Τις μέρες αυτές που το Χαλέπι ισοπεδώνεται, αλλά και παιδιά προσφύγων στην Ελλάδα που θέλουν να ενταχθούν στη σχολική εκπαίδευση προσκρούουν στις αντιδράσεις κατοίκων και ορισμένων δημοτικών αρχόντων, στο Ωραιόκαστρο και αλλού, χρήσιμο είναι να θυμηθούμε ότι αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια ούτε μπόρα είναι που θα περάσει έτσι εύκολα ούτε ένα πρόβλημα που απλώς μπορούμε να το ξεπερνάμε, σαν να μη μας αφορά, βυθίζοντας το κεφάλι στην άμμο. Ακόμα κι αν κάποιος θεωρήσει υπερβολή τη ρήση του Μπαντιού ότι τα κύματα της μετανάστευσης γενικότερα, και όχι μόνο τα προσφυγικά, συγκροτούν το σύγχρονο παγκόσμιο προλεταριάτο, δύσκολα θα μπορούσε να μη δεχθεί ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι σύγχρονοι Οδυσσείς. «Οδυσσείς χωρίς νόστο» μάλιστα, όπως λέει εύστοχα η ιστορικός Αιμιλία Σαλβάνου, αφού το δικό τους ταξίδι είναι χωρίς επιστροφή. Ενίοτε και «Αινείες», αν θυμηθούμε την περσινή εικόνα του μετανάστη που κουβαλούσε τον πατέρα του στην πλάτη.

Το βιβλίο που εξέδωσε το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, με τη βοήθεια του Περικλή Δουβίτσα της Νεφέλης και του fairead.net, περιέχει συγκλονιστικές μαρτυρίες προσφύγων και μεταναστών που επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.

Οπως άλλωστε γράφει στον πρόλογο η Μυρσίνη Ζορμπά εκ μέρους του Δικτύου, «η προσφυγιά και η μετανάστευση δεν είναι επιλογή. Στο αδιέξοδο ζωής σε έναν τόπο που βρίσκεται σε πόλεμο ή σε παντελή οικονομική και κοινωνική αποσύνθεση, είναι ανάγκη απόλυτα σκληρή, μη αναστρέψιμη. Είναι το αποτέλεσμα μιας παγκοσμιοποιημένης εποχής, όπου επικρατούν πολιτικές επιλογές οι οποίες οδηγούν σε πολέμους, ανισότητες, διαφθορά, υπερκέρδη και στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας εις βάρος της αειφόρου. (…) Πρόσφατα άρχισαν να αποκαλούνται ροές, αλλά στην πραγματικότητα το ανθρώπινο ποτάμι, που διασχίζει ορμητικά από τα 3 σημεία του ορίζοντα ηπείρους και χώρες για να φτάσει ώς εμάς και να συνεχίσει στα βόρεια, κυλάει εδώ και χρόνια, πότε αθόρυβα και με χαμηλή στάθμη, πότε με εντάσεις και φουσκωμένο. Την τελευταία δεκαετία, που βρίσκομαι πιο κοντά του, έχω καταλήξει σταδιακά και ύστερα από πολλές συζητήσεις με φίλους πρόσφυγες και μετανάστες στην άποψη ότι τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει. Καμία πολιτική δεν μπορεί να το αναστείλει ή να το ματαιώσει είτε με φράχτες και ναρκοθετημένα πεδία είτε με νόμους –πολύ περισσότερο όταν δεν το έχουν πετύχει οι αγριεμένες θάλασσες, οι πνιγμοί και οι θάνατοι, η πείνα, η δίψα, οι ατέλειωτες πορείες με τα πόδια, οι επιχειρήσεις – σκούπα, η ξενοφοβία, η κατά πρόσωπο περιφρόνηση, οι δολοφονίες με ρατσιστικά κίνητρα. (…) Πρέπει να επανασχεδιάσουμε τις οικονομίες και τις κοινωνίες μας, ώστε να ζήσουμε μαζί με ελευθερία, διαφορετικοί και ισότιμοι, ξεπερνώντας τα όποια προβλήματα με συνοχή και αλληλεγγύη».

