Είναι κοινό μυστικό στην ποιητική συντεχνία πως, όσο σπουδαίοι και αν λογαριάζονται πολλοί θεράποντές της, τελικά αν κάτι θα απομείνει από όλους τους είναι από ένα – δυο ποιήματά τους σε μια ανθολογία. Δεν εννοούμε σαφώς τον ολιγογράφο Γιώργο Σεφέρη ή τον πολυγραφότατο Γιάννη Ρίτσο ή τον μεσαίου ποσοτικού εκτοπίσματος Οδυσσέα Ελύτη, που μαζί με τρεις – τέσσερις ακόμη ποιητές μπορεί να προβλέψει με σιγουριά κανείς ότι τα βιβλία τους ή έστω επιτομές του συνολικού τους έργου θα τυπώνονται έως συντελείας της ελληνικής γλώσσας –μιλάμε, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, σε σχέση με τον 20ό αιώνα. Χωρίς να εννοεί κανείς τη «διάσωση» των ποιητών που αναφέραμε ως ένα λαχείο, αφού αν τους κλήρωσε δεν ήταν κάτι που έγινε στην τύχη, αλλά, σε συνδυασμό με το ταλέντο τους, αποτέλεσμα πολλής δουλειάς.

Δικαιούται όμως να αναρωτηθεί κανείς τι γίνεται με τους ποιητές που ως διάττοντες έλαμψαν κάποια στιγμή, στην πραγματικότητα όμως είναι σαν να υπήρξαν για να εικονογραφήσουν εκ των υστέρων τις δυο πρώτες στροφές του ποιήματος του Καρυωτάκη «Ολοι μαζί…». «Ολοι μαζί κινούμε συρφετός, / γυρεύοντας ομοιοκαταληξία. / Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία / έγινε της ζωής μας ο σκοπός. / Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές / τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας, / δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας / για να τιτλοφορούμεθα ποιητές».

Εστω και αν η απόγνωση που υπαινίσσεται ο Καρυωτάκης με τη λέξη «συρφετός» μοιάζει να μαλακώνει την απαξιωτική εκφορά της, σε ποιον βαθμό θα ενέτασσε κανείς σ’ αυτή την κατηγορία τρεις ποιητές όπως η Τίλλα Μπαλή, ο Μίνως Ζώτος και ο Γιώργος Μυλωνογιάννης, που τρεις εξαιρετικά σημαντικές πρόσφατες εκδόσεις τούς επανέφεραν στο προσκήνιο; Αν και γεννημένοι η Μπαλή και ο Ζώτος στα 1905 και ο Μυλωνογιάννης στα 1909 (με διαφορά δηλαδή εννέα και δεκατριών χρόνων από τον Καρυωτάκη) συμπίπτουν χρονικά όσον αφορά την ποιητική τους δημιουργία με τον αυτόχειρα της Πρέβεζας. Τόσο χρονικά όσο και αισθηματικά, αν σκεφτεί κανείς πως η Μπαλή υπήρξε συμπατριώτισσα (Καλαμάτα) και φίλη με τη Μαρία Πολυδούρη (που ο δεσμός της με τον Καρυωτάκη όσο «αμφισβητείται» άλλο τόσο «θρυλείται»), τα περισσότερα ερωτικά ποιήματα της δεύτερης συλλογής του Μίνου Ζώτου, με τον τίτλο «Αφιέρωμα», έχουν γραφεί για την Πολυδούρη (έναν έρωτα που παρέμεινε ανεπίδοτος αφού η δημιουργός της συλλογής «Ηχώ στο χάος» κράτησε τη σχέση της με τον Ζώτο σε φιλικό επίπεδο) και τέλος ο Μυλωνογιάννης, που είχε έτοιμη για έκδοση το 1936 μια μελέτη του για τον Καρυωτάκη, δεν κυκλοφόρησε ποτέ, ενώ έχει χαθεί και το χειρόγραφό της.

