Ιωάννας Καρυστιάνη, «Σουέλ». Ένα μυθιστόρημα βαθιά συγκινητικό και εν τέλει αισιόδοξο και τόσο φωτεινό όσο και μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα. Όλα αυτά σε μια εποχή όπου ο κυνισμός και η σκληρότητα κάνουν θραύση (αλλιώς πώς να επιβιώσεις στην ελεύθερη αγορά;), οι μισοί νεοέλληνες καταγγέλλουν τους άλλους μισούς, και όλοι περιφέρονται με ένα χαμόγελο από διαφήμιση οδοντόπαστας, ενώ από μέσα τους βουλιάζουν στη μαυρίλα. Το « Σουέλ » μου θύμισε ένα άλλο αγαπημένο μου μυθιστόρημα, τον « Έρωτα στα χρόνια της χολέρας » του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Και εκεί οι δύο ερωτευμένοι ήρωες διασχίζουν χώρια τις ζωές τους, για να βρουν καταφύγιο ο ένας στην αγκαλιά του άλλου μόνο στην τρίτη ηλικία. Το γεγονός ότι στο « Σουέλ » πρωταγωνιστούν ηλικιωμένοι, το φέρνει σε αντιπαράθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία των ημερών μας, κατά την οποία αξία είναι μόνον η νεότητα και σε λίγο θα απαγορεύεται να είσαι γέρος.

Ένα άλλο ανατρεπτικό χαρακτηριστικό του βιβλίου: το πόσο αφοπλιστικά αντιφεμινιστικό είναι. Μια λαϊκή κομμώτρια εκπροσωπεί αβίαστα τις παραδοσιακές, θεμελιώδεις γυναικείες αρετές- καλοσύνη, στωικότητα, ολιγάρκεια, ανεκτικότητα και συμπόνια- και μας γεμίζει με αγαλλίαση. Εντύπωση προκαλεί και ο μόχθος που φαίνεται να έχει καταβάλει η συγγραφέας για να συγκεντρώσει έναν όγκο πραγματολογικού υλικού από τον βίο των ναυτικών μας. Ένα αδρανές υλικό που ενσωματώνεται αρμονικά στο μυθιστόρημα, σε ισορροπία με το συναίσθημα που εκλύεται από κάθε σελίδα. Τέλος, το « Σουέλ » μυρίζει πάρα πολύ έντονα Ελλάδα και βρίσκεται στον αντίποδα των εγχώριων μυθιστορημάτων που χρησιμοποιούν ένα «παγκοσμιοποιημένο» σκηνικό και θα μπορούσαν κάλλιστα να τα υπογράφουν συγγραφείς άλλης εθνικότητας. Χωρίς να μας εκθειάζει ή να είναι τοπικιστικό, το μυθιστόρημα της Καρυστιάνη αφήνει την αίσθηση μιας νηφάλιας αποδοχής του νεοελληνικού εδώ-και-τώρα, μια αίσθηση συμφιλίωσης με τον συλλογικό εαυτό μας.