Η Αιμιλία Σαλβάνου, που έκανε τις συνεντεύξεις, γράφει και για το δυσδιάκριτο ανάμεσα σε νόμιμους μετανάστες, παράνομους μετανάστες και πρόσφυγες, γεγονός που αποτυπώνεται σε πολλές πρόσφατες αναλύσεις κοινωνιολόγων και πολιτικών επιστημόνων. Υπάρχουν πολλές σύνθετες περιπτώσεις και η ιστορικός δίνει το χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός Πακιστανού, του Σουνίλ, που έφυγε από το χωριό κυνηγημένος επειδή ήταν χριστιανός, αλλά μόνο αυτός από όλη την οικογένεια πήγε στο εξωτερικό, γιατί τα λεφτά έφταναν μόνο για ένα ταξίδι, οπότε δουλεύει εδώ, επικοινωνεί με τους δικούς του μέσω Skype και προσπαθεί να τους στέλνει λεφτά –ζουν και αυτοί ξεριζωμένοι σε κάποια πόλη του Πακιστάν.

Το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού έχει δημιουργήσει δύο χώρους στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσης που λειτουργούν ως εργαστήρια πολιτισμού, ως τόποι συνάντησης και κοινωνικοποίησης νέων προσφύγων και μεταναστών. Η σταδιακή εξοικείωση και εμπιστοσύνη που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς και στο Δίκτυο οδήγησε και στις εκ βαθέων εξομολογήσεις που έγιναν βιβλίο. Οσοι ήθελαν έδωσαν τη συνέντευξη δηλώνοντας ολόκληρο το ονοματεπώνυμό τους, οι άλλοι χρησιμοποίησαν ένα μικρό όνομα και ένα πρώτο γράμμα επιθέτου ως ψευδώνυμο.

Αμπντούλ Μόιν Σλον

Οι ρουκέτες περνούσαν από πάνω μας

Ο Αμπντούλ Μόιν Σλον είναι τρίτης γενιάς παλαιστίνιος πρόσφυγας στη Συρία. Ζούσε σε καταυλισμό της πόλης Χομς, στην Κεντρική Συρία. Είχε τελειώσει μια τεχνική σχολή και διατηρούσε μαγαζί ηλεκτρονικών. Τον Μάρτιο του 2011, σε μια εποχή που το καθεστώς Ασαντ φυλάκιζε ανθρώπους χωρίς λόγο, άρχισαν έκτροπα στη Νότια Συρία, όταν σκοτώθηκαν διαδηλωτές. Επειδή η Συρία είναι κατακερματισμένη και υπάρχουν πολλές φυλές, κατάλαβε ότι αυτό δεν τελείωνε εκεί. Στην αρχή τα έβλεπε στην τηλεόραση, όπως ο υπόλοιπος κόσμος. Ο πόλεμος δεν άργησε να επεκταθεί και κάποια στιγμή έφτασε και στην πόλη του. Δεν αφορούσε τον καταυλισμό, ήταν κυβερνητικοί εναντίον αντικυβερνητικών, αλλά είχε φτάσει στα 500 μέτρα. «Βρεθήκαμε στη μέση της διαμάχης. Ακουγες τις ρουκέτες πάνω από τον καταυλισμό. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, ύστερα από λίγο καιρό τις συνηθίζεις, γίνεται μέρος της καθημερινότητας. Είναι σαν να περνάει το τρένο. Είναι εντάξει. Κάποιες μέρες τις ακούγαμε κάθε λεπτό. Δεν υπήρχε σειρήνα. Ακούγαμε τις ρουκέτες και παίρναμε προφυλάξεις. Εγώ πήγαινα κανονικά στη δουλειά μου, κι ας έπεφταν ρουκέτες. Το ίδιο και η γυναίκα μου. Ηταν δασκάλα αραβικών. Αλλά κάθε φορά που έφευγα, σκεφτόμουν ότι μπορεί και να μη γυρίσω. Δεν είχαμε ακριβώς ελλείψεις στα ήδη πρώτης ανάγκης, αλλά άρχισαν να ακριβαίνουν πολύ. Εναν χρόνο μετά το γάλα είχε ακριβύνει τόσο που δεν μπορούσε να το αγοράσει ο κόσμος. Δεν λιμοκτονούσαμε, αλλά αρχίσαμε να κάνουμε οικονομία στο πόσο καταναλώναμε. Αρχίσαμε να ανησυχούμε όταν άρχισαν να σκοτώνονται άνθρωποι του καταυλισμού έξω απ’ αυτόν. Σκοτώθηκαν μερικοί φίλοι μου και ο ξάδελφός μου είναι στη φυλακή και κανείς δεν ξέρει γιατί. Σταματάνε στην τύχη ανθρώπους και τους παίρνουν. Αρχισα να σκέφτομαι ότι πρέπει να φύγω όταν άρχισαν οι εκρήξεις έξω από τον καταυλισμό. Μας πήρε εφτά μήνες από τη στιγμή που το αποφασίσαμε».

