τον Πάνο Καμμένο σε έκλειψη, το πλαφόν της Χρυσής Αυγής μπορεί να είναι 15% _ αν και όχι παραπάνω. Η δεξιά αυτή στροφή της κοινωνίας, που ερμηνεύεται ως αντίδραση του ψηφοφόρου του δικομματισμού στη μεγάλη οικονομική κρίση, θέτει ένα στρατηγικό δίλημμα στον Αντώνη Σαμαρά. Να πάει πιο δεξιά ο Πρωθυπουργός δεν θέλει. Δεν θέλει όμως και να εμποδίσει τον επαναπατρισμό των δεξιών ψηφοφόρων στη ΝΔ από την άκρα Δεξιά. Εστω κι αν ξέρει ότι δεν μπορεί να προηγηθεί της οικονομικής ανάκαμψης. Την ίδια ώρα η ενίσχυση του πολιτικού μείγματος της ΝΔ με ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ, κινούμενοι δεξιότερα κι αυτοί, δημιουργεί την ανάγκη να συντηρήσει η ΝΔ ένα κεντρώο προφίλ.

Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά ο Αντώνης Σαμαράς είναι ο πρώτος αρχηγός της ΝΔ ύστερα από πολύ καιρό που δεν θεωρεί τον εαυτό του δεξιό. Οχι ότι ο Πρωθυπουργός δεν αισθάνεται άνετα μέσα στο κόμμα του. Εκλεγμένος βουλευτής Μεσσηνίας από το 1977 και μέλος της πολιτικής –αλλά και της κοινωνικής –ελίτ της Αθήνας εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ο Σαμαράς είναι απόλυτα εξοικειωμένος με τον συντηρητικό χώρο. Δεξιός όμως, με τον τρόπο που είναι δεξιοί οι καραμανλικοί, ο Σαμαράς δεν είναι.

Μπορεί να είναι πατριώτης και να έχει τη λεγόμενη σκληρή γραμμή στα εξωτερικά και τα εθνικά θέματα. Μπορεί επίσης να έχει εξίσου σκληρή γραμμή σε θέματα νόμου και τάξης –κάτι που φαίνεται από το πόσο απελευθερωμένα λειτουργεί ο Νίκος Δένδιας στην Κατεχάκη που, κατά σύμπτωση, είναι και ο αγαπημένος υπουργός του Πρωθυπουργού. Παρ’ όλα αυτά, ίσως και λόγω της σχέσης με τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο Σαμαράς ανήκει σε μια άλλη φυλή της ελληνικής συντηρητικής παράταξης. Την ίδια ώρα που η κοινωνική του καταγωγή τον τοποθετεί στον φιλελεύθερο αστικό χώρο, o οποίος αποτελεί τη χαμένη Ατλαντίδα της ελληνικής πολιτικής μετά τη δεκαετία του ’30.

Ο Σαμαράς διατηρεί επίσης μια εκλεκτική αντίληψη για την πολιτική, έχοντας δίπλα του αριστερούς συνεργάτες –από τον Αντρέα Λεντάκη στο παρελθόν, ώς τον Χρύσανθο Λαζαρίδη σήμερα –αλλά διατηρώντας και μια γκάμα γνήσιων συνομιλητών από όλους τους πολιτικούς χώρους.

Αν έχει κάποια σημασία αυτή η εισαγωγή, είναι γιατί ως αρχηγός της ΝΔ ο Σαμαράς αντιμετωπίζει ένα από τα δυσκολότερα διλήμματα της ελληνικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Ενα δίλημμα με στρατηγική σημασία. Και από το 2010, όταν η χώρα πήγε στο Μνημόνιο, έχει αποδειχθεί ότι όποιος κάνει λάθος στρατηγικούς χειρισμούς μπορεί να οδηγηθεί σε αφανισμό και ο ίδιος και το κόμμα του. Το ημιθανές παράδειγμα είναι το ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας των σφαλμάτων του Γιώργου Παπανδρέου μετά τις εκλογές του 2009.

Το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο Σαμαράς δεν αποκρυσταλλώνεται πλήρως, αλλά αντανακλάται σε μεγάλο βαθμό στους προβληματισμούς του Μεγάρου Μαξίμου για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Οι προβληματισμοί αυτοί αγγίζουν την περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Ωστόσο, το κόμμα Μιχαλολιάκου είναι η κορυφή του παγόβουνου.

Οπως ακριβώς η γη στο τέλος της εποχής των παγετώνων, έτσι και το πολιτικό σκηνικό διανύει κατακλυσμιαία φάση από το 2012 και μετά. Αυτή εκδηλώνεται στις εκτάσεις που είναι εξ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ. Αν τραβήξει κανείς μια κόκκινη γραμμή στο σημείο που τελειώνει η επιρροή της Κουμουνδούρου, τότε επισημαίνει ένα εντυπωσιακό φαινόμενο. Αυτό είναι η μετακύλιση ψηφοφόρων προς τα δεξιά. Συνοπτικά, και με ενδεικτική παραπομπή σε νούμερα, μπορεί κανείς να περιγράψει την εξής κατάσταση. Πλάι στον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται εκ δεξιών η ΔΗΜΑΡ. Είναι σταθερή αλλά συρρικνωμένη σε ποσοστά που δύσκολα υπερβαίνουν το 5%. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που έχουν φύγει προς τη ΝΔ –κάτι που εξηγεί τη σμίκρυνση του πράσινου Κινήματος σε ποσοστά με πλαφόν το 5% –αλλά και τη σχετική σταθερότητα του ποσοστού της ΝΔ, ενώ το κόμμα του Σαμαρά αιμορραγεί και αυτό ψήφους. Προς τα πού; Κυρίως, προς τη Χρυσή Αυγή, αν και κάποιοι σταματούν στους Ανεξάρτητους Ελληνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους τα πολιτικά επιτελεία, οι ψήφοι που έχει πάρει το κόμμα του Μιχαλολιάκου από τον Ιούνιο –δηλαδή τις τελευταίες εκλογές –και μετά προέρχονται από τη ΝΔ.

Πρόκειται για δεξιούς ψηφοφόρους βάσης, απογοητευμένους από την οικονομική πολιτική. Επί της ουσίας, για να το πούμε λιγότερο θεωρητικά, πρόκειται για πρόσφυγες του πελατειακού συστήματος. Παρότι βρίσκεται στην εξουσία ως επικεφαλής τρικομματικής κυβέρνησης, η ΝΔ αδυνατεί να διορίσει τους ίδιους, τις γυναίκες τους ή τα παιδιά τους. Οπότε αυτοί εκφράζονται από το οργισμένο υπερ-δεξιό προφίλ της Χρυσής Αυγής. Δεν είναι τυχαίο, όπως εξηγεί κατ’ ιδίαν κορυφαίος αναλυτής, ότι από τον Ιούνιο και μετά η Χρυσή Αυγή σε επίπεδο ρητορικής κορυφής –όχι δράσης στη βάση –έχει φύγει από τον αντιμεταναστευτικό λόγο και έχει προσφύγει σε έναν σκληρό αντικομμουνισμό. Μια ατζέντα τύπου ’50 έχει ξαφνικά αναδυθεί, ενώ είναι χαρακτηριστικές οι πολύ οξυμμένες συγκρούσεις της Χρυσής Αυγής με τον ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή. Πράγματι, η Κουμουνδούρου είναι πλέον ο αντίπαλος επιλογής της Χρυσής Αυγής που, προφανώς, θεωρεί ότι έτσι συσπειρώνει σε μια παλαιοδεξιά ατζέντα αυτούς που τη στηρίζουν.