Η ανάπτυξη των επιστημών, των θετικών αλλά κυρίως των ανθρωπιστικών και κοινωνικών, οδήγησαν σε αυτό που ο Μαξ Βέμπερ αποκάλεσε απομάγευση του κόσμου. Ωστόσο στην ελληνική περίπτωση, λέει ο ιστορικός της Εκπαίδευσης Παντελής Κυπριανός στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Η μαγεία του πτυχίου» που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα, το πτυχίο αποτέλεσε από μόνο του ένα φετίχ, ένα στοιχείο μαγείας θα έλεγε κανείς με λίγη υπερβολή, που αναιρεί τον ίδιο τον σκοπό των σπουδών. Αφού η προσέγγιση των σπουδών στο νεοελληνικό κράτος εστίασε στο αποτέλεσμα και όχι στη διαδικασία, στον τελικό σκοπό και όχι στην πράξη της μάθησης, η Εκπαίδευση μπορούσε να μετατραπεί από μέσο απομάγευσης σε απλό μέσο επίτευξης ενός οποιουδήποτε σκοπού. Κάπως έτσι, «η γνώση ταυτίστηκε περισσότερο με το συμβολικό της αποκρυστάλλωμα, το πτυχίο, το οποίο απέκτησε τη δική του μαγεία και ως τέτοιο λειτούργησε ως εμπόδιο στην απομάγευση της ελληνικής κοινωνίας».

Ακόμα χειρότερα, το «μαγικό» στοιχείο που αναπτύχθηκε γύρω από το πτυχίο καθεαυτό, καλλιέργησε και άλλες δοξασίες και αντιλήψεις, όπως λ.χ. «η πίστη ότι οι Ελληνες αγαπάνε τα γράμματα, ότι τα παίρνουν, ότι οι φοιτητές στην Ελλάδα ήταν πάντα αριθμητικά πολλοί, ότι η απόκτηση πτυχίου είναι δηλωτική της προσωπικής αξίας, ότι φοιτούσαν και φοιτούν και οι φτωχοί».

Ολα αυτά όμως είναι ζητήματα υπό εξέταση και όχι αυτόματες παραδοχές. Για την ακρίβεια, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είναι μύθοι αφού η μεγαλύτερη ομάδα αποφοίτων είναι «κληρονόμοι», που όμως δεν συγκροτούν συνεκτική ομάδα παρέμβασης, η ανισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες είναι πάντα παρούσα κ.ο.κ.

Ο Παντελής Κυπριανός εξετάζει αναλυτικά τα συμβαίνοντα στην πανεπιστημιακή Εκπαίδευση από το 1837, όταν ιδρύεται το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο, μέχρι τις μέρες μας. Ελληνες φοιτητές υπήρχαν βέβαια και στο εξωτερικό. Τον 19ο αι. και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μια σημαντική, πλειοψηφική μερίδα στρεφόταν κυρίως προς τα γερμανικά πανεπιστήμια που, με την επιρροή του Βίλχελμ φον Χούμπολτ, ο οποίος ίδρυσε το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου το 1810 και επανακαθόρισε τους σκοπούς της Ανώτατης Εκπαίδευσης, βρέθηκαν στην αιχμή των εξελίξεων. Πάντως οι έλληνες φοιτητές των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων δεν ξεπερνούσαν κατά κανόνα τις λίγες δεκάδες και μόνο μια φορά άγγιξαν τους χίλιους, περί το 1930. Αυτό αλλάζει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε ο αριθμός των ελλήνων φοιτητών εξωτερικού πλησιάζει τους 9.000 το 1960 για να φτάσει, το 1995, τους 31.500. Σε γενικές γραμμές τις παλαιότερες δεκαετίες οι γερμανόφωνες χώρες κατά πρώτον και οι γαλλόφωνες κατά δεύτερον φιλοξενούσαν τους περισσότερους έλληνες φοιτητές, με την Ιταλία επίσης να δέχεται κατά καιρούς μεγάλα κύματα, η Βρετανία όμως, που παλιότερα δεν υποδεχόταν ποτέ πάνω από το 10% των ελλήνων φοιτητών του εξωτερικού, έφτασε να φιλοξενεί μέχρι και το 50% μετά το 1990.