Ο Αμπντούλ και η γυναίκα του έφυγαν με τα δυο μικρά παιδιά τους. Πούλησαν τα πάντα και τα λεφτά ίσα που τους έφτασαν για το ταξίδι. Με λεωφορείο στην Τουρκία και με πλοίο στην Κάλυμνο. «Το ταξίδι από την Τουρκία στην Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολο. Ημασταν στο πλοίο για περισσότερες από οκτώ ώρες και σ’ ένα μικρό δωμάτιο τρία επί δύο ήμασταν περισσότεροι από πενήντα πέντε άνθρωποι». Και πάλι καλά, αφού είχαν τα χρήματα να πάρουν πλοίο και όχι φουσκωτό. Σήμερα η γυναίκα του κατάφερε να φύγει παράνομα για τη Δανία (μόνο για έναν είχαν χρήματα) και εκείνος έχει μείνει στην Ελλάδα με τα δύο μικρά παιδιά. Προσπαθεί να βρει τρόπο να φύγει. «Δεν έχω μυαλό να σκεφτώ τίποτα άλλο, μόνο να τελειώνει αυτή η μεταβατική κατάσταση και να εγκατασταθώ κάπου».

Νγκόζι Π.

«Ημουν το γεύμα, το πρωινό και το δείπνο τους»

Η Νιγηριανή Νγκόζι Π. είναι γόνος ευκατάστατης οικογένειας. Ο πατέρας της είχε αποκτήσει χρήματα, αλλά έκανε το λάθος να ασχοληθεί με την πολιτική. Εγινε γερουσιαστής, αλλά όταν έπαψε να υποστηρίζει τον πρόεδρο της εποχής εκείνος τον κυνήγησε, τον έκλεισε φυλακή, όπου τον δηλητηρίασαν και πέθανε. Κυνηγήθηκαν και τα παιδιά του. Η Νγκόζι έφυγε κακήν κακώς για μια γειτονική χώρα, αφήνοντας πίσω το διαβατήριό της. Ενας συμπατριώτης της, που την είδε χαμένη, της οργάνωσε ταξίδι απόδρασης στην Ευρώπη –στο Λονδίνο, συγκεκριμένα. Την έβαλε σε πλοίο, όπου όμως το πλήρωμα την κλείδωσε στην καμπίνα της και άρχισε να τη βιάζει συστηματικά. «Ημουν το γεύμα, το πρωινό και το δείπνο τους». Κάποιο απόγευμα κατάλαβε ότι το πλοίο αγκυροβόλησε. «Οι άνθρωποι κάνανε θόρυβο, υπήρχε πολλή κινητικότητα. Συνήθως με είχαν κλειδωμένη, αλλά εκείνη τη μέρα άφησαν το κλειδί στην πόρτα. Αποφάσισα να κάνω την κίνηση. Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μου συμβεί ήταν να πεθάνω. Ισως καλύτερα έτσι. Γιατί όταν πεθαίνεις, τελειώνει. Ξέρεις εκεί, και να ήθελα να σκοτωθώ, δεν είχα τρόπο. Βγήκα από το δωμάτιο και είδα ανθρώπους να κινούνται. Τους ακολούθησα. Μόλις είδα σκάλες, πήδηξα στη στεριά και άρχισα να τρέχω. Το ίδιο λεπτό. Δεν ήξερα σε ποια πόλη ήμουν, σε ποια χώρα, τίποτα. Αλλά πίστευα ότι, όπου και να ήμουν, δεν μπορούσε να είναι χειρότερα από όσα περνούσα. Εφυγα και έτρεξα και βρήκα κάτι που έμοιαζε με πλατεία και ξάπλωσα και κοιμήθηκα. Ξύπνησα και είδα γύρω μου ανθρώπους να μιλάνε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Αναρωτήθηκα αν ζούσα ή πέθανα. Είδα έναν μαύρο που με χαιρέτησε. «Τι κάνεις εδώ;» μου είπε. Τον ρώτησα πού βρισκόμουν και μου είπε ότι ήμουν στην Ελλάδα. «Στην Ελλάδα;» είπα. Δεν ήξερα τίποτα για την Ελλάδα».

