Η επανανάγνωση της ρωσικής λογοτεχνίας και της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μέσω μιας ανασκαφής στα πάθη του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι είναι ο κεντρικός στόχος του Λεονίντ Τσίπκιν σε αυτό το μοναδικό δημοσιευμένο μυθοπλαστικό του έργο. Από τα ποικίλα κεφάλαια της ζωής του Ντοστογέφσκι που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε ένα μυθιστόρημα, εδώ επιφανή θέση καταλαμβάνoυν το δόσιμο του συγγραφέα στον τζόγο και το ταξίδι με τη σύζυγό του Αννα Γκριγκόριεβνα στην περίφημη γερμανική λουτρόπολη Μπάντεν Μπάντεν. Οι μικρές καθημερινές στιγμές του επαναμαγεύουν τον γραπτό λόγο και θέτουν τη ζωή στο κέντρο της ύπαρξης.

Αφηγητής είναι ουσιαστικά ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο Λεονίντ Τσίπκιν (1926 – 1982), Ρωσοεβραίος γεννημένος στο Μινσκ της Λευκορωσίας, υπήρξε επιφανής γιατρός, με σοβαρές επιστημονικές δημοσιεύσεις. Εζησε στο πετσί του τα μεγάλα γεγονότα του αιώνα, χωρίς να καταφέρει να ταξιδέψει ποτέ έξω από τα σύνορα της Σοβιετικής Ενωσης. Η ιστορία της οικογενείας του ήταν έτσι κι αλλιώς βεβαρημένη καθώς ο επίσης γιατρός πατέρας του έπεσε στη δυσμένεια του Στάλιν, φυλακίσθηκε το 1934 και επιχείρησε μάλιστα να αυτοκτονήσει μένοντας ανάπηρος στην υπόλοιπη ζωή του. Τα τρία αδέλφια του πατρός Τσίπκιν πέθαναν στη διάρκεια της σταλινικής τρομοκρατίας. Ποικίλα άλλα μέλη της οικογένειας εξοντώθηκαν στο γκέτο του Μινσκ μετά την εισβολή των Γερμανών το 1941. Η οικογένεια του Λεονίντ απέδρασε χάρη στον γραμματέα ενός παρακείμενου κολχόζ μέσα σε ένα φορτηγό με βαρέλια γεμάτα τουρσιά. Παρά ταύτα, ο συγγραφέας θα ολοκλήρωνε τις σπουδές του το 1947, θα παντρευόταν και θα έκανε έναν γιο, ενώ μαινόταν η αντισημιτική εκστρατεία του πρώτου ημίσεος της δεκαετίας του ’50. Θα κρυβόταν κάπου στην ύπαιθρο υπηρετώντας σε ένα αγροτικό ψυχιατρείο, ώσπου με την αποσταλινοποίηση του Χρουστσόφ τού δόθηκε η άδεια να εγκατασταθεί οικογενειακώς στη Μόσχα. Η ιατρική του σταδιοδρομία σταθεροποιήθηκε για μερικά χρόνια, ενώ παράλληλα με το ερευνητικό του έργο άρχισε να γράφει συστηματικά τα βράδια στο σπίτι του. Αργότερα θα έπεφτε ωστόσο σε δυσμένεια, θα υποβαθμιζόταν επαγγελματικά, θα φτωχοποιούνταν. Υπέβαλε αίτημα εξόδου από τη χώρα το οποίο απορρίφθηκε ύστερα από καφκικού τύπου ταλαιπωρίες το 1981 και λίγους μήνες αργότερα θα πέθαινε με το ηθικό του καθημαγμένο.

Αποστασιοποίηση

Ηδη η ζωή του τον είχε τροφοδοτήσει με τραγικό υλικό για κάμποσα βιβλία, αλλά ο Τσίπκιν επέλεξε, ίσως και ως ένα είδος αποστασιοποίησης από τα πράγματα, να αφιερωθεί στην αξιοποίηση των ζητημάτων που είχε θέσει η ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Υποψιάζομαι πως εν μέρει αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι πίσω από τη λογοκρισία, τις διώξεις, τις εκτοπίσεις, την παραγωγική καχεξία και τα σχετικά της πρόσφατης ρωσικής ιστορίας, έβλεπε τα φιλοσοφικά και πολιτικά ζητήματα που είχαν θέσει με λογοτεχνικούς όρους ο Τουργκένιεφ, ο Ντοστογέφσκι, ακόμη και ο Τολστόι. Το βέβαιο είναι ότι έγραφε όποτε μπορούσε, αν και δεν είχε καμιά ελπίδα να δημοσιεύσει οτιδήποτε εντός συνόρων, και τελικώς δεν είδε τα γραπτά του ούτε καν τυπωμένα στη μορφή του σαμιζντάτ, της παράνομης λογοτεχνικής παραγωγής που κυκλοφορούσε πολυγραφημένη χέρι με χέρι τα χρόνια εκείνα. Ερευνούσε μανιωδώς τη ζωή του Ντοστογέφσκι, αναζητούσε και φωτογράφιζε τα ακριβή σημεία όπου έζησε ο μεγάλος Ρώσος, αλλά και εκείνα όπου εκτυλίχθηκαν σκηνές από τα μυθιστορήματά του ή τοπία που περιγράφονται στα έργα του. Το «Καλοκαίρι στο Μπάντεν Μπάντεν» γράφτηκε μεταξύ 1977 και 1980 και τελικώς ένα χειρόγραφο φυγαδεύτηκε στην Αμερική, όπου και πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε ένα άσημο περιοδικό ρώσων εμιγκρέδων, χάρη και στις προσπάθειες του γιου του που στο μεταξύ είχε «αποδράσει» από τη Ρωσία. Πήρε τελικά τη μορφή βιβλίου μόλις το 1990 και η Σούζαν Σόνταγκ, μεταξύ άλλων, το αποθέωσε (ο πρόλογός της περιλαμβάνεται και στην ελληνική έκδοση). Και είναι πράγματι αξιοσημείωτο ότι αυτή η ταλαιπωρημένη, διαρκώς διωκόμενη φιγούρα, ένας άνθρωπος που έγραφε αποκλειστικά για το συρτάρι του και που είναι αμφίβολο αν έφτασαν ποτέ στα χέρια του έργα της σύγχρονης διεθνούς λογοτεχνικής παραγωγής, παρήγαγε ένα έργο με πλήρως αφομοιωμένα τα στοιχεία του ύστερου μοντερνισμού.