Ποιητές ανθολογίας λοιπόν και η Μπαλή, και ο Ζώτος, και ο Μυλωνογιάννης, έστω και αν σε πολύ σημαντικές ανθολογίες των τελευταίων σαράντα χρόνων, όπως η «Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης» του Σπύρου Κοκκίνη και η «Λύρα Ελληνική» του Βασίλη Βασιλικού, στη μεν πρώτη υπάρχει μόνο ο Μίνως Ζώτος (όπως και οι πολύ πιο άγνωστοι σε σχέση με την Μπαλή και τον Μυλωνογιάννη, Τάκης Τσιάκος και Σπυρίδων Ξυδιάς), ενώ στη δεύτερη μόνο η Τίλλα Μπαλή (με τον «αδελφοποιτό» του Μυλωνογιάννη, τον Μήτσο Παπανικολάου, να ανθολογείται με πέντε, όσες και ο Γεώργιος Βηζυινός, σελίδες). Ενώ όσο δικαιολογημένη μοιάζει η απουσία και των τριών από την, έτσι ή αλλιώς, πολύ συγκινητική, σε βαθμό που θα ήταν αδύνατον να τη χαρακτηρίσει κανείς ως μεροληπτική, ομολογημένα προσωπικού χαρακτήρα ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον τίτλο «Χαμηλή φωνή» τόσο ανερμήνευτη το λιγότερο φαντάζει η παρουσία μόνο του Μίνου Ζώτου στον δεύτερο τόμο της «Μεγάλης Ελληνικής Ποιητικής Ανθολογίας» που περιλαμβάνει την περίοδο 1900 έως 1954 (έκδοση του 1954 επίσης) καθώς την είχε συγκροτήσει ένας δεινός ανθολόγος και ποιητής επίσης, ο Μιχάλης Περάνθης.

Εγιναν μάρτυρες

Αν και ποιητές «ανθολογίας» η Μπαλή, ο Ζώτος και ο Μυλωνογιάννης, χωρίς ωστόσο να τους έχει επιφυλαχτεί πάντα το ύστατο αυτό καταφύγιο, μοιάζει να τους αποδίδεται τελευταία μια αναγνώριση που θα τη ζήλευαν πολύ πιο καταξιωμένοι –δίκαια ή άδικα, δεν έχει σημασία –μέσα στον χρόνο ποιητές. Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως έγιναν πιο φιλάνθρωποι οι πρόσφατοι χρόνοι ή μήπως τα πενήντα, εξήντα και ογδόντα πέντε χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τον θάνατο της Μπαλή, του Μυλωνογιάννη και του Μίνου Ζώτου τούς έδωσαν τον χαρακτήρα ενός μάρτυρα και κατά συνέπεια μια αναδρομική αίγλη; Αν εξαιρέσει κανείς την Μπαλή, ο Ζώτος πέθανε από φυματίωση το 1932, στα 27 του χρόνια, στη γενέτειρά του, το Νεοχώρι Μεσολογγίου, ενώ ο Μυλωνογιάννης το 1954, στα 45 του χρόνια, στο Δρομοκαΐτειο όπου νοσηλευόταν ως χρήστης ναρκωτικών. Μήπως τελικά οι συνθήκες της ζωής και του θανάτου τους έκαναν το λιγοστό τους έργο να αποκτήσει κάτι από τη γοητεία του παραμυθιού; Αφού και η Τίλλα Μπαλή, αν ανατρέξουμε σε μια μαρτυρία του Γιάννη Χατζίνη με αφορμή τον θάνατό της, το 1971, υπήρξε ένας εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος αυτοβασανιζόμενος διαρκώς: «Ο μακαρίτης ο άντρας της, γιατρός –υποστράτηγος σε αποστρατεία, κρυπτολόγιος και εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος –με είχε πληροφορήσει πως με ένα επιφυλακτικό σημείωμά μου για την ποίησή της είχε χάσει τον ύπνο της και τρεις μέρες έκλαιγε συνεχώς». Γεγονός που σημαίνει ότι και η Τίλλα Μπαλή με τον τρόπο της διεκδικεί ένα μερίδιο ταλαιπωρίας που φαίνεται να στερέωσε τον «μύθο» των δυο άλλων ποιητών.

