Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να σκύψει κανείς με προσοχή στο βιβλίο αυτό του άγνωστου ώς τώρα στη χώρα μας Βόλφγκανγκ Κέπεν (1906-1996). Γραμμένο το 1950 –μεσούσης της ολικής ανοικοδόμησης, του Σχεδίου Μάρσαλ και της επερχόμενης παγκόσμιας ανάπτυξης –είναι ένα βαθιά κριτικό έργο που πάει κόντρα στο αισιόδοξο πνεύμα των καιρών ανατέμνοντας την αυτονόμηση της τεχνολογίας και τις ψευδαισθήσεις της προόδου. Ηδη από τις πρώτες σελίδες ο αναγνώστης εισάγεται σε μια δοκιμιακού χαρακτήρα ανάλυση για την επισφαλή γεωπολιτική θέση της μεταχιτλερικής Γερμανίας, τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου, την κυριαρχία της οικονομίας του πετρελαίου, την απειλή ενός νέου ολέθρου με πυρηνικό αυτή τη φορά προσωπείο. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας μάς μπάζει άφοβα στην καρδιά της περιρρέουσας πολιτικής και κοινωνικής ατμόσφαιρας αντιμετωπίζοντας μετωπικά τα ζητήματα του καιρού του, κάτι που κάνει και σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου μέσω των πολλών και ποικίλων ηρώων του. Στοχασμοί και αναστοχασμοί τέμνουν μια μεγάλη γκάμα θεμάτων με κυρίαρχα τον ολοκληρωτισμό, τους ιστορικούς κύκλους, την πτώση του πνεύματος υπό την επέλαση της βαρβαρότητας, την απουσία κοινωνικής σταθερότητας, την ανηθικότητα που παρακολουθεί την εξαθλίωση.

Ο δεύτερος λόγος είναι η εκπληκτική, για πρώτη φορά δοσμένη με τόση ένταση και καθαρότητα, εικόνα της εξαθλιωμένης μεταπολεμικής Γερμανίας. Πόλεις σε ερείπια, έλλειψη τροφίμων και στοιχειωδών εφοδίων, πρόσφυγες από τις ανατολικές επαρχίες του Ράιχ, εκπόρνευση, προσπάθεια πρόσβασης σε υπηρεσίες και αγαθά, ξεπούλημα περιουσιών και βέβαια ο θάνατος που φτερουγίζει πάνω από βομβαρδισμένους καθεδρικούς ναούς και ξεκοιλιασμένες υποδομές. Οι Γερμανοί παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο ως το ακριβές αρνητικό της συνήθους αρχετυπικής εικόνας τους: ένας λαός καθημαγμένος, απειθάρχητος, χαμερπής, με έλλειψη αξιοπρέπειας, χωρίς αξίες, ψευδαισθήσεις και οράματα. Δεν αγαπούν αλλά και δεν μισούν τους νικητές του Πολέμου. Κλεπταποδόχοι, νταβατζήδες, άνεργοι χαμάληδες, υποταγμένες δεσποινίδες που δίνονται για ένα κομμάτι ψωμί στους ενστόλους των στρατευμάτων κατοχής, χήρες που αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία, όλοι μαζί ψάχνουν χωρίς πολλές ελπίδες για μια θέση στον νέο κόσμο της ευμάρειας και της κατανάλωσης. Μοιάζει ωστόσο σαν η Ευρώπη να έχει σαρωθεί από μια φυσική καταστροφή και οι άνθρωποι να έχουν υποταγεί στη μοίρα τους. Η ατμόσφαιρα αυτή είναι πολλαπλώς χρήσιμη για έναν αναστοχασμό πάνω στα όσα βιώνουμε σήμερα, αλλά και ως ιστορική γνώση προορισμένη να αντικρούσει τη μισαλλοδοξία και τις κοντόφθαλμες αναλύσεις. Η χιτλερολογία, τόσο ελκυστική εδώ και δεκαετίες, δίνει τη θέση της σε μια αμιγή κοινωνική ανθρωπολογία της ήττας του ανθρώπινου είδους.

Ο τρίτος λόγος είναι η ανάλυση της σχέσης νικητών και ηττημένων. Στην πόλη που περιγράφει ο Κέπεν (πιθανότατα πρόκειται για το Μόναχο) έχουν εγκατασταθεί τα αμερικανικά στρατεύματα, με τα κελεύσματά τους περί δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων (η μεγάλη αμερικανική εμμονή), αγαθής πίστης στο μέλλον. Η Ευρώπη, με τις αιώνιες θρησκευτικές και πολιτικές διαμάχες της, μοιάζει ακατανόητη στα μάτια αυτών των στρατιωτών ή των κοινωνικών αναμορφωτών που διεξάγουν ένα είδος μεταπολεμικού τουρισμού. Καλοθρεμμένοι και εφοδιασμένοι με αγαθά τελευταίας τεχνολογίας, κυριαρχούν στο κοινωνικό επίπεδο όχι τόσο επειδή είναι οι νικητές όσο επειδή είναι οι κατέχοντες. Οταν μια Γερμανίδα καταφέρνει να αποκτήσει τον «νέγρο της», όλη η γειτονιά τής ζητά μετ’ επιτάσεως εξυπηρετήσεις –λάδι, σαπούνι, πετρέλαιο, ει δυνατόν μια δουλειά στις αμερικανικές υπηρεσίες. Τα ναζιστικά κελεύσματα περί της αρίας φυλής κείτονται θρυμματισμένα στο έδαφος και οι αγαθοί νέγροι από την Αλαμπάμα και το Μισισίπι απονέμουν χάρες, ερωτεύονται, έως και ονειρεύονται να δημιουργήσουν οικογένεια με τις ντόπιες. Βέβαια ο ρατσισμός καραδοκεί και θα κορυφωθεί στο τέλος με μια σύγκρουση του όχλου με τους νέους κυρίαρχους. Η ιστορική ανατροπή δίνεται στο βιβλίο εξαιρετικά εύγλωττα, το ίδιο και η ελλοχεύουσα ισχύς των προκαταλήψεων.

