Ποιος φοβόταν τον Κώστα Καραμανλή όταν ήταν πρωθυπουργός και παρακολουθούσε τα τηλέφωνά του ακόμη και όταν η παρακολούθηση αποκαλύφθηκε; Ποιος ήθελε να τον βγάλει από τη μέση, όχι με τον τρόπο που έχασε την πρωθυπουργία αλλά με τη φυσική του εξόντωση; Επί οκτώ χρόνια σχεδόν αυτά τα ερωτήματα εκλαμβάνονταν ως υπερβολές αφενός και ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας αφετέρου. Οι δικαστικές έρευνες για την «υπόθεση των υποκλοπών» και το «σχέδιο δολοφονίας του Καραμανλή» έδειχναν να έχουν περισσότερο διαδικαστικό χαρακτήρα. Και πάντως κανείς δεν περίμενε ότι μπορεί να επηρεάσουν εφεξής τις πολιτικές εξελίξεις.

Τώρα το θέμα παίρνει νέα τροπή. Στο ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ» την περασμένη Τέταρτη αναφέρονται τα εξής: «Οι ανακριτικές Αρχές, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, έχουν συγκεντρώσει ενδείξεις που δείχνουν ότι οι υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών πολιτικών προσώπων, μεταξύ των οποίων και του Κώστα Καραμανλή, όχι μόνο δεν σταμάτησαν το 2005 με την αφαίρεση του παράνομου λογισμικού, αλλά ενδεχομένως να συνδέονται και με το αποκαλούμενο «σχέδιο δολοφονίας του πρώην πρωθυπουργού». Για τον λόγο αυτόν έχει ήδη υποβληθεί αίτημα και αναμένεται τις επόμενες ημέρες να εκδοθεί βούλευμα με το οποίο θα διατάσσεται η συνένωση, λόγω συνάφειας, των δύο εκκρεμών δικογραφιών».

Εχουμε να κάνουμε με βόμβα; Προφανώς ένας δικαστικός λειτουργός που καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα έχει κάτι περισσότερο υπόψη του για δύο υποθέσεις που δεν είναι καινούργιες, αλλά μέχρι σήμερα η μία έδειχνε να οδηγείται σε αδιέξοδο και η άλλη είχε υποτιμηθεί. Η σύνδεσή τους δημιουργεί ένα νέο, πολύ ενδιαφέρον μείγμα.

Πάμε επτά χρόνια πίσω. Στις 2 Φεβρουαρίου 2006 «ΤΑ ΝΕΑ» αποκαλύπτουν τη λειτουργία δικτύου παρακολούθησης του πρωθυπουργού και πολιτικών προσώπων. Την ίδια ημέρα τρία επιφανή μέλη της κυβέρνησης Καραμανλή –οι υπουργοί Δημόσιας Τάξης Γιώργος Βουλγαράκης, Δικαιοσύνης Ανάστασης Παπαληγούρας και ο πανίσχυρος Επικρατείας Θοδωρής Ρουσόπουλος –διοργανώνουν εσπευσμένα συνέντευξη Τύπου και με ιδιαίτερα τελετουργικό τρόπο, που περιελάμβανε πίνακα και σχεδιαγράμματα, το επιβεβαιώνουν. Οσα αποκάλυψαν ακούγονταν απίστευτα.

Στις 10 Μαρτίου 2005 ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Γ. Κορωνιάς ενημερώνει την κυβέρνηση ότι μέσω της εταιρείας του παρακολουθούνταν από το 2004 τα τηλέφωνα του πρωθυπουργού και δεκάδων άλλων προσώπων –συνολικά 104. Η παρακολούθηση είχε οργανωθεί με την ενεργοποίηση του λογισμικού της εταιρείας που αφορούσε νόμιμες παρακολουθήσεις.

Οι τρεις υπουργοί ανακοίνωσαν ότι από τις έρευνες που διενεργήθηκαν μετά την ενημέρωση προέκυψε πως το σύστημα λειτουργούσε με τη χρήση καρτοτηλεφώνων σε ένα γεωγραφικό τρίγωνο, στο οποίο περιλαμβανόταν η αμερικανική πρεσβεία. «Ενα από τα τηλέφωνα της λίστας υποκλοπών ανήκει στην αμερικανική πρεσβεία», τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Θ. Ρουσόπουλος. Ανακοίνωσαν επίσης ότι η μυστική δικαστική έρευνα που κράτησε σχεδόν ένδεκα μήνες δεν εντόπισε τα φυσικά πρόσωπα των υποκλοπών.

