Ο ταξιτζής που με πήρε από το αεροδρόμιο της Λάρνακας, ευγενής, όπως είναι συνήθως οι ταξιτζήδες στην Κύπρο, μου μιλούσε για τον γιο του που σπουδάζει στην Ελλάδα, στη Χίο, για τα χρήματα που καθυστέρησε να του στείλει, κι ύστερα οι τράπεζες έκλεισαν και πώς θα περάσει το παιδί ώσπου να ξανανοίξουν;

Μιλούσε χαμηλόφωνα, συγκρατημένα, χωρίς την υστερική υπερβολή που συνήθως αλατίζει κάθε συζήτηση για κάθε βίωμα της κρίσης στην Ελλάδα. Με μια καρτερικότητα, δεν βρίσκω άλλη λέξη. Την ίδια που χρωμάτιζε τις δημόσιες συζητήσεις –το ξέρετε δα ότι στις επικαιρικές εκπομπές της κυπριακής τηλεόρασης, ακόμη και στις ημέρες της μεγαλύτερης αγωνίας, κανείς δεν φωνάζει, κανείς δεν διακόπτει, κανείς δεν βρίζει –αλλά και τις ιδιωτικές κουβέντες, το βράδυ, μεταξύ φίλων. Την ίδια που συνάντησα στις μακριές ουρές στα ΑΤΜ των κλειστών τραπεζών, την ίδια που ξάφνιασε τα αλαφιασμένα τηλεοπτικά συνεργεία που είχαν καταπλεύσει απ’ όλον τον κόσμο περιμένοντας να ζήσουν μια Αργεντινή σε συσκευασία Μεσογείου την περασμένη Πέμπτη, την ημέρα που άνοιξαν πάλι οι τράπεζες, με το coralito στις αναλήψεις. Ακόμη και οι διαδηλώσεις, μέχρι τώρα, έχουν έναν συγκρατημένο τρόπο. Μόνο τα συνθήματα, copy των ελλαδικών συνήθως, θυμίζουν Ελλάδα. Και μόνο μια διαδήλωση, η πρώτη, αυθόρμητη, που έκαναν οι υπάλληλοι της Λαϊκής μόλις ανακοινώθηκε το κλείσιμο της τράπεζας, είχε μια υποψία έντασης, που κράτησε λίγα λεπτά, όσο η προσπάθεια να διασπάσουν τον αστυνομικό κλοιό.

Πόσο θα αντέξει αυτή η ευγένεια των τρόπων στις δοκιμασίες της καταστροφής; Δεν ξέρω. Οι κύπριοι φίλοι λένε, για πάντα. Κι αν τους ρωτήσεις γιατί και πώς, η συζήτηση γυρνά στο ’74.

«Το ’74 εγώ ήμουν σκοπιά εδώ παρακάτω, στο οδόφραγμα. Πετούσαν τα αεροπλάνα, μας έλεγαν ότι ήταν τα ελληνικά, μα ήταν τα τουρκικά. Μας έλεγαν ότι θα έρθουν οι Ρώσοι να βοηθήσουν, αλλά δεν φάνηκαν. Ολα, όπως και τώρα, απαράλλαχτα. Κι ύστερα έπρεπε να ζήσουμε έχοντας χάσει το 40% του νησιού και το 80% της οικονομίας μας. Κι όμως τα καταφέραμε. Και πάλι θα τα καταφέρουμε». Ο κύριος Ανδρέας έχει μαγαζί με τουριστικά στην οδό Λήδρας. Αυτές τις ημέρες μόνο ξένοι κάνουν τη βόλτα με τα πόδια ώς τα Κατεχόμενα. Κάνουν στάση στο μαγαζί, κάτι ψωνίζουν. Και ο Ανδρέας χαμογελά. «Μη μας λυπάστε, εμείς θα τα καταφέρουμε».