Ο πληθωρισμός των φοιτητών εξωτερικού συνδέεται με την αντίστοιχη τάση στο εσωτερικό της χώρας. Πράγματι, από το 1950 και μετά υπήρξε μεγάλη αύξηση φοιτητών, αύξηση που συνεχίστηκε ραγδαία τις επόμενες δεκαετίες. Ετσι, το 1991 υπήρχαν στην Ελλάδα 36.865 κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων, αριθμός μεγαλύτερος από τον συνολικό αριθμό αποφοίτων πανεπιστημίου που είχαν καταγραφεί το 1950. Και την ακαδημαϊκή χρονιά 2014 – 2015 υπήρχαν εγγεγραμμένοι στα ελληνικά πανεπιστήμια 60.454 φοιτητές τρίτου κύκλου από τους οποίους οι 37.298 σε μεταπτυχιακό επίπεδο και 23.156 σε διδακτορικό. Με άλλα λόγια, οι φοιτητές τρίτου κύκλου σήμερα είναι περισσότεροι από τους προπτυχιακούς φοιτητές του 1970.

Ο μεγάλος αριθμός συντελεί και στη συντήρηση της δοξασίας, όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας, ότι «στην Ελλάδα σπουδάζουν και οι φτωχοί, και άρα ως προς αυτό αποτελούμε ιδιαιτερότητα». Ο «μύθος του φτωχού φοιτητή» δημιουργήθηκε και εδραιώθηκε στα τέλη του 19ου αι. και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Ο Δημήτριος Βικέλας λ.χ. κάνει λόγο για φτωχούς Ελληνες που προσπαθούν να σπουδάσουν στο Παρίσι –και δεν είναι ο μόνος. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν μεγάλοι οι αριθμοί, ακόμα περισσότερο που λίγοι ήταν και αυτοί που πήγαιναν σχολείο. Και το 1929, για το οποίο υπάρχουν αξιόπιστες σχετικές στατιστικές, μόνο ένας στους δέκα φοιτητές δήλωνε ότι δούλευε για να σπουδάσει. Οσο για την κοινωνική σύνθεση του φοιτητόκοσμου: με όλες τις επιφυλάξεις για τα στατιστικά στοιχεία της εποχής, οι τάξεις που υπεραντιπροσωπεύονταν το 1930 ήταν αυτές των εμπόρων, των ελεύθερων επαγγελματιών και των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτοί ήταν που έστελναν μαζικά τα παιδιά τους στα πανεπιστήμια (λ.χ. οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν το 1,8% του πληθυσμού, αλλά τα παιδιά τους το 15% των φοιτητών), ενώ ο αγροτικός πληθυσμός που αντιπροσώπευε τότε το 61,4% του πληθυσμού εκπροσωπούνταν στη σχετική στατιστική μόνο με το 20% των φοιτητών. Υποαντιπροσώπευση υπήρχε και στα εργατικά στρώματα. Τις επόμενες δεκαετίες ο Παντελής Κυπριανός διακρίνει τρεις τάσεις. Μείωση ανισοτήτων τις δεκαετίες ’60 και ’70, όξυνσή τους από τα μέσα του ’80 και φαινομενική σταθεροποίησή τους τα τελευταία χρόνια, καθώς οι ανισότητες μετακυλίονται τώρα στο γνωστικό αντικείμενο και στα μεταπτυχιακά διπλώματα. Με βάση στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ, παλιότερα, παιδιά της ανώτερης τάξης (ελεύθερων επαγγελματιών, ανώτερων στελεχών κ.λπ. είχαν οκτώ με εννιά φορές περισσότερες πιθανότητες πρόσβασης στο πανεπιστήμιο από τα παιδιά εργατών και αγροτών. Τη δεκαετία του ’70 οι πιθανότητες των πρώτων σε σχέση με των δευτέρων ήταν λίγο παραπάνω από τριπλάσιες. Σήμερα, διπλάσιες με τριπλάσιες, στην καλύτερη περίπτωση. Από τη διεύρυνση του αριθμού των φοιτητών ωφελήθηκε κυρίως η μεσαία τάξη και πολύ λιγότερο η τάξη των πλέον άπορων στρωμάτων.

Ολα αυτά συνδέονται και με τη μερική τουλάχιστον διάψευση ότι ειδικά οι Ελληνες είναι φιλοπρόοδος λαός και «αγαπούν» ιδιαίτερα τα γράμματα. Στην Ελλάδα, όπως έχει γραφτεί ήδη από τον 19ο αι., υπάρχει πατροπαράδοτη αγάπη προς τη μόρφωση που βοηθάει τα φτωχόπαιδα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους. Η κινητικότητα αυτή όμως είναι σχετική και οι ανισότητες φαίνεται να αναπαράγονται με θιγόμενες πάντα τις ίδιες κοινωνικές ομάδες. Διεύρυνση βέβαια του φοιτητικού πληθυσμού υπήρξε, προς όφελος της μεσαίας τάξης, χάρη κυρίως στην ανάπτυξη της θεωρίας του «ανθρώπινου κεφαλαίου», ότι δηλαδή η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο είναι η πιο αποδοτική επένδυση, θεωρία που διατυπώθηκε τη δεκαετία του ’50. Στην Ελλάδα αυτές οι αντιλήψεις δεν έτυχαν γενικής επιδοκιμασίας, αποτυπώνονται όμως και στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964 και στις πολιτικές του ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου, λέει ο Παντελής Κυπριανός.

Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο «ιδεολογικός» λόγος που διαμόρφωσε τις περί πτυχίων αντιλήψεις. Αρκετοί άλλοι λόγοι συνεισέφεραν σε αυτό, εξηγεί ο συγγραφέας, μεταξύ των οποίων είναι η κινητικότητα που προκάλεσε η εσωτερική μετανάστευση αλλά και η διεύρυνση των κρατικών μηχανισμών που έφτασαν να απορροφούν δύο στους τρεις πτυχιούχους. Οταν πια ήρθε ο σχετικός κορεσμός, το ήδη μυθοποιημένο πτυχίο μετατράπηκε από δικαίωμα σε μέσο, όπου ζητούμενο πλέον ήταν οι «χρήσιμες» σπουδές.

Οι τροχιές των αποφοίτων

«Δεν έφτιαξαν τάξη ευγενών του κράτους»

Στο εξίσου ενδιαφέρον πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου ο Παντελής Κυπριανός επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις διαδρομές –«τροχιές» –των αποφοίτων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο. Αξιοπρόσεκτο είναι το στοιχείο ότι στις αρχές του αιώνα και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η πλειονότητα τόσο των πανεπιστημιακών όσο και των μεγαλύτερων επιχειρηματιών με σπουδές στο εξωτερικό είχε σπουδάσει σε Γερμανία και Αυστρία και δευτερευόντως σε Γαλλία και άλλες χώρες. Και ότι πολλοί σπουδασμένοι στη Γαλλία στράφηκαν κυρίως σε ελεύθερα επαγγέλματα. Ως προς τους υπολοίπους: «Οι απόφοιτοι, καθ’ όλη τη διερευνούμενη περίοδο, βάρυναν στους προσανατολισμούς του ελληνικού κράτους και τη λήψη των αποφάσεων», λέει ο συγγραφέας. «Αυτό είναι φυσικό, καθώς είναι στην πλειονότητά τους κληρονόμοι και κατέχουν σημαντικές θέσεις στους κρατικούς μηχανισμούς. Μπορούν, συνεπώς, λόγω κοινωνικής καταγωγής και θέσης να επηρεάζουν αποφάσεις και να μπλοκάρουν κυβερνητικές επιλογές, όπως ορθά υποστήριξε ο Α. Δημαράς, αλλά δεν αποφασίζουν αυτόνομα. Δεν συνθέτουν μια τάξη ευγενών του κράτους, όπως έδειξε ο Πιερ Μπουρντιέ για τους αποφοίτους των γαλλικών Μεγάλων Σχολών, που χάρη στους διαγωνισμούς, τη μεταξύ τους επικοινωνία και μία ανάλογη ιδεολογία περί αξιοκρατίας αποίκησαν το κράτος.

Στην ελληνική περίπτωση, ομάδες αποφοίτων βαραίνουν στη λήψη των αποφάσεων αλλά δεν έφτασαν, για σειρά από λόγους, να αυτονομηθούν πλήρως. Λόγω του ειδικού βάρους του πολιτικού, άρα και των πολιτικών, στη συγκρότηση του εθνικού κράτους αλλά και λόγω της δικής τους αδυναμίας να λειτουργήσουν ως ομάδα «ειδικών» με δικά της συμφέροντα. Η αδυναμία τους απορρέει από την αρχική τους εξάρτηση από τα κόμματα, αλλά και τη χρόνια πολιτική αστάθεια, όπως αυτή αποτυπώνεται στα ευάριθμα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης που επηρεάζουν τη στελέχωση των κρατικών μηχανισμών».

Και συμπεραίνει καταληκτικά: «Μπορεί όλα αυτά να εκληφθούν ως ενδείξεις ή αποδείξεις καθυστέρησης ή μη εκσυγχρονισμού της χώρας. Μπορούν, όμως και να διαβαστούν αντίστροφα ως ενδείξεις μιας επώδυνης διαδικασίας ανάπτυξης ή και εκδυτικισμού μιας μικρής γωνιάς μίας υπανάπτυκτης οικονομικά και κοινωνικά Αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής, που κατάφερε σε λιγότερο από δύο αιώνες να μοιάσει λιγάκι, φτιασιδώνοντας και εξιδανικεύοντας συχνά τις αδυναμίες της, στο είδωλό της, τη Δύση».

Παντελής

Κυπριανός

Η μαγεία

του πτυχίου

Πανεπιστήμια, απόφοιτοι, κοινωνικές τροχιές (1837-2015)

Εκδ. Βιβλιόραμα, 2016, σελ. 264

Τιμή: 17 ευρώ