Στη συνέχεια προέκυψε μια συνταρακτική υπόθεση, η οποία έκτοτε εξελίσσεται παραλλήλως και για πολλούς μένει ακόμη ανοιχτή. Στις 9 Μαρτίου 2005 –μία ημέρα πριν σπεύσει στο πρωθυπουργικό γραφείο ο Γ. Κορωνιάς –ο 39χρονος Κώστας Τσαλικίδης, προϊστάμενος του τμήματος σχεδιασμού δικτύου της Vodafone, βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του στον Κολωνό.

«Στημένη αυτοκτονία». Οι Αρχές το θεώρησαν αυτοκτονία, αλλά η οικογένειά του ανέφερε σειρά στοιχείων για τις κινήσεις του εκείνο το βράδυ, που απέκλειαν τον αυτοχειριασμό του. Την υπόθεση ανέλαβε ο γνωστός εισαγγελέας Γιάννης Διώτης. Αλλά και μετά το πόρισμά του που κατέληγε στην εκδοχή της αυτοκτονίας, οι δικηγόροι της οικογένειας επέμεναν ότι επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια. Μια κυρία που θα συναντήσουμε αργότερα στον δημόσιο βίο μίλησε ευθέως για «στημένη αυτοκτονία». Ηταν η δικηγόρος Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Οι έρευνες για τις υποκλοπές συνεχίστηκαν με το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης να εντείνεται, καθώς ήταν πλέον σαφές ότι επρόκειτο για κατασκοπεία άλλης χώρας εις βάρος της Ελλάδας. Η κυβέρνηση ωστόσο δεν δέχθηκε να αναλάβει η Βουλή τη διερεύνηση με τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής. Οι ανακρίσεις πάλι δεν απέδωσαν, ενώ αποκαλύπτονται κρίσιμες καθυστερήσεις και παραλείψεις. Π.χ., παραγκωνίστηκε ο τότε πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Ανδρέας Λαμπρινόπουλος, που είχε τα μέσα να φτάσει εγκαίρως στους δράστες.

Τελικά ο αρμόδιος εφέτης ανακριτής καταλήγει τον Αύγουστο του 2007 –λίγο πριν από τις εκλογές –στο συμπέρασμα πως ελλείψει στοιχείων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας των δραστών, η δικογραφία πρέπει να τεθεί στο αρχείο. Και τον Ιανουάριο του 2008 μπαίνει οριστικό τέλος, τουλάχιστον από δικαστικής πλευράς.

Από πολλούς σχολιάστηκε τότε ότι οι αρμόδιοι υπουργοί, αντί να μην αφήσουν «λίθον επί λίθου» για τη διαλεύκανση της υπόθεσης, μάλλον παρακολουθούσαν τον χρόνο να τρέχει. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι ήταν συγκάλυψη, αλλά δεν φαινόταν να υπάρχει και ιδιαίτερη σπουδή για περαιτέρω αποκάλυψη. Οι ερμηνείες γι’ αυτή τη στάση ήταν πολλές.

Κατά την επικρατέστερη, η δικαστική πλευρά του θέματος παγιδεύτηκε στο πεδίο των διπλωματικών ισορροπιών. Οπως υπαινίχθηκαν οι τρεις υπουργοί, αλλά και όπως ακούστηκε πολλές φορές στη συνέχεια, οι υποκλοπές δεν είχαν οργανωθεί απλώς από ξένη δύναμη, αλλά πραγματοποιούνταν μέσα από την αμερικανική πρεσβεία και αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί.

Ωστόσο, από τη στιγμή που η Ελλάδα θα εμφάνιζε αδιάσειστα στοιχεία ότι οι υπηρεσίες μιας άλλης χώρας παρακολουθούν τον πρωθυπουργό της και άλλους παράγοντες, η ένταση στις σχέσεις τους θα ήταν αναπόφευκτη. Το θέμα είναι η κυβέρνηση Καραμανλή είχε την πολυτέλεια αυτής της έντασης, την ώρα που προσπαθούσε να βρει τρόπο συνεννόησης με τις ΗΠΑ, με δύο διαδοχικές συναντήσεις του πρωθυπουργού με τον αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους στην Ουάσιγκτον.