Ο Γολγοθάς, βέβαια, δεν είχε τελειώσει. Με υπόδειξη του συνομιλητή της πήγε στην Ομόνοια. Είχε και το τηλέφωνο της αδελφής εκείνου που την έβαλε στο καράβι, υποτίθεται, για το Λονδίνο. Το τηλέφωνο ήταν ελληνικό. Η Νγκόζι πήγε να τη βρει, έπεσε σε τσατσά. Την έβγαλαν δύο φορές στο πεζοδρόμιο με τις άλλες, εκείνη δεν ήθελε να κάνει αυτό το πράγμα και έκλαιγε. Σώθηκε από έναν περαστικό μαύρο που την περιέθαλψε, κατήγγειλε τη μαντάμ που απελάθηκε. Η Νγκόζι παντρεύτηκε τον σωτήρα της και έκανε μαζί του παιδιά, που πάνε σχολείο και μιλούν ελληνικά και αγγλικά. Δεν θέλει να φύγει. «Εχω χαρτιά και μπορώ να φύγω απ’ τη χώρα. Ομως προτιμώ την Ελλάδα. Οταν ήμουν σχεδόν νεκρή, μου έδωσαν καταφύγιο, με δέχτηκαν. Μου έδωσαν πίσω τη ζωή μου. Οπότε γιατί τώρα πρέπει να φύγω, τώρα που τα πράγματα είναι δύσκολα; Δεν έχω λόγο να το κάνω. Εδώ ανήκω».

Μπλέσινγκ Ιμπεακάμ

Ηθελαν να τη θυσιάσουν

Από τη Νιγηρία είναι και η 37χρονη σήμερα Μπλέσινγκ Ιμπεακάμ, που αποδείχθηκε ιδιαίτερα θαρραλέα έχοντας να αντιμετωπίσει παλιές παραδόσεις και δεισιδαιμονίες. Στην εποχή της είχε μόλις απαγορευθεί η παλιότερη βουντού πρακτική των θυσιών ανθρώπων στους θεούς, εκτός από μία περίπτωση, και αυτό ανάλογα με τη φυλή: την περίπτωση των διδύμων. Σε περίπτωση γέννησης δίδυμων αγοριών θυσίαζαν (σκότωναν δηλαδή επιτόπου σε μια τελετουργία) το μεγαλύτερο από τα δύο παιδιά. Αν επρόκειτο για κορίτσια, η θυσία γινόταν μόλις το μεγαλύτερο από τα δύο γινόταν δεκαοκτώ ετών! Αυτό γινόταν με κλειτοριδεκτομή ώστε το κορίτσι να γίνει νύφη των θεών, να αφοσιωθεί δηλαδή στους θεούς με τη θυσία του. Την ημέρα που έγινε δεκαοκτώ την ξύπνησαν, την πήγαν στο δάσος, χόρεψε τελετουργικά με τη δίδυμη αδελφή της, υπέστη κλειτοριδεκτομή και αφέθηκε να αιμορραγήσει και να πεθάνει. Τη βοήθησε όμως η αδελφή της, την πήγε σε ένα κοντινό καθολικό μοναστήρι, την περιέθαλψαν, σώθηκε. Η κοπέλα δεν μπορούσε να αρνηθεί την κλειτοριδεκτομή γιατί, αν το έκανε, το χωριό θα σκότωνε τους γονείς της και θα έκαιγε το σπίτι τους. Αλλά και μετά, σωσμένη πια, δεν μπορούσε να επιστρέψει στους δικούς της. Την πήρε μαζί της ένας πολύγλωσσος Νιγηριανός που επισκεπτόταν τακτικά το μοναστήρι, τον οποίο και παντρεύτηκε. Εκείνος την έφερε στην Ελλάδα. Πέρασε με φουσκωτό, μαζί με σαράντα άλλα άτομα.

