Αν η νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη «Η πρώτη φλέβα» είναι ένα εξαιρετικό αφηγηματικό βιβλίο είναι γιατί παραπλανά ως προς τη σημασία του. Ενώ φαίνεται οι ιστορίες του ναυτικού και της πόρνης, μέσα από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που «τρέχουν» με μια απαράμιλλη γοητεία, να είναι το καθαυτό θέμα της νουβέλας, το ενδιαφέρον της τελικά επικεντρώνεται σε κάτι που θα το χαρακτήριζε κανείς ως συμπτωματικό και αδιόρατο. Σε τρεις – τέσσερις αράδες κυρίως, χαμένες μέσα στις 130 σελίδες της νουβέλας, όταν αναφέρεται η «συνάντηση» του ναυτικού και της πόρνης, που, αν και έχει χαραχτεί στη συνείδηση του καθενός ως μια ανάμνηση ούτε καν μακρινή, εντελώς ανώδυνη και αδιάφορη, αποκαλύπτεται στη συνέχεια η «συνάντηση» αυτή ως η πηγή μιας τρομερής περιπέτειας, όπως άνετα θα λογάριαζε κανείς τη ζωή των δύο αυτών ανθρώπων.

Η συγγένεια

Μια ακόμη ειδοποιός διαφορά του Γιάννη Μακριδάκη σε σχέση με παλαιότερους, νεότερους και σύγχρονους πεζογράφους: όσο περίπλοκη ή σκοτεινή κι αν είναι η υπόθεση που διεξέρχεται, να μη χάνεις ποτέ το νήμα που δένει ακόμα και τα πιο απομακρυσμένα ανάμεσά τους περιστατικά. Ενώ περίπου αυτόματα αναδεικνύεται η συγγένεια ανάμεσα σε ανθρώπους που, αν και τοποθετημένοι σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους, μοιάζει σαν να συνεχίζουν μια συζήτηση ξεκινημένη από παλιά. Μια συζήτηση που αν και φαίνεται να γίνεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, τελικά συνιστά ένα είδος επιτομής της ανθρώπινης περιπέτειας αυτής καθαυτήν.

Δεν είναι σαφώς το μικρότερο συγκριτικά πλεονέκτημα της «Πρώτης φλέβας». Στον ίδιο βαθμό που αναρωτιέσαι ώς το τέλος σχεδόν της ανάγνωσης για το αν η Λόλα –η πόρνη -, που για ένα διάστημα είχε το όνομα Ευγενία, θα συναντηθεί με τον ναυτικό –τον Γιώργη –ή μήπως ενδεχομένως είχαν συναντηθεί στο παρελθόν, στον ίδιο βαθμό αναγνωρίζεις γιατί οι δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60, σε συγγραφείς που διατηρούν μόνο ακουστικές τους μνήμες, προσφέρουν ένα τόσο στέρεο υλικό. Δεν είναι γιατί ο κόσμος ήταν πιο συμπαγής σε σχέση με τον σημερινό. Αντίθετα, εξίσου μπερδεμένο θα τον αναγνώριζες, αν όχι πολύ περισσότερο. Αλλά τα πολιτικά και τα κοινωνικά γεγονότα σε σχέση με τις ιστορίες των ανθρώπων, όπως ακριβώς τις προκαλούν, έχουν ως συνέπεια όταν απλά τα πληροφορείσαι να ξεκαθαρίζει η προοπτική τους τόσο προς το παρελθόν όσο και προς το μέλλον. Ενώ όταν τα ζεις, γίνεται αναπόφευκτη η κριτική διάθεση, με αποτέλεσμα ο στοχασμός να αποβαίνει εις βάρος της αναπαραστατικής και συνθετικής πρόθεσης.

Οι λεπτομέρειες

Για παράδειγμα, πώς να ελέγξει ένας πεζογράφος το «έδαφος» που δημιουργείται συγγραφικά με την ύπαρξη μιας πολυεθνικής εταιρείας στον τόπο του, με τις αναπόφευκτα νεότευκτες σχέσεις, αν συγκριθεί με το τι προσφέρει ως υλικό, λόγου χάρη, ο Εμφύλιος ή το αντάρτικο είτε ως πολιτική συγκυρία είτε ως μνήμη που διαιωνίζεται, με όσα επινοημένα στοιχεία και αν προστίθενται καθ’ οδόν.

Δεν ασεβούμε όταν εξισώνουμε τον Εμφύλιο και το αντάρτικο με την ιδιωτεία μιας πόρνης κι ενός ναυτικού, αφού μέσα στον μυθιστορηματικό κορβανά οι λεπτομέρειες που θα έμεναν για πάντα άγνωστες είναι που ενδιαφέρουν. Είτε πρόκειται για μεγάλα γεγονότα είτε για ζωές που σχεδόν έχουν συνθλιβεί πριν υπάρξουν. Και όπως στους «Ανυπεράσπιστους» του Δημήτρη Χατζή, η πολιτική συγκυρία δημιουργεί, έχοντας η ίδια υποχωρήσει ώστε θα τη χαρακτήριζες σχεδόν ανύπαρκτη, ένα καθαρό ανθρώπινο δράμα, το ίδιο ακριβώς ισχύει με έναν άλλο τρόπο για την «Πρώτη φλέβα». Είναι τόσο έντονο το στοιχείο της περιπέτειας ώστε να μη σου χρειάζεται να γνωρίσεις τις πολιτικές συνιστώσες του περιβάλλοντος χώρου είτε της πόρνης είτε του ναυτικού.