Το ταξίδι

Το βιβλίο είναι ένα ταξίδι διά του οποίου περιγράφεται και ένα άλλο ταξίδι, που προηγήθηκε κατά έναν αιώνα. Ο ανώνυμος αφηγητής πηγαίνει με το τρένο από τη Μόσχα στην Πετρούπολη και αναστοχάζεται το ίνδαλμά του έχοντας ανά χείρας μια βιογραφία του. Το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο εναλλάσσονται τολμηρά καθώς ο Ντοστογέφσκι και η νεαρά σύζυγός του μετακινούνται ανά την Ευρώπη καθοδηγούμενοι από το πάθος του συγγραφέα για τα καζίνα της εποχής, υφιστάμενοι ποικίλες ταλαιπωρίες και ταπεινώσεις, συναντώντας Ρώσους και άλλους κι αφήνοντας τα πάθη τους να εκτυλιχθούν. Ζουν ενίοτε σε συνθήκες φτώχειας και πάντα στα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Με ατέλειωτες παραισθητικές φράσεις που δεν κουράζουν ωστόσο καθόλου, με χρονικά μπρος – πίσω, και με περίπου μυστηριακού χαρακτήρα ενορατικές στιγμές, ο Τσίπκιν μάς μεταφέρει από το σύγχρονο καταθλιπτικό σοβιετικό τοπίο σε ένα παρελθόν πυρετικής δημιουργίας. Ταυτόχρονα, και σχεδόν φυσιολογικά, παρελαύνουν από το βιβλίο στιγμές και πρόσωπα της ρωσικής λογοτεχνίας, η ιδεολογική και θρησκευτική διαπάλη (τότε και τώρα) και ακόμη τα ζητήματα του βλακώδους αντιεβραϊσμού και της απλοϊκής σλαβοφιλίας του Ντοστογέφσκι που έρχονται σε απόλυτη αντίφαση με την ιδιοφυΐα του και που τελικώς δεν έχουν ερμηνευτεί ικανοποιητικά. Κεντρικά στο βιβλίο είναι τα αιώνια ερωτήματα αν ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς κάποια μορφή πίστης και αν υπάρχει μια τελεολογία της ζωής, ένα νόημα, μια κατεύθυνση. Εχω την εντύπωση πως, παρακάμπτοντας τον κυρίαρχο μαρξιστικό υλισμό της εποχής και την τυραννία της ιστορίας, ο Τσίπκιν προσχωρεί στην άποψη ότι αυτό που τελικά μετράει είναι το ταξίδι, με όλα τα πάθη που συμπαρασύρει μαζί του, και όχι ο ίδιος ο προορισμός. Αλλά αν τελικά υπάρχει ένα κυρίαρχο πάθος στο βιβλίο, αυτό δεν είναι ούτε η ντοστογεφσκική αναζήτηση της υπερβατικής αλήθειας ούτε η νίκη επί της μοίρας (της τύχης, υπό τη μορφή του τζόγου) ούτε καν ο διάλογος περί τον χριστιανισμό, αλλά ο απόλυτος έρωτας, η ταύτιση με τον άλλο, το πάθος της συζυγικής αγάπης. Οι σελίδες, ας πούμε, όπου ο έρωτας προσομοιάζεται με κολύμπι είναι από τις καλύτερες της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής. Σε ό,τι αφορά τις ίδιες τις πολιτικές αιχμές, είναι σαφέστατες αλλά έντεχνα ζυγοσταθμισμένες στη ροή του κειμένου.

Το εντυπωσιακό εδώ είναι πως παρά το μικρό μέγεθός του καταφέρνει να ασχοληθεί διεξοδικά με τα μεγάλα ζητήματα της ζωής και της ίδιας της λογοτεχνίας, παραμένοντας ταυτόχρονα αναγνωστικά ελκυστικό. Συμβάλλει αναμφίβολα σε αυτό και η επιτυχημένη μετάφραση από τα ρωσικά της Σταυρούλας Αργυροπούλου.

Leonid Tsypkin

Καλοκαίρι στο Μπάντεν Μπάντεν

Μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου

Εισαγωγή: Σούζαν Σόνταγκ

Εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 257

Τιμή: 14,40 ευρώ