Ο ΦΑΚΕΛΟΣ ΞΑΝΑΝΟΙΞΕ. Η υπόθεση σταδιακά ξεχάστηκε, αλλά μετά τις εκλογές του 2009 ο Μιλτιάδης Παπαϊωάννου από το ΠΑΣΟΚ θα την επαναφέρει ως πρόεδρος τη Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Χωρίς να συνεννοηθεί με κανέναν κυβερνητικό παράγοντα της εποχής, ζήτησε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Ο τότε εισαγγελέας του ανωτάτου δικαστηρίου Ι. Τέντες δυσαρεστήθηκε με την πρωτοβουλία Παπαϊωάννου, αλλά ανέθεσε την υπόθεση στον εισαγγελέα Δημήτρη Δασούλα, έμπειρο και ικανό δικαστικό.

Ο φάκελος ξανάνοιξε και σε λίγους μήνες ασκήθηκε δίωξη κατά παντός υπευθύνου για το κακούργημα της κατασκοπείας. Εκτοτε η υπόθεση βρίσκεται πάντοτε στο στάδιο της ανάκρισης.

Το καλοκαίρι του 2011 θα ανοίξει η δεύτερη υπόθεση. Το περιοδικό «Επίκαιρα» επικαλέστηκε στοιχεία ελληνικών και ρωσικών μυστικών υπηρεσιών για την ύπαρξη σχεδίου δολοφονίας του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή το 2008. Σύμφωνα με έγγραφο που αποδιδόταν στην ΕΥΠ, η σχεδιαζόμενη επιχείρηση δολοφονίας αποσκοπούσε στην αποσταθεροποίηση της χώρας με ειδικότερο σκοπό, «την αναβολή ή τη ματαίωση της ενεργειακής πολιτικής της».

Από τότε μέχρι σήμερα δεν υπήρξαν επαρκή στοιχεία για να διασαφηνιστεί εάν επρόκειτο για σχέδια επί χάρτου κάποιας υπηρεσίας που έμειναν στο επίπεδο των προθέσεων, ή για απόπειρα που αποκρούστηκε στα πρώτα στάδια, ή ακόμη και για δραστηριότητα που απλώς απέτυχε. Κατά καιρούς, δημοσιεύματα που επικαλούνται στοιχεία από την προανακριτική διαδικασία, αναφέρονται πότε σε μια βόμβα τρομοκρατικής ομάδας σε χώρο από τον οποίο θα μπορούσε να έχει διέλθει ο τότε πρωθυπουργός και πότε για προετοιμασίες στην ευρύτερη περιοχή της κατοικίας του.

ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ. Παραδόξως το θέμα δεν έμεινε στην επικαιρότητα και στην πορεία υποβαθμίστηκε εντελώς. Σοβαρό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ που απευθύνθηκε στον Προκόπη Παυλόπουλο και στον Ιωάννη Κοραντή –αντιστοίχως υπουργό Εσωτερικών και επικεφαλής της ΕΥΠ την περίοδο στην οποία παρέπεμπαν οι πληροφορίες για το σχέδιο δολοφονίας –σημειώνει σήμερα ότι από τις απαντήσεις που πήρε τότε, προέκυπτε πως η κυβέρνηση δεν ανησυχούσε.

Αλλά και ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός δεν φάνηκε να παίρνει ιδιαίτερα μέτρα, εκτός από κάποιες αλλαγές στα καθημερινά δρομολόγιά του, οι οποίες του υποδείχθηκαν. Εκτιμάται ότι τότε όπως και στη συνέχεια, περισσότερο απασχόλησε το θέμα κάποιους από τους συνεργάτες του παρά τον ίδιο. Από στελέχη του ΠΑΣΟΚ προβάλλεται ότι ενδεχομένως επρόκειτο για υπόθεση με προφανείς πολιτικές επιδιώξεις. Πάντως, τα δύο τελευταία χρόνια αυτοί οι δύο φάκελοι έμεναν ανοιχτοί στα χέρια της Δικαιοσύνης χωρίς ενδείξεις μελλοντικών πολιτικών επιπτώσεων.

«ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΕΥΡΥΤΕΡΟ». Μετά την επικείμενη ενοποίηση της ανακριτικής διαδικασίας, πολλοί προσπαθούν να προβλέψουν τη συνέχεια. Δεδομένου ότι οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις εις βάρος του πρώην πρωθυπουργού δεν αμφισβητούνται, το παραμικρό στοιχείο που θα θεμελίωνε την ύπαρξη σχεδίου δολοφονίας του θα άλλαζε δραματικά τα χαρακτηριστικά της υπόθεσης. Παράγων της ΝΔ προβάλλει τον συλλογισμό ότι «το κίνητρο για να παρακολουθείται ένας πρωθυπουργός και ταυτόχρονα να υπάρχει επιβουλή της ζωής του δεν μπορεί να αφορά τρέχουσες κυβερνητικές δραστηριότητες, αλλά κάτι ευρύτερο και πολύ σοβαρό και ενδεχομένως κάτι που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά την ευρύτερη περιοχή». Συγκεκριμένα στοιχεία που να τεκμηριώνουν τις σκέψεις του δεν υπάρχουν. Αλλά εκ των πραγμάτων πλέον, μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκριση όλα τα ενδεχόμενα θεωρούνται ανοιχτά.

Ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός αντιμετώπιζε εξαρχής με ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση αυτές τις υποθέσεις. Οσάκις ρωτήθηκε κατ’ ιδίαν στο παρελθόν, φέρεται να μην έδειξε πρόθυμος να υιοθετήσει τις ερμηνείες για τις απειλές κατά της ζωής του, ενώ αντίθετα είχε πάντα πολύ καθαρή εικόνα και σταθερή τοποθέτηση για τις παρακολουθήσεις του 2004. Δεν είναι μυστικό πάντως ότι είχε λάβει γνώση της δυσφορίας που προκαλούσαν εκείθεν του Ατλαντικού οι χειρισμοί του σε μείζονες υποθέσεις, στις οποίες πολιτευόταν χωρίς τους παραδοσιακούς καταναγκασμούς. Π.χ., τα ανοίγματά του στη Ρωσία και στην Κίνα, η επιμονή του στην αναδιάταξη του ενεργειακού χάρτη της περιοχής με τους δύο αγωγούς που συμφώνησε με τον Πούτιν, αλλά και η σύγκρουση με τους Αμερικανούς όταν ματαίωσε την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008. Λέγεται ότι υπάρχει και σχετική αλληλογραφία που αποτυπώνει ευκρινώς τις αμερικανικές αντιδράσεις, αλλά ο Κ. Καραμανλής κρατάει και σε αυτά τα θέματα κλειστά τα χαρτιά του.

Ωστόσο κομματικοί και δημοσιογραφικοί παράγοντες από τον χώρο της ΝΔ συνέδεαν –και πριν από την τελευταία δικαστική εξέλιξη –τις δημοσιευθείσες πληροφορίες για τη σχεδιαζόμενη φυσική εξόντωσή του με αυτές τις υποθέσεις και όχι μόνο. Αρκετοί τις έχουν συσχετίσει και με τη διεθνή αξιοποίηση καταστάσεων που αφορούσαν είτε τα «Δεκεμβριανά» το 2008 είτε την υπόθεση του Βατοπεδίου. Υπονοώντας ότι «από τη στιγμή που κάποιοι είχαν σκεφτεί ακόμη και να δολοφονήσουν τον Καραμανλή, προφανώς θα βοηθούσαν πρόθυμα να βγει από τη μέση με πολιτικά μέσα», όπως λέει χαρακτηριστικά ένας από αυτούς. Κουβέντες στον αέρα ή καπνός που κρύβει φωτιά;

Aναζωπύρωση. Πάντως, αν για πολλούς τα περί σχεδίου δολοφονίας συνιστούν ακροβασίες χωρίς πραγματική βάση, με την υπόθεση των υποκλοπών συμβαίνει το αντίθετο και το ενδιαφέρον αναζωπυρώνεται πλέον με την επανεξέταση του θανάτου Τσαλικίδη. Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή που η τελευταία εξέλιξη για ενιαία διερεύνηση προκύπτει από δικαστικές πρωτοβουλίες, η υπόθεση δεν μπορεί να υποτιμηθεί και αναμένεται με ενδιαφέρον το επόμενο στάδιο των ερευνών. Τις τελευταίες ημέρες όλο και περισσότεροι νομικοί και πολιτικοί παράγοντες τονίζουν ότι δεν πρέπει να μείνει καμιά αμφιβολία για τα πραγματικά περιστατικά. Οπως λέει μάλιστα πεπειραμένος πολιτικός παρατηρητής που δεν έχει σχέση με τη ΝΔ, «αν όσα λέγονται για τις δύο υποθέσεις έχουν βάση, μάλλον θα χρειαστεί να ξαναγραφτεί η ιστορία της τελευταίας δεκαετίας».