Ενστάσεις για τις διατάξεις του νέου, δρακόντειου αντιρατσιστικού νομοσχεδίου διατυπώνουν ήδη συνταγματολόγοι και ποινικολόγοι, ενώ δεν σταμάτησαν οι ενδοκυβερνητικές τριβές, ακόμα και κατά τη διαδρομή του από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο Μέγαρο Μαξίμου.

Αιχμή του δόρατος, όπως όλα δείχνουν, αποτελεί η ρύθμιση εκείνη που παρέχει στον εκάστοτε υπουργό Δικαιοσύνης τη δυνατότητα με απόφασή του να βάλει ακόμα και λουκέτο ώς έξι μήνες, αλλά και να παγώσει τις επιχορηγήσεις πολιτικού κόμματος σε περίπτωση που ο αρχηγός του βρεθεί κατηγορούμενος για πράξη ρατσιστικής βίας.

Στις διατάξεις του νομοσχεδίου δεν γίνεται σαφής αναφορά σε πολιτικά κόμματα, καθώς κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε εκ προοιμίου βαριές συνταγματικές σκιές. Ωστόσο, υπάρχει ξεχωριστή διάταξη που προβλέπει την ευθύνη νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων, γεγονός που –όπως παρατηρούν νομικοί –παραπέμπει εμμέσως πλην σαφώς σε πολιτικά κόμματα.

ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΜΟ. Σε περίπτωση μάλιστα που αρχηγός ή διευθυντικό στέλεχος κόμματος εμπλακεί σε έγκλημα ρατσιστικής βίας, δίνεται αμέσως, χωρίς άλλη προϋπόθεση, η αποκλειστική αρμοδιότητα στον υπουργό Δικαιοσύνης να επιβάλει πρόστιμο έως 200.000 ευρώ, να αναστείλει την άδεια λειτουργίας του μέχρι έξι μήνες, καθώς και να αποκλείσει το κόμμα από την επιχορήγηση.

«Πολλαπλώς προβληματική είναι η διάταξη αυτή στο μέτρο που κάτω από την ένωση προσώπων υποκρύπτεται το πολιτικό κόμμα», δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Αλκης Δερβιτσιώτης. «Επιπλέον», συνεχίζει, «εγείρονται ζητήματα, όχι κατ’ ανάγκη συγκρουσιακά, για την ελευθερία του λόγου, της έκφρασης και την ακαδημαϊκή ελευθερία υπό την έννοια της έρευνας και της ανακοίνωσης των πορισμάτων της».

Το νέο σχέδιο νόμου για την καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας που έχει προγραμματιστεί να συζητηθεί την Τρίτη στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕΝΕ) της Βουλής, προβλέπει για τους δράστες φυλάκιση, χρηματικές ποινές, αλλά και στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων.

«Είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ζήτημα των επιβαρυντικών περιστάσεων για τις ποινικές κυρώσεις, ιδίως όταν τα αδικήματα διαπράττονται από βουλευτές ή ευρωβουλευτές, καθώς και η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όσων καταδικάζονται για ρατσιστικά αδικήματα. Εξάλλου, η επιβολή των διοικητικών ποινών σε νομικά πρόσωπα πρέπει να διασφαλίζεται διαδικαστικά με εγγυήσεις. Ο νόμος θα παραμείνει γράμμα κενό αν δεν υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής στην πράξη», επισημαίνει από την πλευρά του ο σημερινός γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος είχε διατελέσει γενικός γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του υπουργείου Δικαιοσύνης.

«Η επιβολή κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα για εγκλήματα που τελέστηκαν από συνδεόμενα φυσικά πρόσωπα είναι ξένη προς το ελληνικό ποινικό δίκαιο και μόλις τα τελευταία χρόνια καθ’ υπαγόρευση της Ευρωπαϊκής Ενωσης θεσμοθετείται. Δικαιοπολιτικά δεν ανταποκρίνεται στην ανθρωποκεντρική θεώρηση του ποινικού δικαίου. Μόνο ως διοικητικό μέτρο είναι δυνατή η επιβολή τέτοιων κυρώσεων, γι’ αυτό και επιβάλλονται από τον υπουργό Δικαιοσύνης», λέει ο νομικός Βασίλης Δημακόπουλος.

Θέτει μάλιστα μια σειρά ερωτημάτων, που πιθανότατα θα τεθούν και στο τραπέζι της ΚΕΝΕ, όπως: Μήπως είναι υπερβολική η εξουσία που ανατίθεται στον εκάστοτε υπουργό Δικαιοσύνης και ενέχει κίνδυνο αυθαιρεσιών ή έστω αμφισβήτησης της ευθυκρισίας του; Αν εξαλειφθεί το αξιόποινο της πράξης ή παύσει η ποινική δίωξη ή απαλλαγεί το φυσικό πρόσωπο, μπορεί να επιβληθεί τέτοια κύρωση;

«ΑΚΡΟΒΑΤΕΙ…». Από την πλευρά του, τέλος, ο δικηγόρος Βασίλης Χειρδάρης διατυπώνει την άποψη ότι το νομοσχέδιο «ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί». Και εξηγείται λέγοντας: «Δεν πρέπει η νομοθετική αντιμετώπιση του φαινομένου της ρατσιστικής βίας να οδηγήσει σε περιορισμό ή στραγγαλισμό του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης ή σε λογοκρισία ή σε δημιουργία νέων κανόνων συλλογικής ευθύνης. Δεν μπορούμε να καταλύουμε τη δημοκρατία για να τη σώσουμε».

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι οι διατάξεις του νομοσχεδίου έχουν προκαλέσει ενδοκυβερνητικές κόντρες ανάμεσα στον γενικό γραμματέα της κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκο και τον υπουργό Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη. Οι πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για «πάγωμα» του επίμαχου νομοσχεδίου πριν ακόμα αυτό φτάσει το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής στο Μέγαρο Μαξίμου. Λίγες ημέρες αργότερα, κύκλοι του υπουργείου Δικαιοσύνης έλεγαν ότι το αυτούσιο κείμενο του νομοσχεδίου χωρίς αλλαγές προωθείται προς συζήτηση στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, θέλοντας να καταδείξουν ότι δεν υπήρξε πρόβλημα με το περιεχόμενό του και δρομολογείται προς επεξεργασία για ψήφιση.

«Τα νομοσχέδια δεν κατατίθενται στη Βουλή αλλά στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, η οποία ελέγχει, με τη νομική της υπηρεσία και την ΚΕΝΕ, για διαπίστωση τυχόν νομικών ή άλλων ατελειών», απαντούσε ο κ. Μπαλτάκος. Γεγονός που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν νομοτεχνικές βελτιώσεις του νομοσχεδίου.

Το ΠΑΣΟΚ θεωρεί επαρκή βάση συζήτησης το κείμενο του υπουργείου Δικαιοσύνης, που λαμβάνει προφανώς υπόψη του την πρόταση νόμου του ΠΑΣΟΚ και το σχέδιο νόμου που είχε κατατεθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση με τις υπογραφές τού τότε αντιπροέδρου της κυβέρνησης Βαγγέλη Βενιζέλου και του υπουργού Δικαιοσύνης Μιλτιάδη Παπαϊωάννου. Σε ανακοίνωσή του το ΠΑΣΟΚ «θεωρεί επείγουσα την ανάγκη κατάθεσης και ψήφισης του νομοσχεδίου, αυτό όμως πρέπει να είναι πλήρες ως προς το περιεχόμενό του».