Η ολλανδική λογοτεχνία μάς εκπλήσσει συχνά τις τελευταίες δεκαετίες με έργα πρωτότυπα, σκληρά, κυνικά, που αντιμετωπίζουν μετωπικά τις πραγματικότητες της ύστερης κοινωνίας της αφθονίας. Ο κλασικός πια Χάρι Μούλις μας έρχεται αμέσως στο μυαλό. Κι ακόμη η Αννα Ενκβιστ, ο Aρνον Γκρούνμπεργκ, ο Χέρμαν Κοχ και άλλοι που κινούνται σε μια θεματική γραμμή απομυθοποίησης των επιτευγμάτων του δυτικού πολιτισμού. Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί «γιατί η Ολλανδία;». Η χώρα διαθέτει την υψηλότερη πληθυσμιακή πυκνότητα παγκοσμίως (δεκαέξι εκατομμύρια κάτοικοι σε μια έκταση λίγο μεγαλύτερη από την Πελοπόννησο), έχει υψηλότατο ΑΕΠ, πανίσχυρο κράτος πρόνοιας, υψηλή τεχνοεπιστημονική επάρκεια, εξαιρετική οικολογική ευαισθησία. Ταυτόχρονα διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες εθνοτικής ένταξης, με υψηλότατα ποσοστά του πληθυσμού της να προέρχονται από τις τέως αποικίες και αλλού. Αν έπρεπε να επιλέξουμε μια και μόνο λέξη που χαρακτήρισε μεταπολεμικά την Ολλανδία, αυτή θα ήταν «ανεκτικότητα». Δίπλα στην πανίσχυρη λευκή προτεσταντική άρχουσα τάξη της χώρας άνθησαν ποικίλες υποκουλτούρες, η χρήση ναρκωτικών ουσιών νομιμοποιήθηκε σε βαθμό τουριστικής αξιοποίησης, η πορνεία έγινε ορατή στις περισσότερες ολλανδικές πόλεις, η ευθανασία νομιμοποιήθηκε, τα ανθρώπινα δικαιώματα επεκτάθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Παράλληλα μ’ αυτή την εικόνα ευημερίας και αναδιανεμητικής πολιτικής, τα τελευταία χρόνια άνθησαν ωστόσο η μισαλλοδοξία και η κατεδαφιστική κριτική ενός κράτους πρόνοιας που συναντούσε τα φυσικά του όρια. Η ολλανδική λογοτεχνία αντικατοπτρίζει λοιπόν μια κοινωνία που παρά τις κεντρικές πολιτικές της δεν έχει καταφέρει να απαλύνει επαρκώς την ανθρώπινη κατάσταση. Οπως έβαζα μια ηρωίδα μου να λέει σε παλιότερο βιβλίο μου: «Το Αμστερναμ; Δείχνει τον δρόμο στους υπόλοιπους. Αφθονη, δίκαια κατανεμημένη δυστυχία».

Η υπόθεση

Οι σκέψεις αυτές γεννήθηκαν ενώ διάβαζα το παρόν πρώτο βιβλίο του δημοσιογράφου Πέτερ Μπουβάλντα που δημιούργησε αίσθηση στην πατρίδα του και όχι μόνο. Οπου ένας διάσημος ολλανδός καθηγητής Μαθηματικών και πρύτανης στο πανεπιστήμιό του, ο Σιεμ Σιχέριους, πρώην πρωταθλητής του τζούντο και συνεπής ώς τότε πατριάρχης, βιώνει το τέλος του φλερτ με φοιτήτριά του: Καθώς διατάζει να διαλύσει τις οικογενειακές ισορροπίες, εκείνη τον εγκαταλείπει αφήνοντάς τον ψυχικό ράκος. Βρίσκει παρηγοριά στο ιντερνετικό πορνό για να ανακαλύψει, στη διάρκεια μιας μοναχικής βραδιάς στη μακρινή Σαγκάη, ότι η θετή του κόρη Τζόνι είναι σταρ του είδους. Διατηρεί βεβαίως κάποιες έλλογες αμφιβολίες, αλλά οι κλιμακούμενες υποψίες του στρέφονται στον φίλο της, φοιτητή και φωτογράφο, Ααρον, υπεύθυνο μεταξύ άλλων για μια γυμνή φωτογραφία του Σιεμ που έγινε απελευθερωτικό έμβλημα στο πλαίσιο της φοιτητικής κοινότητας. Ο Ααρον είναι ταυτόχρονα και προσωπικός του φίλος καθώς είναι αμφότεροι φαν της τζαζ και του τζούντο. Στο μεταξύ το νεαρό ζευγάρι βγάζει εκατομμύρια από την πορνογραφική δραστηριότητα, φτάνοντας ν’ αποκτήσει ένα πολυτελές γιοτ στην Κυανή Ακτή. Ωσπου η σχέση διαλύεται καθώς η νεαρή Τζόνι, ήδη έγκυος, εγκαταλείπει τον φίλο της και μετακομίζει στην Αμερική με έναν άλλο, περισσότερα υποσχόμενο επιχειρηματία. Εκεί θα κάνει καριέρα ως σταρ του είδους και θα αποδειχθεί επίσης πετυχημένη μπίζνεσγουμαν, στα πρότυπα της διάσημης πορνοστάρ Σάσα Γκρέι. Πρόκειται για μερικές πολλά υποσχόμενες σελίδες του βιβλίου που λαχανιάζει ωστόσο στα μισά του δρόμου καθώς ο συγγραφέας μένει σε μια διστακτική και επιφανειακή περιγραφή της βιομηχανίας του ερωτικού θεάματος, χωρίς να απαντά στις τεχνικής και βιολογικής φύσεως απορίες του αναγνώστη, αλλά το κυριότερο, χωρίς διάθεση να εμβαθύνει στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών.