Μπουρδελότσαρκες

Ασχετα αν πρόκειται για τα Χανιά της Κρήτης ή την Ιαπωνία και τη Βραζιλία, θα έλεγες πως οποιοδήποτε κι αν ήταν το πολιτικό καθεστώς των περιοχών αυτών, τις ίδιες δεν τις διαφέντευε ένα σύστημα αλλά η καθημερινότητα της πόρνης και του ναυτικού. Χωρίς καμιά έγνοια να θυμηθείς το τι ακριβώς συνέβαινε τον Ιούλιο του 1965 στην Αθήνα, αισθάνεσαι να σε αφορά άμεσα το αν ευδοκίμησε την ίδια χρονιά ο δεσμός της Λόλας με τον αξιωματικό του Ναυτικού Νίκο, «ό,τι που είχε βγει απ’ τη σχολή του Πόρου, καλό παιδί, ωραίο παιδί». Ή –εξίσου εντυπωσιακό –αν τη δεκαετία του ’70 στην Ιαπωνία υπήρχε βασιλευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία με αυτοκράτορα και πρωθυπουργό, αφού μονοπωλεί το ενδιαφέρον σου κατά πόσο φτούρησε ο δεσμός του Γιώργη με την Αννα, που του την είχε γνωρίσει η μαμασά (σ.σ. είδος τσατσάς) Μαντουβάλα στο ελληνικότατο (!) μαγαζί του Κανάκη. Αν θα παρέκαμπτε κανείς τον κίνδυνο μιας γραφικότητας που ελλοχεύει σε πολλές σελίδες της «Πρώτης φλέβας», καθώς το αφηγηματικό σκηνικό, οπουδήποτε κι αν στήνεται, φαίνεται να μην μπορεί να περιλάβει μέσα του παρά τις ανερμάτιστες ψυχολογικές διακυμάνσεις της Λόλας και τις μπουρδελότσαρκες του Γιώργη ανά την υφήλιο, δεν θα δίσταζε να καταφύγει ακόμα και στον Ηράκλειτο με το «εν το παν», σε μια εντελώς σύγχρονη και εντελώς αυθαίρετη βέβαια ερμηνεία του.

Καθώς ένα κάθε άλλο παρά λεπτό νήμα φαίνεται να ενώνει τα Χανιά με την Αθήνα και το Παρίσι, ή όπου αλλού φτάνει η Λόλα, με το Περού, τη Βραζιλία, τον Καναδά και τη Νέα Ορλεάνη, όπου ταξιδεύει ο Γιώργης, με αποτέλεσμα οι χαρτοπαιχτικές λέσχες ή ακόμα ένα κλαμπ όπου δούλεψε ως γκο-γκο-γκερλ η πρώτη –όταν δεν έκανε την κύρια δουλειά της –και τα μπαρ και τα μπουρδέλα όπου σύχναζε κατά αποκλειστικότητα ο δεύτερος να μοιάζουν με χώρους που θα τους συναντούσες να εφάπτονται ο ένας με τον άλλον μέσα σε ελάχιστα οικοδομικά τετράγωνα της ίδιας πόλης. Σε βαθμό που η Κανάλ Στριτ της Νέας Ορλεάνης, με την πρώτη φίρμα στα μαγαζιά του δρόμου αυτού την Τζακλίν, ίδια με τη Χοντρή του «Θησαυρού», να μην παραλλάσσει σε σχέση με τα κορίτσια στην Ιαπωνία, που τα κατεβάζανε οι πατεράδες τους από τα χωριά στα λιμάνια και τα πουλούσαν στα μπαρ κι αυτά λέγανε στους πελάτες «Είμαι απ’ το χωριό και μυρίζω θυμάρι».

Οι καταραμένοι που έγιναν φυσιολογικοί

Συμπερασματικά θα έλεγες ότι φαίνεται σαν να έχουν μεσολαβήσει αιώνες ανάμεσα στον Γιάννη Μακριδάκη και στα χρόνια της Γαλάτειας Καζαντζάκη όταν έγραφε τον «Αμαρτωλό» ή τον Νίκο Καββαδία τα ομόθεμα ποιήματά του, ενώ δεν είναι παρά ελάχιστες δεκαετίες, και αυτές μόνο σε σχέση με τη δημιουργό του «Ridi, pagliaccio». Τι συμβαίνει λοιπόν; Απλούστατα ο «εξωτισμός» της Καζαντζάκη και του Καββαδία, που ήθελε την πόρνη και τον ναυτικό ως από γεννησιμιού τους καταραμένους, στον Μακριδάκη οι ζωές τους μοιάζουν αντίθετα εντελώς φυσιολογικές, κανονικές, χωρίς αυτό να τους στερεί τη γοητεία μιας πανάρχαιας αμαρτίας.

Γιάννης Μακριδάκης

Η πρώτη φλέβα

Εκδ. Εστία, 2016

Σελ. 132

Τιμή: 12 ευρώ