Τέταρτος και συναφής λόγος είναι η σχέση Ευρώπης – Αμερικής. Ο Κέπεν προαναγγέλλει την αναστροφή της γεωπολιτικής τάξης. Η Αμερική είναι πια φορέας της πλέον προχωρημένης τεχνολογίας, σύμβολο προόδου και κοινωνικής απελευθέρωσης, ένας κολοσσός χωρίς ιστορικά βαρίδια που θα κυριαρχήσει σύντομα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Επιπλέον εξάγει πολιτισμικά πρότυπα –από το σουίνγκ και το μπέιζμπολ μέχρι το Χόλιγουντ και τους ποιητές της. Οι νεαρές Γερμανίδες, ακόμα μέσα στις στάχτες του Πολέμου, ονειρεύονται ένα άνετο σπιτικό στην Καλιφόρνια, φάτσα στον ωκεανό, με τις ηλεκτρικές συσκευές στο φουλ και τις ίδιες να χαζεύουν στη μονίμως ανοιχτή τηλεόραση τον Κλαρκ Γκέιμπλ και την Τζόαν Κρόφορντ. Στα μάτια των ηττημένων, η πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη είναι φορέας αισιοδοξίας και πίστης στο ανθρώπινο γένος. Οχι ωστόσο στα μάτια του Κέπεν. Αποδίδει τα λογοτεχνικά του εύσημα στους νικητές, ωστόσο, όταν έρχεται η στιγμή να δείξουν το ανώτερο ήθος τους, δεν είναι πάντα αντάξιοι των περιστάσεων. Παράδειγμα ο διάσημος ποιητής Εντουιν που έχει έρθει με τιμές και δόξες για να δώσει μια διάλεξη αλλά αποτυγχάνει να ενισχύσει οικονομικά μια εκπεσούσα πρώην αστή που ξεπουλάει κομμάτι κομμάτι τα διαμαντικά της. Αλλο παράδειγμα, ένας μαύρος φαντάρος, ο Οδυσσέας, που κλέβει τον πρόσκαιρο «υπηρέτη» του όταν καταδιώκεται από τα οργισμένα πλήθη.

Η γραφή του Κέπεν, συνειρμική, θυελλώδης και ενίοτε παραληρηματική, υπηρετεί με συνέπεια το αντικείμενό της –τον χαοτικό μεταπολεμικό κόσμο που αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια του, έναν κόσμο χωρίς σταθερές και αξίες, που απλώς αναμένει την ανασυγκρότηση από την πλευρά των νικητών. Αντλώντας κατά κόρον από τον Τζόις, αλλά και από τον Ντος Πάσος και τον Φόκνερ, τοποθετεί τη μυθιστορηματική δράση σε μία και μόνο μέρα στη ζωή της πόλης. Μέσα στον αστικό καμβά κινούνται πολλοί και ποικίλοι ήρωες (ηθοποιοί, ένας επίδοξος συγγραφέας, νέες εργαζόμενες ή μη, μέθυσοι, θρησκόληπτοι, κληρονόμοι μέσα σε καταρρέοντα ντουβάρια) που η δράση και οι σκέψεις τους αναπτύσσονται με ενάργεια σε μικρές αφηγηματικές ενότητες μιας έως πέντε το πολύ σελίδων. Οι ζωές ολωνών τέμνονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε λόγω κληροδοτημένων κοινωνικών δεσμών είτε λόγω τυχαίων περιστατικών και αφηγηματικών ευρημάτων. Με μια αόρατη κάμερα ο Κέπεν διεισδύει στο μυαλό τους φωτίζοντας τη μια ή την άλλη όψη της πραγματικότητας κι έπειτα σχολιάζει και διανθίζει τα τεκταινόμενα με το προνόμιο του αφηγητή. Ομως στο τέλος τον λόγο έχει η Ιστορία. Το βιβλίο θα κλείσει όπως άρχισε, διαγράφοντας έναν μεγάλο ημερήσιο κύκλο και επανεισάγοντας στα μείζονα διακυβεύματα της «εποχής της ανάπτυξης» που ήδη ανατέλλει: καθολική ευημερία, καταναλωτισμός, ενέργεια, παγκόσμια οικονομική πρόοδος, οικοδόμηση της Νέας Ευρώπης, τέλος τη νέα γεωπολιτική αταξία.

Δύσκολο, απαιτητικό και βαθιά απαισιόδοξο, δεν είναι να απορεί κανείς που το βιβλίο δεν έτυχε της υποδοχής που του άξιζε τα χρόνια εκείνα και μόνο στη μακρά διάρκεια αναγνωρίζεται ως ακρογωνιαίος λίθος της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας –ένα τρόπον τινά εισαγωγικό κείμενο στη φιλολογία του Χάινριχ Μπελ, του Μάρτιν Βάλζερ ή του Γκίντερ Γκρας. Σε κάθε περίπτωση, μέσω του καλά αφομοιωμένου μοντερνισμού του, αναδεικνύει τον παρεμβατικό και διδακτικό ρόλο της λογοτεχνίας. Σπουδαία η μεταφραστική δουλειά του Βασίλη Τσαλή και διαφωτιστικό το επίμετρό του.

Wolfgang Koeppen

Περιστέρια στη Χλόη

Μτφ. – επίλογος Βασίλης Τσαλής

Εκδ. Κριτική 2016, σελ. 320

Τιμή: 18 ευρώ