Βαχίντ Πεχμάν

«Πρώτα αλλάζει το ντύσιµο»

Εντυπωσιακή είναι και η ιστορία του Βαχίντ Πεχμάν, μουσουλμάνου Αφγανού που το 2010 βαφτίστηκε χριστιανός, επηρεασμένος από αμερικανό ιεραπόστολο, και σήμερα είναι ιερέας στη μικρή χριστιανική αφγανική κοινότητα της Αθήνας. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε δύο φορές στο Ιράν, όπως και 2 εκατομμύρια Αφγανοί. Και δύο φορές επέστρεψε στο Αφγανιστάν. Την πρώτη φορά όταν οι μουτζαχεντίν νίκησαν το προηγούμενο ρωσόφιλο κομμουνιστικό καθεστώς και τη δεύτερη όταν νικήθηκαν οι Ταλιμπάν. Αναγκάστηκε να φύγει όταν φοβήθηκε ότι θα τον κυνηγούσαν επειδή ήταν χριστιανός, σε μια περίοδο (το 2011) που οι Ταλιμπάν ανασυντάσσονταν. Οι περιγραφές που κάνει τόσο για τις ταπεινώσεις των Αφγανών στο Ιράν όσο και για το πώς εξελίχθηκαν τα καθεστώτα των μουτζαχεντίν πρώτα και των Ταλιμπάν μετά είναι συνταρακτικές. Για την επιβολή της σαρίας, επί Ταλιμπάν, λέει μεταξύ άλλων: «Πρώτα αλλάζει ο τρόπος του καθημερινού ντυσίματος. Απαγορεύονται τα τζιν και τ’ άλλα παντελόνια και επιτρέπεται μόνο το παραδοσιακό ντύσιμο με τις παντελόνες. Και πρέπει να το κάνεις, αλλιώς πας τρεις μήνες φυλακή. Τα μαλλιά σου πρέπει να είναι κοντά. Στο πανεπιστήμιο πρέπει να έχεις ως φοιτητής μακριά γενειάδα και να ακολουθείς τους μουλάδες. Τα πιο πολλά μαθήματα αφορούσαν το Ισλάμ, ακόμη κι αν σπούδαζες μηχανικός. Υπήρχε ένα κανάλι τηλεόρασης και το έκλεισαν και υπήρχε μόνο το ράδιο που έπαιζε μόνο ανακοινώσεις και το Κοράνι. Πήραν όλες τις τηλεοράσεις από τα σπίτια και τα μαγαζιά. Ο νόμος της σαρίας έκανε τη ζωή αβίωτη. Τότε ήταν που ξαναφύγαμε για το Ιράν».

Από τα 3 σημεία

του ορίζοντα

Ιστορίες ζωής προσφύγων και μεταναστών

Συνεντεύξεις: Αιμιλία Σαλβάνου

Εκδ. Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, 2016, σελ. 224

Τιμή: 14 ευρώ