Η συζήτηση επιστρέφει στο ’74, με έναν τρόπο σχεδόν αυτόματο. Είναι το ξαφνικό της συμφοράς, που την είχαν ωστόσο προμηνύσει τόσα σημάδια. Είναι το μέγεθος της συμφοράς, έστω και δίχως αίμα, πόνο, ξεριζωμό. Κι είναι που και τώρα η συμφορά έχει διακριτό το αποτύπωμα ενός ελλαδικού δακτύλου, της μητέρας-πατρίδας. Από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πάντως, ώς τους καταστηματάρχες στην οδό Λήδρας, όλοι επιστρέφουν στην εποχή της δοκιμασίας και του «θαύματος», όταν μέσα σε λίγα χρόνια η Κύπρος πέρασε από την καταστροφή στην ανάπτυξη.

«Το μάθημα του ’74 είναι πως μπορεί να τα χάσεις όλα, σπίτι, πατρίδα, λεφτά, συγγενείς, κι όμως να σταθείς ξανά στα πόδια σου», επαναλαμβάνουν οι διηγήσεις. Πώς; Πώς κατάφερε η Κύπρος, από το 1976 και για περίπου 25 χρόνια, να έχει ρυθμούς ανάπτυξης 6%; Το συζήτησα με πολλούς, πανεπιστημιακούς, με σπουδές στην Οξφόρδη και τη LSE, ή αυτοδημιούργητους επιχειρηματίες της Εθνάρχου Μακαρίου. Νομίζω ότι αυτό που άφησε εκείνη η τρομερή εμπειρία στο κυπριακό DNA συνοψίζεται σε δύο λέξεις: αλληλεγγύη και εκπαίδευση. Οι κοινοτικοί και οι οικογενειακοί δεσμοί στην Κύπρο παραμένουν πολύ ισχυρότεροι απ’ ό,τι εδώ. Και η φιλοδοξία «να σπουδάσει καλά το παιδί» παραμένει το ύψιστο κίνητρο της κυπριακής οικογένειας.

«Το χειρότερο είναι», μου έλεγε ο Σωφρόνης Κληρίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, «ότι μεγαλώσαμε τρεις γενιές Κυπρίων με την προοπτική ότι αν κάνεις καλές σπουδές, νομικά, οικονομικά, λογιστικά, διοίκηση επιχειρήσεων, θα βρεις σίγουρα μια καλή και καλοπληρωμένη δουλειά στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Κύπρου. Αν ο τομέας αυτός συρρικνωθεί μέχρις εξαφανίσεως, τι προοπτική έχει ένας νέος στην Κύπρο;».

Η επιλογή της Κύπρου να στηρίξει την οικονομία της στον τομέα των υπηρεσιών, να γίνει ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό κέντρο, πρώτα για τη Μέση Ανατολή κι έπειτα για τον κόσμο ολόκληρο, και την Ανατολική Ευρώπη ειδικότερα, μπορεί να έχει όψεις δύσοσμες, μπορεί τα τελευταία δέκα χρόνια να εξετράπη ο καθημερινός βίος προς έναν νεοπλουτισμό που ξεπερνά κι εκείνον που λέρωσε τις ζωές των ανθρώπων αλλού (και εδώ), αλλά τι άλλες επιλογές είχε το νησί για να βγάλει τα μαύρα του πένθους, να αναπτυχθεί, να κρατήσει τους νέους του και να τους δώσει καλές δουλειές ώστε να μη μεταναστεύσουν;

Το ερώτημα είναι πότε και γιατί χάθηκε ο έλεγχος, πώς οι εισροές κεφαλαίων ξεπέρασαν τα όρια του συστήματος, των κανόνων του και της εποπτείας του, πότε και πώς η αμαρτία της απληστίας άρχισε να υφαίνει συμφορές γύρω από το ανέμελο νησί, πότε και πώς η ευλογία έγινε κατάρα και η πηγή της ανέφελης ευημερίας, η παροχή υπηρεσιών στις διεθνείς οικονομικές δραστηριότητες (ακόμη και τις αμφιλεγόμενες), έγινε αιτία συμφοράς. Πότε και πώς γεννήθηκε η φούσκα που τώρα έσπασε με τη βελόνα της, και με κάποια χαιρεκακία, η Καγκελάριος Μέρκελ.