Εχουμε στο μεταξύ πληροφορηθεί ότι ο εγκαταλειμμένος φίλος, ο Ααρον, έχει σχιζοειδούς φύσεως συμπεριφορές και τυγχάνει ιατρικής παρακολούθησης, ενώ προσπαθεί πάντα να αποκαταστήσει επαφή με τη φευγάτη Τζόνι. Σε μια άλλη αφηγηματική γραμμή μαθαίνουμε ότι ο πατέρας – πρύτανης είχε αναλάβει το υπουργείο Παιδείας της Ολλανδίας. Ωστόσο σε μια περίεργη έξαρση πατρικής(;) ζήλειας θα διαρρήξει το σπίτι της Τζόνι και του Ααρον και θα πιαστεί με τα βρακιά κατεβασμένα να αυνανίζεται φορώντας τα εσώρουχα της νεαράς. Θα αποδράσει, σπάζοντας την τζαμαρία της κουζίνας και θα διασχίσει ημίγυμνος κάμποσα χιλιόμετρα χωρίς να γίνει αντιληπτός ώσπου να επιστρέψει οίκαδε. Σχεδόν ταυτόχρονα είχε αποφυλακισθεί και ο γιος του από τον πρώτο του γάμο, ένα προβληματικό και πληγωμένο παιδί, που είχε διαπράξει ανθρωποκτονία. Η αδιαφορία του πρύτανη και υπουργού Σιχέριους για τον γιο του εντυπωσιάζει τον αναγνώστη. Σε μια επιδεικτική προσπάθεια του συγγραφέα να καταδείξει τη διάλυση της ολλανδικής οικογένειας, ο γιος θα εκβιάσει τον πατέρα, θα εμπλακούν σε μια θανατηφόρα πάλη, ο πατέρας θα σκοτώσει και τεμαχίσει τον γιο, και θα αποδράσει προς τον Νότο για να κρεμαστεί τελικά μέσα στο γιοτ της Τζόνι και του Ααρον.

Αφήγηση ιντερνετικής εποχής

Χωρίς τραγικότητα αλλά και χωρίς χιούμορ

Ολα τα οριακώς τραγελαφικά που περιγράφονται στο βιβλίο δίνονται χωρίς αίσθηση του τραγικού αλλά και χωρίς την παραμικρή δόση χιούμορ. Ποικίλες άλλες αφηγηματικές γραμμές υπάρχουν στο βιβλίο που έχουν ως προσόν την απόδοση της σύγχρονης ευημερούσας ολλανδικής κοινωνίας, με το πλήθος προσωπικών αδιεξόδων των πρωταγωνιστών του. Τα κεφάλαια δίνονται εναλλάξ από τη σκοπιά του Σιχέριους, του Ααρον και της Τζόνι. Η τελευταία είναι η μόνη που μιλά και αναλογίζεται σε πρώτο πρόσωπο, ίσως σε μια απόπειρα διαφοροποίησης, που ωστόσο δεν καταφέρνει να εξηγήσει την προσωπική της ματιά και τις αντιλήψεις της στο κύριο κατ’ εμέ θέμα του βιβλίου που είναι η ιντερνετική πορνογραφία. Εν κατακλείδι έχουμε μια φιλόδοξη και σκληρή οικογενειακή σάγκα με ποικίλες αφηγηματικές γραμμές – ένα ανώριμο πρώτο μυθιστόρημα που παίζει με τα μοτίβα της ψυχολογικής βίας, της ταυτότητας, της πολιτισμικής ομογενοποίησης και της εικονικής πραγματικότητας. Το βιβλίο έκανε αίσθηση στην Ολλανδία, χαρακτηριζόμενο ως αφήγηση της ιντερνετικής εποχής. Δεν ξέρω τι σημαίνει το τελευταίο, – αν δηλαδή σημαίνει κάτι παραπάνω από την ύπαρξη ηρώων «χαμένων στο Διαδίκτυο». Παρά τα διαρκή και ασυστηματοποίητα χρονικά άλματα, παρά τις βιαίως διακοπτόμενες αφηγηματικές γραμμές που αναμένουν εκατοντάδες σελίδες για τη συνέχισή τους, παρά την εναλλαγή αντικειμενοποιημένων περιγραφών που εναλλάσσονται με τον ελεύθερο πλάγιο λόγο και τη συνειδησιακή ροή των ηρώων του, δεν αποκομίζουμε τελικά την εντύπωση ότι η φόρμα του βιβλίου είναι η ιδανική για την καταγραφή του χάους που το ίδιο θέλει να καταγράψει. Εκτός κι αν δεν υπάρχει θέμα, πέραν της φλυαρίας του Διαδικτύου ή της κυριαρχίας του τυχαίου στη ζωή μας. Τελικά αποδεικνύεται ότι ο συγγραφέας κατασκευάζει έναν κεντρικό ήρωα μαθηματικό χωρίς να καταλαβαίνει και πολλά από μαθηματικά και ειδικά από τη θεωρία των πιθανοτήτων. Αλλωστε, σε τελευταία ανάλυση, όλος αυτός ο ορυμαγδός δεν καταλήγει παρά σε μια παλιομοδίτικη ηθολογία: ο πατέρας ανακαλύπτει ότι είναι ο ίδιος καταναλωτής των εικονικών υπηρεσιών της θετής του κόρης, αλλά τελικά συγκρούεται με τα παιδιά του όταν αυτά απειλούν να καταστρέψουν την πολιτική του καριέρα.

Peter Buwalda

Bonita Avenue

Μτφ. Ινώ βαν Ντάικ-Μπαλτά

Εκδ. Αλεξάνδρεια 2016, σελ. 560

Τιμή: 20 ευρώ