Προτιμότερη εμμονή

Πάντως, οι εξαιρετικές τελικά εκδόσεις με κυρίαρχη τη μελέτη του σπουδαίου Γιάννη Παπακώστα «Ανοίχτε τα παράθυρα στο φως» («Προσεγγίσεις στο ποιητικό και κριτικό έργο του Γιώργου Μυλωνογιάννη»), τα «Απαντα» του Μίνου Ζώτου (με το σύνολο των ποιημάτων του και της αλληλογραφίας του με τη μητέρα του, τον αδελφό του, τη Μαρία Πολυδούρη, την Μυρτιώτισσα, τον Γιώργο Κοτζιούλα κ.ά.) και την ανθολόγηση της Τίλλας Μπαλή, με τον πολύ κατατοπιστικό πρόλογο του ποιητή Γιάννη Σ. Βιτσαρά και με τίτλο το εν πολλοίς άστοχο «Η απεσταλμένη των αιώνων» (έστω και αν πρόκειται για στίχο της ίδιας της ποιήτριας), φαίνεται να προοιωνίζονται μια αλλαγή στα ποιητικά μας πράγματα, φιλεύσπλαχνη για τους ίδιους τους ποιητές και ευεργετική για την ίδια την ποίηση. Μια αλλαγή που φαίνεται να υπογραμμίζει πως είναι προτιμότερη η εμμονή σε δευτερεύουσας σημασίας ποιητές καθώς ένα στοιχείο πλησμονής τους, αν λειτουργήσει συνδυαστικά, μπορεί να αποδειχθεί καταλυτικό όσον αφορά την εσωτερική χαρτογράφηση μιας εποχής, πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για μια διακεκαυμένη εποχή όπως αυτή του Μεσοπολέμου. Τόσο βεβαρυμένη πολιτικά και κοινωνικά ώστε η οιμωγή των ποιητών της, αν και εκφράζει ένα προσωπικό δράμα, να αποτυπώνει απτά τα σημάδια του ζοφερού περίγυρού τους. «Και μένω, πάντα εγώ, κόρη της σιγαλιάς / σε μυστική, βουβή της νύχτας ώρας γεννημένη» γράφει η Τίλλα Μπαλή, με τον Μίνω Ζώτο να της κρατά το «ίσο» με τους στίχους του «Είναι η ψυχή μου ένας λυγμός που στο άπειρο αναλυέται / μια νότα που ανερμήνευτη για πάντα θα σταθεί». Ενώ ο Γιώργος Μυλωνογιάννης δείχνει να αποφαίνεται τελεσίδικα: «Θέλω να φύγω από σας κι ας είστε αγαπημένοι / Η νύχτα είν’ ατέλειωτη, τα μάτια μου πονούνε / κι ούτε και ξέρω την αυγή το τι με περιμένει…».

Μίνως Ζώτος

Απαντα

Ποιήματα, Αλληλογραφία, Εργοκριτική

Εκδ. Ειρήνη Αλετρά-Μαρούδα 2016, σελ. 320

Τιμή: 22 ευρώ

Τίλλα Μπαλή

Η απεσταλμένη των αιώνων

Ανθολόγηση-εισαγωγή: Γιάννης Σ. Βιτσαράς

Εκδ. Φαρφουλάς, 2016, σελ. 50

Τιμή: 6 ευρώ

Γιάννης Παπακώστας

Ανοίχτε τα παράθυρα στο φως

Προσεγγίσεις στο ποιητικό και στο κριτικό έργο του Γιώργου Μυλωνογιάννη

Εκδ. Γαβριηλίδης

2014, σελ. 352

Τιμή: 21,30 ευρώ